Παιδικές αναμνήσεις...

596 136 27
                                    

Μέγκαν

Είμαστε σε αδιέξοδο! Είναι η πρώτη φορά που νιώθω πως βρισκόμαστε παγιδευμένοι. Εάν ο Άλεξ δεν μπορεί να μπει στο καζίνο, τίποτα από αυτά που σχεδιάσαμε δεν μπορεί να συμβεί.
Ο Κουίνς μας ενημέρωσε πως οι θέσεις των χορευτών είναι πια καλυμένες, επομένως, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μπούμε στο Βενέτσιαν πια.
«Μωρό μου θα το αντέξεις...?», ρωτάει ο Άλεξ που κάθεται εδώ και ώρα σκεπτικός στον καναπέ.
«Θα μπορούσα να αντέξω οτιδήποτε για χάρη σου Άλεξ, αλλά θα δεις πως δεν θα χρειαστεί, θα τα καταφέρουμε.»
«Μη προσπαθείς άδικα κορίτσι μου, ξέρουμε καλά και οι δύο πως αν δεν μπω στο καζίνο η κασέτα θα παραμείνει στο χρηματοκιβώτιο του Πάμπλο για πάντα.», λέει και δείχνει πραγματικά λυπημένος.
Η κατάσταση που επικρατεί στο σπίτι είναι πραγματικά θλιβερή, ακόμα και το άλλοτε γάργαρο γέλιο της Έμα δεν ακούγεται πουθενά μέσα σε αυτό.
Υπήρξε μία σκέψη, πως θα μπορούσε ο Τζόι να μεσολαβήσει για να μας προσλάβει ο Κουίνς στην ομάδα του, αλλά κάτι τέτοιο θα κινούσε υποψίες και το απορρίψαμε από την πρώτη κιόλας στιγμή.
Πηγαίνω στον καναπέ που κάθεται ο Άλεξ και χώνομαι κάτω από το χέρι του, μέσα στην αγκαλιά του.
«Μίλησέ μου για τα παιδικά σου χρόνια...», μου λέει θέλοντας προφανώς να κάνει και τους δυο μας να ξεχαστούμε.
«Είναι μεγάλη ιστορία...»
«Ακόμη καλύτερα... μίλησέ μου για το παρελθόν μωρό μου, γιατί το μέλλον έχει αρχίσει να με ανησυχεί!»
«Λοιπόν... γεννήθηκα σε μία πολύ φτωχή οικογένεια. Ακόμη θυμάμαι το παλιό σπίτι μας στην Αλαμπάμα. Οι τοίχοι ήταν φτιαγμένοι από τούβλα, που φαινόντουσαν πίσω από τους σοβάδες που έπεφταν στο πάτωμα από την υγρασία. Πάντοτε τα δωμάτια ήταν παγωμένα και οι γωνίες στους τοίχους πράσινες από τη μούχλα. Οι γονείς μας ήταν νέοι, αλλά δεν ήταν διατεθειμένοι να προσπαθήσουν για τίποτε. Όταν ήμουν τριών χρονών γεννήθηκε ο Νόα και ουσιαστικά μεγαλώσαμε μαζί. Του είχα πάντοτε ιδιαίτερη αδυναμία και ήμουν ιδιαίτερα προστατευτική μαζί του, ακόμη και αν τα χρόνια μου μας χώριζαν ήταν ελάχιστα. Η μητέρα μας δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα μαζί μας, ενώ ο πατέρας μας ήταν κάτι περισσότερο από αδιάφορος και προτιμούσα να λείπει από το σπίτι. Έπινε και φώναζε, ενώ η μητέρα μας έδειχνε πως το μόνο άτομο που την ενδιέφερε στην πραγματικότητα, ήταν εκείνος. Ήμουν μόλις έξι όταν προσπαθούσα να μάθω στον Νόα να πηγαίνει στην τουαλέτα, μιας που η μητέρα μας τον άφηνε συνέχεια με την ίδια πάνα δημιουργώντας του συγκάματα. Κάποια μέρα, ένας καλοντυμένος κύριος μας επισκέφτηκε και μας κοιτούσε σαν επρόκειτο... να μας αγοράσει. Εγώ που ήδη κόντευα τα οχτώ, κατάλαβα πως κάτι συνέβαινε, όχι μόνο εξαιτίας του περίεργου επισκέπτη, αλλά και λόγω της πρωτόγνωρης χαράς του πατέρα μου. Πρώτη φορά τον είδα να μας χαμογελάει και για μία στιγμή αισθάνθηκα ευτυχισμένη, όμως ήταν για πολύ λίγο αυτό. Οι γονείς μας, μάζεψαν κάποια από τα πράγματά μας, τα έβαλαν σε δύο μαύρες, φθαρμένες βαλίτσες και μας ενημέρωσαν πως θα μετακομίζαμε σε κάποιο άλλο σπίτι για κάποιο διάστημα. Χάρηκα πολύ, αυτό το θυμάμαι τόσο έντονα, που μου φαίνεται σαν να έγινε χτες! Επιτέλους αυτό το σπίτι, το γεμάτο κρύο, μούχλα, μυρωδιές και σκοτάδι θα γινόταν παρελθόν, πίστεψα πως μας περίμενε μία νέα ζωή, με ζεστό κρεβάτι και νόστιμο φαγητό. Όταν πια κατάλαβα, πως οι γονείς μου όταν είπαν πως μετακομίζουμε αναφερόντουσαν μόνο σε μένα και τον αδερφό μου, κόντεψα να τρελαθώ. Ξαφνικά βρεθήκαμε σε ένα τεράστιο κτίριο με αμέτρητα παιδιά διαφόρων ηλικιών που έπρεπε να τα κάνω φίλους μου, αν ήθελα τουλάχιστον να επιβιώσω... Με τον Νόα μείναμε εκεί, μέχρι να φτάσω στην ηλικία των έντεκα κι εκείνος των οχτώ. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που προσπαθούσε για πολλά χρόνια να αποκτήσει παιδιά χωρίς καμία επιτυχία, επισκέφτηκε το ίδρυμα και μας κοιτούσε με το ίδιο βλέμμα που είχε ο περίεργος κύριος που είχε έρθει στο σπίτι μας. Κατάλαβα τότε πως είχε έρθει η ευκαιρία που περιμέναμε και ήταν πια η ώρα για να αποκτήσουμε ένα πραγματικό σπίτι. Έφτιαξα τα μαλλιά μου, φόρεσα το καλό μου φόρεμα, που μου το είχε φτιάξει κάποια τραπεζοκόμος του ιδρύματος, διάλεξα κι ένα όμορφο σύνολο για τον αδερφό μου κι εμφανιστήκαμε μπροστά του δήθεν τυχαία. Ήμουν ίσως το πιο όμορφο κοριτσάκι ανάμεσα στα υπόλοιπα και ήλπιζα πως αυτό ίσως να μας βοηθούσε στο να μας διαλέξει το ζευγάρι. Μία εβδομάδα μετά μας επισκέφτηκε ξανά αυτός ο κύριος, μαζί με τη σύζυγό του και ήρθαν να με συναντήσουν στο παγκάκι που καθόμουν. Με ρώτησαν αν τους θέλω για γονείς μου κι εγώ τους είπα πως τους περίμενα τρία ολόκληρα χρόνια. Η μεσήλικη γυναίκα συγκινήθηκε πολύ και δάκρυα χαρά έτρεξαν από τα μάτια της. Εκείνη τη στιγμή βρήκα την ευκαιρία και αναφέρθηκα στο Νόα. Τους είπα πως είναι αδερφός μου και πως αν δεν μας θέλουν και τους δύο, θα προτιμούσα να μην τους ακολουθήσω. Τα έπαιξα όλα για όλα! Το ζευγάρι έπειτα από ένα σιωπηρό διάλογο αποφάσισε πως μας θέλει και τους δύο. Την επόμενη κιόλας εβδομάδα βρισκόμασταν με το Νόα στο νέο μας σπίτι. Ήταν μεγάλο, ζεστό και μύριζε τσουρέκι και κανέλα. Το δωμάτιό μου το ερωτεύτηκα από την πρώτη κιόλας ματιά, όπως και ο Νόα το δικό του. Η μαμά μας Έμιλυ Έιντζελ υπήρξε η πιο γλυκιά και προστατευτική μαμά που γεννήθηκε ποτέ. Όμορφη, με μακριά καστανά μαλλιά και μελιά μάτια, καλλίγραμμη αν και παραήταν αδύνατη, φορώντας πάντοτε κάποια ποδιά που τη βοηθούσε να μη λερώσει τα ρούχα της κατά το μαγείρεμα. Μας περιποιόταν, μας έντυνε, μας φρόντιζε, μας διάβαζε και μας έγραψε σε πολλές εξωσχολικές δραστηριότητες για να βρει ο καθένας μας την κλίση του. Ο πατέρας μας Αντρέ Έιντζελ, ήταν Γάλλος με λατρεία στο χορό και την υποκριτική. Μας αγαπούσε και έπαιζε μαζί μας για ατελείωτες ώρες μέσα στη μέρα. Πριν από πέντε χρόνια πέθανε η μητέρα μου, έπειτα από πολύ καιρό που πάλευε με την αρρώστια της και πέρυσι πέθανε και ο πατέρας μου από την καρδιά του. Μας άφησαν μια μεγάλη περιουσία, αλλά το σημαντικότερα που μας έδωσαν, ήταν η αγάπη τους και η ευκαιρία για μία καλύτερη ζωή. Τους πραγματικούς μας γονείς μη με ρωτήσεις... δεν ξέρω. Το μόνο που άκουσα πριν από κάποιους μήνες, είναι πως χώρισαν και τη μητέρα μου κάποιος επιτήδειος την παραπλάνησε λέγοντάς της πως θα την παντρευτεί και την έβαλε να δουλεύει σαν..., σαν... πόρνη. Αλλά και πάλι, δεν ξέρω αν είναι η αλήθεια!»
Νιώθω εξαντλημένη σαν να γύρισα μόλις από μία βαριά χειρωνακτική δουλειά. Ο Άλεξ με παίρνει στην αγκαλιά του χωρίς να μου κάνει καμία ερώτηση. Τώρα που μοιράστηκα μαζί του όλα αυτά, νιώθω πολύ καλύτερα και το σημαντικότερο είναι πως μάλλον έκανα κι εκείνον να ξεχάσει το θέμα με τον Πάμπλο, έστω για λίγο.
«Γενναίο μου κορίτσι...», λέει και χαίρομαι που το ακούω.
«Γενναίο μου αγόρι!», απαντάω και εννοώ κάθε γράμμα της λέξης.
Η ώρα περνάει και τη σιωπή σπάει ο σιγανός ήχος της φωνής του.
«Μισώ αυτό το είδος...», μου λέει και πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω σε ποιον ακριβώς αναφέρεται.
«Ποιο είδος μωρό μου...?»
«Τον αντρών που εκμεταλλεύονται τις γυναίκες για προσωπικό τους όφελος!», απαντάει και σχηματίζει με το πρόσωπό του μία παγωμένη μάσκα.
«Ίσως δεν είναι όλες οι γυναίκες θύματα, είναι κάποιες που θα έκαναν τα πάντα για το σεξ, ακόμη και αυτό που έκανε η μητέρα μου!»
«Ναι, όπως η μελαχρινή γκόμενα στο γραφείο του Κουίνς σήμερα το πρωί, πρώτη φορά βλέπω γυναίκα με τέτοια λύσσα. Θα έτρωγε ακόμη κι εσένα μωρό μου!»
Γελάμε με την ψυχή μας, φέρνοντας στο μυαλό μας αυτή τη γυναίκα. Την "έπεσε" τόσο άγρια και απροκάλυπτα στον Άλεξ και τον Κουίνς που είμαι σίγουρη πως θα έκανε το οτιδήποτε για να κοιμηθεί μαζί τους.
«Μωρό μου...», ο Άλεξ πετάγεται όρθιος, αφήνοντάς με απότομα από την αγκαλιά του.
«Δεν το πιστεύω!», συνεχίζει και ένα χαμόγελο επιτυχίας εμφανίζεται στο όμορφό του πρόσωπο.
«Τι έγινε, τι έπαθες?», τον ρωτάω με αυθεντική περιέργεια.
Θα μιλήσω με αυτή την κοπέλα και θα την παρακαλέσω να μεσολαβήσει για να πάρει κι εμένα ο Κουίνς.
«Δεν γίνεται μωρό μου, το έκανε ήδη αυτή η κοπέλα και όπως είδες δεν πέτυχε. Χρειαζόμαστε κάποιο άλλο μέσο για να μας προσλάβει, κάτι ποιο ισχυρό...»
«Το μόνο μέσο για κάτι τέτοιο είναι ο Πάμπλο κορίτσι μου, κανένας άλλος δεν επεμβαίνει στη δουλειά και στις επιλογές του Κουίνς, μόνο αυτός μπορεί..»
Απογοητεύομαι ξανά, αλλά το αισθάνομαι, βρισκόμαστε κοντά.
Ναι! Αυτό είναι!
«Εγώ, εγώ θα πείσω τον Πάμπλο, εμένα δεν με ξέρει!», του προτείνω γεμάτη ελπίδες.
«Μωρό μου, τι είναι αυτά που λες! Πως θα πείσεις τον Πάμπλο?»
«Πολύ απλά! Με το όπλο που κάθε γυναίκα διαθέτει... με τη γοητεία μου!»
«Είσαι τρελή, δεν σε αφήνω να το κάνεις!»
«Γιατί μωρό μου? Δεν θα διακινδυνεύσω καθόλου. Θα τον συναντήσω, θα του πω μία δακρύβρεχτη ιστορία για το παρελθόν μου και θα του ζητήσω να μεσολαβήσει για να προσλάβει ο Κουίνς εμένα και το συνοδό μου στο χορό.»
«Όχι κορίτσι μου, είναι λάθος από την αρχή μέχρι το τέλος. Καταρχάς δεν μπορείς να συναντήσεις τον Πάμπλο... έτσι απλά! Δεν συχνάζει στα δικά μας μέρη. Ούτε όμως και να πας στο Βενέτσιαν για να τον βρεις, δεν δέχεται κανέναν εκτός ραντεβού, ακόμη και εάν αυτός είναι ο πρόεδρος της Αμερικής!»
«Επομένως το μόνο πρόβλημα είναι ο τόπος και ο τρόπος της συνάντησής μας. Εντάξει, αυτό λύνεται!», απαντάω αισιόδοξα στο αγόρι μου.
«Δεν είναι έτσι μωρό μου! Όσο θλιβερή και αν είναι η ιστορία που θα του πεις, ο Σαλέρνο δεν είναι από αυτούς που βοηθάνε κάποιον από λύπηση. Άλλωστε νομίζω πως όταν ο Θεός έφτιαχνε τον σώμα του, ξέχασε να ράψει την καρδιά του, μέσα σε αυτό. Αντιθέτως οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να επωφεληθούν από τον Πάμπλο, είναι αυτοί που μπορούν να του το... ανταποδώσουν και ξέρω πολύ καλά τι πρόκειται να ζητήσει από μία γυναίκα σαν εσένα.»
«Ναι, αλλά μέχρι να φτάσει η ώρα για να πάρει αυτό που θέλει, εμείς θα έχουμε ήδη κλέψει την κασέτα...», απαντάω θριαμβευτικά!
«Είσαι πολύ πεισματάρα, το ξέρεις...?»
«Αυτό να το πεις στον εαυτό σου, που αρχίζει ήδη να με συστήνει ως... γυναίκα του...»
«Τι? Σε πείραξε?»
«Φυσικά και όχι! Σου έχω πει άλλωστε πως σε ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα, από το πρώτο "πέσε κάτω" που μου είπες. Ε, εγώ έπεσα!»
«Όχι δεν μου το έχεις πει...», μου λέει προσποιούμενος τον παραπονεμένο.
«Να σου το πω τότε...»
«Όχι, να μη μου το πεις, να μου το δείξεις...»
Με αρπάζει από τη μέση και τα γόνατα και με μεταφέρει στην κρεβατοκάμαράς μας, ενώ εγώ τσιρίζω από την ξαγνική του κίνηση.
Καθώς περνάμε ο Έρικ μονολογεί, λέγοντας "Αχ έρωτα..." και είναι το τελευταίο πράγμα που ακούω, πριν η πόρτα κλείσει πίσω μας...

Κοριτσάκια μου τι μου κάνετε;;; είστε καλα;; εγω ειμαι μια χαρά... σε φούρια Βενέτσιαν.. γραφω και δε σταματάω!!! Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο μας;;; φιλάκια πολλα καλό Σαββατοκύριακο σε οοολες!💋💋💋💋💋💋💋

Συνάντησέ με στον παράδεισοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα