Κεφάλαιο 3

Start from the beginning
                                    

«Μα τι στο καλό κάνει;» αναφώνησε η Έλενα ταραγμένη όταν εκείνη σηκώθηκε και άρχισε να μπαίνει στη θάλασσα με τα ρούχα! Σταμάτησε όταν το νερό της ήταν μέχρι τα γόνατα και στάθηκε ακίνητη παρατηρώντας κάτι με το ίδιο ύφος που είχε πριν. Κοίταξα καλύτερα αυτό που βλέπει και μόλις το κατάλαβα γύρισα στον άλλους σοβαρός και ανήσυχος.

«Παιδιά αυτό που κοιτάει είναι ένα αστέρι!» είπα σοβαρά και όταν το αντιλήφθηκαν και αυτοί σοβάρεψαν απότομα. Η Αντριάνα πλησίασε διστακτικά το χέρι της προς το άστρο έτοιμη να το πιάσει. Έκανα να φωνάξω να τη σταματήσω, γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να έφερνε τις φυλές μας σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Ακόμα δε ξέραμε τι συμβαίνει και μπορεί να αποκαλυπτόμασταν! Όμως τα γοργά βήματα που ακούστηκαν από πίσω μου και η θέα δύο παιδιών από το παιχνίδι που παίζαμε εχθές με σταμάτησαν. Κατευθύνθηκαν προς εκείνην και έτσι αναγκάστηκε να τραβήξει το χέρι της γρήγορα μακριά από το αστέρι που ήταν κάτω από το νερό, και γύρισε προς τα λαχανιασμένα παιδιά μπροστά μας που την κοιτούσαν ανακουφισμένοι. Βγήκε από τη θάλασσα και στάθηκε μπροστά από ένα κορίτσι με λίγο σγουρά καστανά μαλλιά έως μαύρο που στήριζε το βάρος της στα γόνατα της με τα χέρια της προσπαθώντας να βρει την ανάσα της. Εμείς αφήσαμε όλοι μία ανάσα ανακούφισης, εκτός από τον Κροίσο. Ο οποίος την κοιτούσε ακόμα το ίδιο προσεχτικά. 

Τι στο καλό; Δε τον νοιάζει τι θα μπορούσε να είχε γίνει πριν μόλις μερικά δευτέρα;

«Έρρικα; Όλα καλά;» την ρώτησε η Αντριάνα διστακτικά και ανήσυχα κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της και εκείνη αιφνιδιάζοντας την με μία αγκαλιά την ανάγκασε να κάνει ένα βήμα πίσω ξαφνιασμένη για να βρει και πάλι την ισορροπία της. Την αγκάλιασε πίσω ακόμα μπερδεμένη από την ξαφνική επίθεση της φίλης της και κοίταξε ένα καστανόξανθο παιδί δίπλα από τη θάλασσα κάνοντας του νόημα να της πει τι συμβαίνει. Νομίζω Τζον, τον έλεγαν αλλά δεν είμαι πολύ σίγουρος... Τους πλησιάσαμε για να ακούμε και να βλέπουμε καλύτερα. «Έρρικα πες μου τι συμβαίνει. Με τρομάζεις...» είπε ανήσυχη απομακρύνοντας την Έρρικα από την αγκαλιά της και εκείνη αφού κοίταξε το αγόρι, γύρισε σε εκείνην με ένα βλέμμα φόβου και ανακούφισης.

«Το πρωί που ξυπνήσαμε δε βρίσκαμε στην αρχή εσένα και σε ψάχναμε επί δύο ώρες, όμως τζίφος... Μετά από λίγο εξαφανίστηκε και ο Φρέντυ! Σας ψάχναμε για άλλη μια ώρα, αλλά τίποτα. Τρομάξαμε τόσο πολύ, νομίζαμε ότι κάτι πάθατε...» της εξήγησε αναστενάζοντας και εκείνη κοίταξε αγχωμένη τα παιδιά.

Moon ProphecyWhere stories live. Discover now