Κεφάλαιο 2

Start from the beginning
                                    

«Λοιπόν, μαμά, εγώ φεύγω έχω ήδη αργήσει και τα παιδιά με περιμένουν» είπα αφού έλεγξα την ώρα στο κινητό μου.

«Εντάξει, πήγαινε τότε. Κρίμα είναι να περιμένουν τα παιδιά...» είπε όταν κατάπιε τη μεγάλη μπουκιά που είχε στο στόμα της κάνοντας μου νόημα να φύγω.

«Μαμά, το καλό που σου θέλω να μη φας όλο το κέικ. Ε!» της είπα αυστηρά δείχνοντας την με το δείκτη μου.

«Κι εγώ σ' αγαπώ» είπε ειρωνικά χαμογελόντας μου.

«Αφού το ξέρεις ότι σ' αγαπώ» είπα παραπονιάρικα καθώς την αγκάλιασα από πίσω και δίνοντας της ένα φίλη στο μάγουλο την άφησα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Πήρα το σάκο μου από δίπλα που έχω όταν πάω πολεμικές τέχνες και έκανα να ανοίξω την πόρτα.

«Ό,τι πεις!» την άκουσα να φωνάζει όταν έκλεισα την πόρτα και γέλασα λίγο.

Με τη μαμά μου γενικά έχουμε πολύ καλές σχέσεις, πολύ σπάνια μαλώνουμε. Ήταν καστανή προς το κόκκινο με κούρεμα καρέ και ελαφρές μπούκλες, αυτό ήταν το φυσικό της χρώμα και χτένισμα. Τα μάτια της ήταν καστανοπράσινα. Δεν ήταν σαν τις άλλες μαμάδες στο θέμα του χαρακτήρα. Η σχέση μας είναι σχεδόν φιλική. Την νιώθω πολύ κοντά μου και συζητάμε τα πάντα σαν φίλες. Δε ξέρω τι θα έκανα χωρίς τη μαμά μου. Ο πατέρας μου λόγω της εταιρίας του ταξιδεύει πολύ και έτσι δε θα είναι εδώ για τουλάχιστον μία ακόμα εβδομάδα. Γενικά, έχω και μαζί του μια πολύ καλή σχέση. Σπάνια υπάρχουν εντάσεις έως πότε, είναι πολύ καλός πατέρας και προστατευτικός. Όμως δε θα μπορούσα να τον δω σα κάποιο φίλο όπως με τη μαμά μου.

«Γειά σας παιδιά!» είπα χαμογελαστή όταν τους πλησίασα στο παγκάκι που κάθονταν θαυμάζοντας τη θάλασσα μπροστά τους.

«Επιτέλους, ήρθες! Ξέρεις πόση ώρα σε περιμένουμε κυρία μου; Ε; 30 ολόκληρα λεπτά! Να πω ότι το σπίτι σου είναι και μακριά, άντε να σε δικαιολογήσω. Από τη στιγμή όμως που είναι μόλις 5', τι έκανες 25' ε; Και δεν αργείς και πότε! Είσαι σχεδόν πάντα στην ώρα σου» άρχισε το κατσάδιασμα η Έρρικα υψώνοντας λίγο το τόνο της φωνής της κουνώντας τα χέρια της από τα νεύρα. Από την άλλη, εγώ και ο Ανέστης προσπαθούσαμε να πνίξουμε τα ασταμάτητα γέλια που απειλούσαν να βγουν από τα στόματα μας.

«Έρρικα, ηρέμησε, απλώς συζητούσα με τη μαμά μου και πέρασε η ώρα» είπα αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους μου, ενώ την επιανα από τον ώμο της.

«Ξέρεις πόσο αγχώθηκα; Νόμιζα ότι έπαθες κάτι. Παραλίγο να πνίξω τον Ανέστη που δε με άφηνε να έρθω στο σπίτι σου να σε βρω» παραπονέθηκε μέσα στην αγκαλιά που με είχε σφίξει υπερβολικά πολύ.

Moon ProphecyWhere stories live. Discover now