Η... λύση του μυστηρίου!

1.1K 207 49
                                    

«Περίμενε Μέγκαν, δεν σε κοροϊδεύω.»
Πόσο όμορφα ακούγεται το όνομά μου από το στόμα μου;
Μα τι λέω; Τελικά καλά έκανε και με τσίμπησε!
«Επομένως τι μου λες, ότι σε όλη μου τη ζωή κάνω λάθος την... ημερομηνία;»
«Όχι κορίτσι μου, σου λέω απλώς πως εγώ τουλάχιστον, βρίσκομαι στο 2047!»
Και το "κορίτσι μου", ωραία ακούγεται!
«Πρώτον δεν είμαι το κορίτσι σου και δεύτερον τι εννοείς "εσύ τουλάχιστον";»
«Δεν ξέρω Μέγκαν. Απλώς αν λες την αλήθεια κάτι πηγαίνει στραβά, δεν το καταλαβαίνεις;»
Αν λες εσύ την αλήθεια Άλεξ, όχι εγώ.
«Φυσικά και λέω την αλήθεια!»
«Επομένως πρέπει να βρούμε το λάθος!»
Αισθάνομαι σαν να πρωταγωνιστώ σε ταινία φαντασίας, δεν μπορεί όλα αυτά να συμβαίνουν στ' αλήθεια!
«Το μόνο λάθος που υπάρχει, είναι που το κινητό μου δεν έχει σήμα για να πάρω τηλέφωνο τον αδερφό, τον άντρα μου, τις φίλες μου και όποιον άλλο ξέρω για να σου αποδείξω πως κάνεις λάθος, πως είσαι τρελός!»
«Εγώ; Εσύ φοβάσαι πως θα βρέξεις το δάχτυλό σου αν ακουμπήσεις την οθόνη του κινητού μου!»
Γρρρ! Έχει δίκιο, αλλά δεν έχω δει ξανά κάτι τέτοιο στη ζωή μου!
«Ωραία εγώ έχω δίκιο, εσύ έχεις δίκιο, αλλά δεν ξέρουμε τι συμβαίνει!»
«Πότε σταμάτησες να έχεις σήμα ;»
Τι σχέση έχει τώρα αυτό ;
«Δεν ξέρω, θυμάμαι πως ούτε εχτές τη νύχτα δεν είχα.»
«Πριν ή μετά ;»
«Το φιλί μας ;»
Χαμογελάει και ξέρω πως κατάλαβε, πως το μυαλό μου τριγυρίζει συνεχώς γύρω από αυτό.
«Όχι, αναφέρομαι στη συνάντησή μας, αλλά... όπως θέλεις!»
«Μετά. Για πριν δεν ξέρω, δεν το κοίταξα.»
Αρχίζει να κινείται μέσα στο σπίτι και καταλαβαίνω πως σκέπτεται σε πυρετώδεις ρυθμούς.
Ο Έρικ κουνάει μηχανικά το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, ακολουθώντας τις κινήσεις του αφεντικού του και προσπαθώ να συνειδητοποιήσω αυτό που βλέπω.
«Κάλεσε ξανά τον αδερφό σου!»
Κάνω αυτό που μου λέει.
Προσπαθώ να του τηλεφωνήσω, αλλά για μία ακόμη φορά, δεν έχω σήμα.
«Είναι χαλασμένο! Δεν είναι δυνατόν να μην έχει βρει σήμα, πέρασε πολύ ώρα.», λέω γεμάτη εκνευρισμό!
«Δεν είναι χαλασμένο Μέγκαν, αν είχε πρόβλημα το κινητό, θα μπορούσες να τον καλέσεις από το δικό μου. Δεν μπορείς όμως... »
Αρπάζω το κινητό του Άλεξ και κάνω μία προσπάθεια ακόμη να καλέσω τον Μπιλ.
Μου φαίνεται κάπως παράδοξο, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή.
Ο ευγενικός τηλεφωνητής εμφανίζεται ξανά, λέγοντας μου το ίδιο, παρανοϊκό πράγμα.
Μα δεν είναι δυνατόν να μην ανήκει ούτε αυτός ο αριθμός σε συνδρομητή!
Ανήκει και παρά ανήκει!
Αντιστοιχεί σε ένα συνδρομητή που τον ξέρω πολύ καλά, που μου καταστρέφει τη ζωή καθημερινά, είτε βρίσκομαι στο 2017, είτε στο 2047!
Πως ένα ανόητο μηχάνημα μπορεί να ισχυριστεί κάτι τέτοιο;
Ξαφνικά τα λόγια της περίεργης γυναίκας στην καφετέρια, έρχονται στο μυαλό μου.
"Δεν ανήκεις εδώ!"
Θα τρελαθώ!
Η αγωνία, τα νεύρα, το άγχος μου έχουν συσσωρευτεί και νομίζω πως θα εκραγώ.
Το πόδι μου κλοτσάει το τραπεζάκι, προτού προλάβω να το σταματήσω κι ένα βάζο γεμάτο με νερό πέφτει στο πάτωμα.
Ο... Έρικ, χωρίς καμία διαταγή, φέρνει μία σφουγγαρίστρα και μαζεύει τα νερά από το πάτωμα.
Τελικά δεν θα ήταν και τόσο άσχημα, αν βρισκόμουν πράγματι στο 2047!
Βάζω τα χέρια μου στο πρόσωπο μου και κλαίω γοερά.
Άραγε να φταίει η απαίσια συμπεριφορά του Μπιλ, ο τόσο ερωτεύσιμος, αλλά απαγορευμένος Άλεξ, η τρελή "μηχανή του χρόνου" που φαίνεται πως χρησιμοποίησε κάποιος από τους δυο μας... Δεν ξέρω!
Ο Έρικ κάθεται δίπλα μου στον καναπέ και μου χαϊδεύει τα μαλλιά, ενώ εγώ τον κοιτάζω, γουρλώνοντας τα μάτια μου!
«Το βάζο ήταν του αφεντικού, αλλά κλαίει το κορίτσι. Τι να πει κανείς; Άνθρωποι!»
Μουρμουρίζει ο Έρικ, ενώ δείχνει να μην απευθύνεται σε κανένα.
Έλα κορίτσι μου, πάμε να βρούμε τη λύση, μη στεναχωριέσαι, μου λέει ο Άλεξ, πιάνοντάς με από το χέρι και τραβώντας με προς την έξοδο. Τον ακολουθώ πειθήνια, αν και δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξη για την έκβαση της υπόθεσης.
Συνεχίζει να με κρατάει από το χέρι, ενώ προχωράμε γρήγορα πάνω στο λοφάκι, δίπλα στο σπίτι του.
«Τώρα δεν φοβάσαι μήπως σε πιάσουν, όπως εχτές;»
Του λέω, με έναν ελαφρύ τόνο ειρωνείας.
«Γιατί ρωτάς; Ελπίζεις πως θα ξεφύγουμε ξανά με τον ίδιο... τρόπο; »
Αναφέρεται στο χτεσινό μας φιλί και με αποστομώνει.
«Όχι βέβαια! Αυτό δεν πρόκειται να επαναληφθεί! »
«Επειδή είσαι παντρεμένη ή επειδή δεν σου άρεσε; »
Ξεροκαταπίνω. Τι να του πω;
Πως νιώθω απαίσια που μου άρεσε τόσο, η πως νιώθω υπέροχα για τον ίδιο ακριβώς λόγο;
«Θα σου πω, μόνο αν μου πεις κι εσύ το λόγο που σε κυνηγούσανε.»
«Κατάλαβα. Σε τρέλανε!»
Δεν απαντάω τίποτα σχετικό με αυτό.
«Κι εμένα!», συνεχίζει...
Αλλάζω θέμα, η καρδιά μου έχει αρχίσει να χτυπάει επικίνδυνα γρήγορα.
«Δεν φοβάσαι πως μπορεί να σε πιάσουν τώρα;»
«Να ΜΑΣ πιάσουν, θέλεις να πεις.»
Κι εμένα γιατί;
«Εγώ δεν έχω καμία σχέση με τις βρομοδουλειές σου, με με μπλέκεις!»
«Δεν έχεις στο 2017, γιατί στο 2047... μη σου πω καλύτερα!»
Με κοροϊδεύει ξανά, αλλά δεν θα του περάσει, δεν πρόκειται να ξεφύγει.
«Δεν φοβάσαι μήπως σε πιάσουν;», επαναλαμβάνω κι επιμένω να μάθω!
«Όχι όμορφη, δεν νύχτωσε ακόμη...», λέει και για πρώτη φορά αναγνωρίζω μία αδιόρατη θλίψη στα μάτια του.
«Τι σημασία έχει αυτό; Λυκάνθρωπος είσαι και σε κυνηγούν μόνο τη νύχτα;»
«Όχι, αλλά... δεν μπορώ να σου πω πως έπεσες και τελείως έξω!»
Δηλαδή;
«Καλά, έλα να μάθουμε τώρα τη χρονολογία στην οποία βρισκόμαστε και τα δικά μου τα μαθαίνεις αργότερα...»
Συνεχίζουμε τη διαδρομή μας, ενώ δεν έχει αφήσει το χέρι μου, ούτε για μία στιγμή.
Πόσο απαλό είναι το άγγιγμά του; πόσο πιο γλυκό από το άγγιγμα του Μπιλ!
Κλείνει την παλάμη μου στη δίκη του και μοιάζει σαν να κρύβει στο χέρι του, ένα πουλάκι.
Δεν θα ήθελα να φύγω ποτέ από αυτό του κλουβί, αλλά πρέπει!
Ανήκω σε ένα άλλο!
Σε όλη μας τη διαδρομή προσέχω γύρω μου τα πράγματα. Δεν μου είχε δοθεί η ευκαιρία να το κάνω πριν, έπρεπε να τρέξω για να τον προλάβω.
Τα σπίτια γύρω μας, μοιάζουν εξωτερικά με το δικό του, όπως και τα αυτοκίνητα. Γυάλινοι τοίχοι, που πράγματι όπως είπε είναι αδιαφανείς, δεν μπορώ να διακρίνω τίποτε μέσα από αυτούς. Τα αμάξια είναι και αυτά περίεργα, χωρίς παράθυρα που συνεχίζω να απορώ, για τον τρόπο, με τον οποίο τα χρησιμοποιούν.
Φτάνουμε στο γνωστό πια, σημείο με τους θάμνους και σταματάει.
«Λοιπόν, εδώ συναντηθήκαμε για πρώτη φορά.»
«Ναι και με έριξες κάτω! Το θυμάμαι!», του απαντάω παριστάνοντας τη θυμωμένη.
«Και μετά σε φίλησα κι εγώ το θυμάμαι!»
Χαμογελάει και θέλω να πέσω κάτω από μόνη μου, για να βρει την ευκαιρία να με φιλήσει ξανά.
«Που θέλουμε να καταλήξουμε με αυτό;»
«Δοκίμασε να τηλεφωνήσεις ξανά στον αδερφό σου. »
Δοκιμάζω, αλλά μάταια!
«Τίποτα Άλεξ, τίποτα », του λέω αγανακτισμένη!
«Τίποτα Άλεξ, ε; Θα μπλέξουμε...», μουρμουρίζει, τραβώντας λίγο περισσότερο το τελευταίο φωνήεν της λέξης, ενώ ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη του.
Μου φάνηκε πως του άρεσε που τον αποκάλεσα με το όνομά του!
«Περισσότερο από αυτό;»
«Ναι κορίτσι μου, αυτό φοβάμαι. Το περισσότερο... »
Καταλαβαίνω πολύ καλά τι εννοεί, μιας κι αισθάνομαι τον ίδιο ακριβώς φόβο!
«Το δικό μου κινητό έχει σήμα!»
Επιστρέφουμε σε ασφαλέστερα μονοπάτια...
«Πάμε στο σπίτι σου!»
Γουρλώνω για μία στιγμή τα μάτια ενώ το πονηρό χαμόγελό του δε λέει να εξαφανιστεί...
«Για να διαπιστώσουμε αν έχει σήμα κορίτσι μου, απλώς αν έχει σήμα!»
Προχωράω μπροστά, δείχνοντάς του το δρόμο και φτάνουμε στην πίσω είσοδο του σπιτιού μου.
Κοιτάζω την οθόνη του κινητού μου, αλλά φαίνεται νεκρό.
Ξεκλειδώνει την πόρτα και μπαίνουμε στο σπίτι.
Δεν χρειάζεται κανένας έλεγχος. Δέχομαι αμέτρητα μηνύματα και καταλαβαίνω πως το σήμα επέστρεψε.
Κοιτάζω τον Αλεξ στα μάτια και στη συνέχεια βγάζει το δικό του κινητό από την τσέπη του.
«Είναι νεκρό», λέει αμέσως και με κοιτάζει χωρίς ίχνος αστεϊσμού στο βλέμμα του.
«Δεν μπορεί», μουρμουρίζει.
Βγαίνει από το σπίτι μου, ελέγχοντας συσκευή του, για ακόμη μία φορά.
«Δουλεύει», μου ανακοινώνει με έκπληξη.
Στο μυαλό μου έρχονται τα λεγόμενα της πρώην ιδιοκτήτριας. Η αλήθεια είναι, πως μας είχε επισημάνει έντονα, πως δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε την έξοδο της κουζίνας, αλλά πάλι, δεν περίμενα κάτι... τέτοιο.
Πως είναι δυνατόν το ίδιο μου το σπίτι να αποτελεί μία... μηχανή του χρόνου!
Τον ακολουθώ, βγαίνοντας κι εγώ έξω από το σπίτι, δοκιμάζοντας να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό μου, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο... δεν λειτουργεί.
Τον κοιτάζω τρομαγμένη, ενώ στα χείλη του σχηματίζεται ένα πλατύ χαμόγελο.
«Καταλαβαίνεις τι γίνεται;», τον ρωτάω, αλλά αν κρίνω από το ύφος του, νομίζω πως δεν καταλαβαίνει.
«Φυσικά!», μου απαντάει γεμάτος από ενθουσιασμό.
«Δεν νομίζω Άλεξ, τα πράγματα είναι τραγικά κι εσύ...»
«Ποιο είναι το τραγικό, κορίτσι μου, δεν αντιλαμβάνεσαι τις δυνατότητες; »
Δεν αντιλαμβάνομαι καμία δυνατότητα, γιατί δεν υπάρχει καμία δυνατότητα!
«Με φοβίζει αυτό που συμβαίνει, για ποιες δυνατότητες μιλάς;»
«Μωρό μου εγώ είμαι εδώ, γιατί φοβάσαι; »
Μου λέει πιάνοντας μου τα χέρια.
«Άλεξ σε παρακαλώ... »
Τραβάω τα χέρια μου και με ένα μου βήμα, μεγαλώνω την απόσταση μεταξύ μας.
Συνεχίζω να φοβάμαι, αλλά όχι την τρελή πόρτα που κατά έναν ακόμη πιο τρελό τρόπο με οδηγεί στο μέλλον.
Φοβάμαι τα αισθήματα μου για αυτόν τον άντρα, που μεγαλώνουν με γεωμετρική πρόοδο κάθε λεπτό που περνάει. Φοβάμαι πως αυτή η γνωριμία θα διαλύσει το γάμο μου συθέμελα, φοβάμαι ακόμη και για την ασφάλεια που νιώθω κοντά του, ακόμη και τώρα που είμαι αντιμέτωπη με μία τέτοια κατάσταση.
«Άσε τα "σε παρακαλώ" Μέγκαν, μία φιλική αγκαλιά είναι μόνο. Ξέρω πόσο σοκαριστικό είναι όλο αυτό που συμβαίνει και καλώς η κακώς, ο μόνος με τον οποίο το μοιράζεσαι αυτή τη στιγμή είμαι εγώ.»
Κλείνει την πόρτα της κουζίνας πίσω μας, κρατώντας το μέλλον έξω από το σπίτι μου και με βάζει στην αγκαλιά του. Για μία στιγμή πίστεψα πως οι προθέσεις του, ίσως να μην είναι και τόσο αθώες, αλλά τώρα θα ορκιζόμουνα πως έκανα λάθος. Επιτρέπω στον εαυτό μου να χαλαρώσει στα χέρια του για λίγες στιγμές, πείθοντας τον πως είναι απλά ένας γνωστός μου.
Διαβάζω την αγκαλιά του σαν ανοιχτό βιβλίο, σαν να μπορούν τα αισθήματά του να αποτυπωθούν σε γραμμές, σε κάποιο αόρατο χαρτί, εδώ μπροστά μου. Νιώθω σαν να βρίσκομαι σε μία γνώριμη αγκαλιά, σε πάτρια εδάφη, σε χέρια αγαπημένα που ξέρουν πως να με καθησυχάσουν, πώς να διώξουν τους φόβους και τις αμφιβολίες μου.
Το μυαλό μου, μου επιβάλει πως πρέπει να αισθάνομαι τύψεις για αυτήν την αγκαλιά, όμως διαφωνώ! Αν για κάτι πρέπει να αισθάνομαι ένοχη, αυτό είναι που νιώθω πιο οικεία σε μια ξένη αγκαλιά, από ότι σε αυτήν του άντρα μου.
Ακουμπάω το κεφάλι μου στο στήθος του και κλείνω τα μάτια.
"Μόνο για μία στιγμή, μόνο για μία στιγμή," επαναλαμβάνω ξανά και ξανά στον εαυτό μου.
Το στέρνο του που ανεβοκατεβαίνει τακτικά, υποδεικνύει πως η αναπνοή του είναι κοφτή.
Είναι ταραγμένος!
Κι εγώ το ίδιο!
Ξέρω ακριβώς τι αισθάνεται, γιατι νιώθω το ίδιο.
Πως έγινε αυτό, πότε;
"Έτσι ξαφνικά!", μου απαντάει ο εαυτός μου και κατά έναν παράδοξο τρόπο, αυτό με κάνει ευτυχισμένη.
Είναι τόσο περίεργο αυτό που συμβαίνει, δεν έχω αισθανθεί έτσι το παρελθόν, νιώθω  πως σε όλη μου τη ζωή το περίμενα.
Τι κρίμα που άργησε τόσο πολύ να έρθει!
Με φιλάει στο κεφάλι και το χέρι του χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Ξαφνικά με αφήνει, απομακρύνεται απότομα και εγώ μένω στη θέση μου, να αναρωτιέμαι τι ακριβώς συνέβη.
«Τι έγινε, τι έπαθες;»
«Δεν πρέπει να επαναληφθεί αυτό Μέγκαν, λέει δείχνοντας απογοητευμένος».
«Μα δεν... κάναμε τίποτα!»
Τα κλειδιά στην εξώπορτα γυρίζουν και κοιτάζω τον Άλεξ με γουρλωμένα μάτια.
Ήρθε ο Μπιλ!

Συνάντησέ με στον παράδεισοWhere stories live. Discover now