Ποιός ήταν έξω από το παράθυρο;

Magsimula sa umpisa
                                    

Και σε αυτό το δίλημμα μπροστά βρέθηκε και εκείνη... Καρδιά ή μυαλό; Λογική ή το "θέλω";

Κι όμως ίσως να μην είχε πλέον την δυνατότητα επιλογής. Έχει ήδη μπλεχτεί σε ένα τεράστιο κουβάρι, του οποίου η άκρη είναι καλά κρυμμένη. Αφέθηκε λοιπόν. Αποφάσισε. Το "αλλά" υποχώρησε, αφήνοντάς την πλέον αποφασισμένη.

Αυτή είναι. Μπορεί η ζωή της να μην γινόταν βιβλίο ή οτιδήποτε άλλο, αλλά ήξερε πως ήταν ξεχωριστή. Και αυτό της ήταν αρκετό.

Το φυσιολογικό είναι βαρετό σκέφτηκε και χαμογέλασε ασυναίσθητα.

Μπήκαν μέσα στην τάξη και κάθισαν στα παλιά ξύλινα θρανία τους. Πάνω τους χαραγμένα διάφορα στιχάκια ή σύμβολα. Το στίγμα όποιου είχε καθίσει ποτέ σε αυτό το θρανίο. Έτσι και η Ελίζα αποφάσισε να αφήσει το σημάδι της.

Έβγαλε το κλειδί του σπιτιού της και άρχισε χαράζει ένα μήνυμα.

"Είσαι ο λόγος που πιστεύω στις νεράιδες..."

Έβγαλε τα τετράδια της και ακούμπησε το πρόσωπό της στο θρανίο και περίμενε υπομονετικά το κύριο Άνταμς.

Ο Κρίστιαν από την άλλη μεριά της αίθουσες την παρατηρούσε. Τα μαλλιά της κάλυπταν το θρανίο. Μια θάλασσα από καστανόξανθες τούφες που χρυσάφιζαν κάτω από τον φθινοπωρινό ήλιο. Κοιτούσε συγκεντρωμένη το σχέδιο που είχε μόλις χαράξει στο θρανίο της. Από επιλογή του δεν μπήκε στις σκέψεις της. Η σύνδεση ανάμεσά τους, παύει να είναι μόνο αποτέλεσμα της μαγείας τους, και το φοβόταν αυτό. Δεν ήξερε να αγαπάει όπως θα έπρεπε, όπως θα της άξιζε...

Η πόρτα ανοίγει πάλι με το ενοχλητικό τρίξιμο και η σκιά του καθηγητή της σκέπασε την τάξη.

Σηκώθηκε κατευθείαν, αλλά μόλις κοίταξε γύρω της είδε πως κανένας άλλως δεν ήταν όρθιος. Μάλιστα την είχαν καρφώσει όλοι και την κοιτούσαν σαν να μην καταλάβαιναν τι έκανε εκείνη την στιγμή. Γύρισε και κοίταξε τον κύριο Άνταμς κατευθείαν στα μαύρα μάτια του.

"Είσαι η τελευταία που περίμενα να σηκωθεί Τζόουνς και όπως βλέπω και η μόνη" σχολίασε επικριτικά κοιτώντας την υπόλοιπη τάξη.

Η Ελίζα ξεροκατάπιε και έκατσε με αργές κινήσεις πίσω στην θέση της.

Το μάθημα ξεκίνησε ήρεμα. Τόσο ήρεμα που θα άκουγες καρφίτσα να πέφτει. Η Ελίζα είχε απορροφηθεί στο μάθημα όταν είδε κάτι άσπρο να πετά γρήγορα έξω από το παράθυρο. Υπέθεσε ότι ήταν πουλί, αλλά όταν μετά από λίγο η φιγούρα ξαναεμφανίστηκε και κατάλαβε πως ήταν πολύ μεγάλη για πουλί.

Ξαφνικά, ο Όλιβερ σήκωσε το χέρι του απότομα, από το πίσω μέρος της τάξης.

"Παρακαλώ κύριε Γουντ; Έχετε κάτι να σχολιάσετε πάνω στο κείμενο;" ρώτησε και τον κοίταξε πάνω από τα αυστηρά γυαλιά μυωπίας του.

"Εμ όχι ακριβώς κύριε. Θα μπορούσα να πάω στην τουαλέτα;" ρώτησε νευρικά.

"Είναι μεγάλη ανάγκη;" ρώτησε κουρασμένα.

Ο Όλιβερ έριξε μια φευγαλέα ματιά έξω από το παράθυρο και έπειτα ξανακοίταξε τον καθηγητή του.

"Ναι ναι! Πάρα πολύ μεγάλη!" απάντησε στο ίδιο ύφος.

"Εντάξει, πήγαινε" παραδόθηκε και επέστρεψε στον πίνακά του.

Ο Όλιβερ σηκώθηκε και βγήκε από την τάξη τρέχοντας. Όλο το σκηνικό φάνηκε πολύ ύποπτο στην Ελίζα.

Γιατί να ζητήσει να φύγει με το που πέρασε η μεγάλη φιγούρα από το παράθυρο; Το πιο περίεργο όμως που παρατήρησε η Ελίζα, ήταν το ότι κοίταξε έξω από το παράθυρο πριν απαντήσει στον κύριο Άνταμς.

Σήκωσε και εκείνη διακριτικά το χέρι της και αφού ο Άνταμς της έδωσε την άδεια σηκώθηκε και άρχισε να προχωράει προς την πόρτα. Βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση όπου υπήρχαν οι σκάλες.

Μόλις της κατέβηκε και έφτασε στο προαύλιο, άρχισε να προχωράει σιγά-σιγά προς την μεριά που έβλεπε το παράθυρο της τάξης. Εκεί είδε μια φιγούρα να στέκεται μπροστά από μια μεγάλη άσπρη λάμψη. Αν και το φως δεν επεκτεινόταν πολύ στο χώρο η Ελίζα δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα άλλο πέρα από δύο μεγάλα άσπρα φτερά.

Το αγόρι από μπροστά πρέπει να ήταν ο Όλιβερ και η Ελίζα σιγουρεύτηκε μόλις εκείνος γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της. Εκείνη άρχισε να τρέχει πάλι μέσα στο κτήριο, ακούγοντας τον Όλιβερ πίσω της, να της φωνάζει να σταματήσει. Εκείνη αφού έφτασε στον διάδρομο της τάξης της πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναμπήκε στην αίθουσα.

"Δεν ξέρεις να χτυπάς την πόρτα;" ρώτησε ειρωνικά ο καθηγητής της, αλλά εκείνη ήταν πολύ κουρασμένη και μπερδεμένη για να του απαντήσει.

Απλά συνέχισε να προχωράει και έκατσε στο θρανίο της.

Μετά από λίγο η πόρτα χτύπησε και μπήκε μέσα ο Όλιβερ. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, και ακολούθησαν το ένα το άλλο μέχρι που ο Όλιβερ έκατσε στο θρανίο του.

Η Ελίζα απέστρεψε το βλέμμα της από πάνω του και κοίταξε τον Κρίστιαν. Εκείνος γύρισε μετά από λίγο το κεφάλι του και την κοίταξε με ένα καχύποπτο ύφος.

Εκεί έξω είδα κάτι πολύ περίεργο.

"Τι ήταν;"

Δεν ξέρω... Ήταν μεγάλο, φωτεινό και είχε δύο άσπρα φτερά.

Δεν τον ξαναάκουσε. Εκείνος απλά γύρισε μπροστά τους σκεφτικός.

Τι γινόταν εδώ;

Τι δουλειά είχε ο Όλιβερ με όλα αυτά;

Ποιός ήταν έξω από το παράθυρο;

Ο μαγικός καθρέφτης ||1|| #Φαντασία2020Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon