Κεφάλαιο 11

Começar do início
                                    

«Τώρα, απάντησε μου ξανά σε αυτό που σε ρώτησα...» είπε και πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό μου, ενώ ο αντίχειρας του πίεσε την πληγή από τον πυροβολισμό βάζοντας την σφαίρα πιο μέσα στην πληγή και περισσότερο αίμα έτρεχε λερώνοντας κι άλλο τα ρούχα μου, καθώς εγώ παράλληλα είχα πάρει μια βαθιά ανάσα για να καταπνίξω τις κραυγές μου.

«Πο...τέ...!» είπα μέσα από τις βαθιές ανάσες που έπαιρνα για να σταματήσω τον πόνο.

Εκείνος νευριασμένος σηκώθηκε όρθιος μπροστά μου και έβαλε το όπλο του στη ζώνη του. Γονάτισε μπροστά μου και σήκωσε τη μπλούζα μου αφήνοντας την κοιλιά μου γυμνή. Πήρε το μαχαίρι του και άρχισε να χαράζει γραμμές από τη μεριά που δεν είχα κάποια πληγή, ενώ εγώ είχα δαγκώσει το κάτω μου χείλος για να μη φωνάξω και έπαιρνα γρήγορες και κόφτες ανάσες. Όταν τελείωσε κατέβασε τη μπλούζα μου και έκανε νόημα στους μπράβους να φύγουν. Με κοίταξε και εγώ τον κοίταξα θυμωμένη.

«Αυτό που μόλις σου χάραξα είναι ένα σύμβολο μαρκαρίσματος. Σε έχω μαρκάρει μικρή και αυτό ξέρεις τι σημαίνει; Σημαίνει ότι μόλις τελειώσουμε μαζί σου, είσαι νεκρή! Και όχι με γρήγορο τρόπο... Αλλά αυτή είναι μία χρήση του» είπε με ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο και έφυγε κλείνοντας την πόρτα.

Μόλις άκουσα τα βήματα του να απομακρύνονται, κοίταξα έξω από το παράθυρο πίσω μου για να δω περίπου τι ώρα ήταν. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει και τα αστέρια με το φεγγάρι φώτιζαν ένα μικρό μέρος μακριά μου. Πρέπει να ήταν πολύ αργά. Αναστέναξα και γύρισα μπροστά μου. Έπρεπε να φύγω από 'δω!

Πήρα μια βαθιά ανάσα και την ελευθέρωσα. Ξανά πήρα μια βαθιά ανάσα, έγυρα το σώμα μου μπροστά και έπεσα προς τα πίσω με φορά πέφτοντας κάτω σπάζοντας την καρέκλα. Έμεινα ακινήτη για λίγο να δω αν άκουσαν τον κρότο και όταν είδα ότι δεν ερχόταν κανένας, ελευθέρωσα τα χέρια μου από τα σχοινιά που είχαν χαλαρώσει, επειδή η καρέκλα είχε σπάσει, και μόλις τα ελευθέρωσα, έλυσα και τα πόδια μου. Σηκώθηκα με δυσκολία μιας και όλο μου το σώμα το ένιωθα πολύ μουδιασμένο. Στηρίχτηκα στον τοίχο πίσω μου με το μη πληγωμένο χέρι μου μένοντας για λίγο ακινήτη για να φύγει η ζαλάδα από την απότομη πτώση. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα πήγα προς την πόρτα και ακούμπησα το αυτί μου επάνω για να ακούσω αν είναι κανένας από αυτούς κάπου κοντά. Εφόσον δεν άκουσα κάποιον, άνοιξα την πόρτα.

Τι ανόητοι...! Δε κλείδωσαν τη πόρτα. Νόμιζαν ότι θα κάτσω εδώ κι άλλο;

Άρχισα να περπατάω προς το δωμάτιο του κοριτσιού εκείνου. Μόλις έφτασα είδα ότι ούτε η δική της πόρτα ήταν κλειδωμένη.

Ok, αυτό είναι περίεργο... Γιατί δε κλείδωσαν τις πόρτες;

Δεν το σκέφτηκα περισσότερο και άνοιξα την πόρτα μπαίνοντας μέσα. Την είδα πεσμένη κάτω με τα χέρια της δεμένα πίσω από την πλάτη της με σχοινί και τα πόδια της επίσης δεμένα με σχοινί. Την πλησίασα και γονάτισα μπροστά της. Εκείνη μόλις με είδε γούρλωσε τα μάτια της και κοίταξε αμέσως προς την πόρτα ανήσυχη και τρομαγμένη. Όταν είδε ότι κανένας από εκείνους δεν ήταν στην πόρτα γύρισε και με κοίταξε μπερδεμένη.

«Ήρθε η ώρα να φύγουμε! Μπορείς να σηκωθείς;» την ρώτησα όταν της ξέλυσα τα χέρια και εκείνη τα έφερε μπροστά της τρίβοντας του πληγωμένους καρπούς της.

Μου έγνεψε θετικά και της ξέλυσα και τα πόδια. Σηκωθήκαμε και πήγαμε προς την πόρτα. Έλεγξα μήπως είναι κανένας στο διάδρομο και αφού δεν ήταν, της έκανα νόημα να βγούμε. Αρχίσαμε να περπατάμε αργά προσέχοντας μη συναντήσουμε κάποιον από αυτούς στην πορεία. Θυμόμουν τη διαδρομή όταν μας έφερναν εδώ και έτσι βγήκαμε αρκετά εύκολα από το κτήριο.

Αυτό παραήταν εύκολο...!

Η υπερένταση που ένιωθα όταν με χτυπάει σεληνόφως ήρθε πάλι προειδοποιώντας με ότι όπου να 'ναι θα συμβούν ότι συνέβη και τις προηγούμενες φορές. Δε μπορούσα να ασχοληθώ όμως με αυτό! Έπρεπε να φύγουμε και ήξερα ότι το κορίτσι θα μάθαινε πολύ σύντομα το μυστικό μου τώρα που βγήκαμε. Αλλά με αυτό θα ασχολιόμουν αργότερα.

«Άκου, πρέπει να πάμε από εκεί όλο ευθεία και θα βγούμε στην παραλία που ήμασταν εχθές. Μη σταματήσεις για κανέναν λόγο» είπα και μου έγνεψε καταφατικά.

Αρχίσαμε να τρέχουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε λόγω των πληγών μας σε σχεδόν όλο μας το σώμα. Ανά διαστήματα κοιτούσαμε πίσω μας μην τυχόν κατάλαβαν ότι λείπουμε και μας ακολουθούν. Είχαμε μπει βαθιά μέσα στο δάσος και μπορούσα να διακρίνω τη θάλασσα μπροστά μας. Η επίδραση του φεγγαριού επάνω μου είχε εμφανιστεί πλήρως σε κοινή θέα και πλέον το κορίτσι μπορούσε να με δει όπως ήμουν κάτω από το φως του φεγγαριού. Ήταν όμως σε στάδιο να εξασθενήσει. Άρα, πρέπει να ήταν γύρω στις δύο η ώρα το βράδυ. Ήμουν τυχερή που εκείνη κοιτούσε μπροστά της και από τον πανικό της μη μας ξαναπιάσουν δε με πρόσεξε ακόμη. Όταν φτάσαμε αρκετά κοντά είδα μηχανές παρκαρισμένες στο δρόμο κοντά στη θάλασσα και άρχισα να φοβάμαι ότι μας βρήκαν εκείνοι οι τύποι. Έδειξα στο κορίτσι τις μηχανές και είχε την ίδια έκφραση με εμένα.

«Να τες! Πιάστε τες!» ακούσαμε μια φωνή πίσω μας και γυρίσαμε να δούμε ποιος ήταν. Πίσω μας αρκετά μακριά μας έτρεχαν δύο μπράβοι εκείνου του άντρα, του Ντέρεκ και ο ίδιος λίγο πιο πίσω να φωνάζει!

Moon ProphecyOnde histórias criam vida. Descubra agora