Κεφάλαιο 29

3.6K 339 66
                                    


Άλκης POV

Όταν φτάνουμε με τον Κώστα στην παραλία παραξενεύομαι που βλέπω και τους υπόλοιπους μαζεμένους εκεί. Η Τζένη με πλησιάζει με μια τούρτα στο χέρι σε σχήμα Ferrari αν είναι δυνατόν! Που την βρήκε αναρωτιέμαι, είναι υπέροχη και με διαφορά η καλύτερη τούρτα γενεθλίων που είχα ποτέ! Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μου ετοίμασαν πάρτι έκπληξη! Είμαι τόσο συγκινημένος που δεν καταλαβαίνω καν πότε τελειώνει το Happy Birthday. Όταν μου λέει να κάνω μια ευχή, το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι να έχω την Τζένη για πάντα στο πλευρό μου και να γιορτάζουμε μαζί κάθε στιγμή.

Αφού μου εύχονται όλοι μου δίνουν τα δώρα τους, που ταιριάζουν απόλυτα με τα γούστα μου και μου δείχνει πόσο καλά με ξέρουν. Τελευταία μου δίνει η Τζένη το δικό της και την βλέπω λίγο αγχωμένη. Το ανοίγω και βλέπω ένα φανταστικό ρολόι.

«Μωρό μου, είναι υπέροχο! Θα το φοράω συνέχεια και θα σε σκέφτομαι.» της λέω και την φιλάω.

«Σίγουρα σ' αρέσει; Αν θέλεις έχει και κάρτα αλλαγής.»

«Πας καλά; Το λάτρεψα! Δεν υπάρχει περίπτωση να το επιστρέψω. Μην αγχώνεσαι άδικα.»

Το φοράω αμέσως και την αγκαλιάζω τόσο δυνατά που αμφιβάλλω αν μπορεί να αναπνεύσει, αλλά δεν παραπονιέται, αντίθετα αποζητά αυτήν την επαφή τόσο πολύ όσο κι εγώ. Μόνο να ήξερε πόσο χαρούμενο με έκανε μ ' αυτή της την έκπληξη!

Μετά πέφτουμε όλοι με τα μούτρα στην τούρτα και καθόμαστε γύρω από τη φωτιά να πιούμε το κρασί μας. Έχουν φέρει και ένα ραδιόφωνο οπότε έχουμε και τη μουσική μας. Κάνουμε πλάκα, χορεύουμε σαν χαζά και λέμε ιστορίες μέχρι το πρωί. Όταν έχουμε πιει αρκετά και είμαστε αρκετά ζαλισμένοι, αρχίζουμε τις βλακείες και καταλήγουμε στην θάλασσα να κάνουμε σαν μικρά παιδιά, με τον ένα να καταβρέχει τον άλλο. Ευτυχώς αυτή την φορά το νερό δεν ήταν τόσο κρύο και τα κορίτσια είχαν προνοήσει για πετσέτες, οπότε με το που βγαίνουμε κουκουλωνόμαστε και πάμε ξανά γύρω από τη φωτιά.

Το διαλύουμε μόνο αφού έχει βγει ο ήλιος. Πραγματικά, τι πιο ωραίο να βλέπεις τον ήλιο να ανατέλλει, το ξεκίνημα μιας νέας μέρας, μιας νέας σελίδας στο βιβλίο της ζωή μας. Και όταν μοιράζεσαι αυτό το θέαμα με τους ανθρώπους που αγαπάς, παίρνει άλλη αξία. Αυτή τη στιγμή νιώθω ευλογημένος και θέλω να κρατήσει αυτή η ευτυχία για πάντα.

Γυρίζουμε σπίτι και από την υπερένταση και από όσα έχω στο κεφάλι μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ, και παρότι είμαι ξαπλωμένος γυρίζω σαν τη σβούρα.

«Τι έχεις; Ακόμα δεν κουράστηκες;» με ρωτάει η Τζένη που προφανώς δεν την αφήνω ούτε εκείνη να ξεκουραστεί.

«Ήταν όλα τόσα πολλά, που το μυαλό μου ακόμα τα επεξεργάζεται.» της απαντάω ειλικρινά.

«Θα βοηθούσε αν μου μιλούσες;» με ρωτάει δειλά.

«Είχα πάρα πολύ καιρό να νιώσω ότι μ' αγαπούν, και όλο αυτό το σημερινό ήταν υπεράνω κάθε προσδοκίας. Το ξέρεις ότι έχω να γιορτάσω τα γενέθλια μου από τα 16 μου χρόνια; Μετά το θάνατο των γονιών μου δεν είχα κανέναν να νοιαστεί για μένα.»

«Και ο αδερφός σου, κάποιος άλλος συγγενής; Δεν έχεις θείους;»

«Οι συγγενείς μου ήταν στο χωριό. Στην Αθήνα είχα μόνο τον αδερφό μου που τότε ήταν 26 χρονών και ανέλαβε εκείνος την κηδεμονία μου. Αλλά είχε ήδη αρχίσει να δημιουργεί τη ζωή του, να κτίζει την καριέρα του κι εγώ του ήμουν πιο πολύ σαν βάρος. Τις περισσότερες ώρες δεν τον έβλεπα καν γιατί είχε ρίξει όλο το βάρος του στη δουλειά του και στην ουσία μεγάλωνα μόνος μου, χωρίς μεγάλη επιτυχία.»

«Τι εννοείς;»

«Φαντάσου να είσαι στην εφηβεία και ξαφνικά να χάνεις από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και τους δυο σου γονείς. Χάνεις όλες σου τις σταθερές από την μια στιγμή στην άλλη. Κανείς δεν σε έχει προετοιμάσει για αυτό που έρχεται. Στην αρχή κλείστηκα στον εαυτό μου, δεν ήθελα να δω άνθρωπο μπροστά μου. Σιχτίριζα την τύχη μου και τον Θεό που μου στέρησε τους ανθρώπους που αγαπούσα πιο πολύ από τη μια στιγμή στην άλλη, χωρίς να έχω προλάβει να τους πω ένα ρημαδιασμένο σ' αγαπώ. Ξέρεις ποιες ήταν οι τελευταίες μου κουβέντες; Λίγο πριν φύγουν για να πάνε σε μια γιορτή που ήταν καλεσμένοι, τους είχα ζητήσει να βγω με τους φίλους μου σε ένα κλάμπ και μου το είχαν απαγορέψει γιατί θεωρούσαν ότι είμαι ακόμα μικρός για τέτοιου είδους εξόδους και το μόνο που πρέπει να με αφορά είναι τα μαθήματα και όχι πως να ξεπορτίζω. Εγώ μόλις το άκουσα αυτό άρχισα να τους φωνάζω, να τους λέω παράλογους και ότι δεν μπορούν να με καταλάβουν και κοιτάνε μόνο τους εαυτούς τους και πως να περνάνε εκείνοι καλά. Και λίγο πριν κλείσει η πόρτα και χαθούν οριστικά από το οπτικό μου πεδίο τους είπα ότι τους μισώ. Το διανοείσαι; Αυτή ήταν η τελευταία λέξη που άκουσαν από το στόμα μου!» παραδέχομαι και με πιάνουν τα κλάματα που τόσην ώρα προσπαθούσα να συγκρατήσω με τόση δυσκολία.


Πραγματικά τι να πω μετά από αυτήν την εξομολόγηση; Θα έχουμε και συνέχεια στο επόμενο, αλλά επειδή ήταν ήδη αργά είπα να σας βάλω αυτό για να μην σας αφήσω χωρίς κεφάλαιο.

Περιμένω τα σχόλια σας και το αστεράκι σας.

Μεγάλες ΑγάπεςWhere stories live. Discover now