Κεφάλαιο 16ο

380 24 40
                                    

Τώρα.
Ορφέας,22 ετών.

Εντάξει είναι δυνατή το ξέρω,αλλά όχι και έτσι.

<<Εύα,με πνιγεις.Και κατσε επιτέλους λίγο ήσυχη για να μπορώ να σε κουβαλήσω,>>της έλεγα καθως είχε κρεμαστεί από πάνω μου .Για να την πάω  στο σπίτι.

<<Ορφεάκι,γουτσου ,γουτσου,>>μου ζούλαγε το το μάγουλο.<<Γλυκός σαν ζελαδακι.Αν θες να φας ένα γλυκάκι φάε ένα Ορφεάκι>>.

<<Εύα,μα το θεό ,μη μου τσιμπας τα μάγουλα.Θα μου τα βγάλεις,>>παραπονέθηκα.

Με το ένα χέρι γύρω από το λαιμό μου την κρατούσα και κάναμε βήματα για να πάμε προς την είσοδο της πολυκατοικίας

Είναι τύφλα.
Πολύ περισσότερο από τυφλα.

<<Όλιβ,θα βοηθούσε αν έβαζες ένα χεράκι,>>της φώναξα καθώς μας ακολουθούσε από πίσω.

<<Μπα ,είναι δικό σου πρόβλημα.Εσύ της έδωσες το τελευταίο μπουκάλι,>>δυσανασχέτησα και εκείνη μπήκε μπροστά μου για να μας ανοίξει την πόρτα της εισόδου.

<<Ω, έλα Όλιβ λίγο συναδελφική αλληλεγγύη δε θα έβλαπτε>>.

Είναι πέντε το πρωί.

<<Μπουκάλι, έχεις ποτό μαζί σου δωστο  μου,>>φώναξε η Εύα και άρχησε να με ψαχουλεύει.

<<Ε,ώπα.Ομορφη δεν νομίζω να αντέχεις και άλλο.Και κάνε ησυχία ο κόσμος κοιμάται.>>.

<<Εγώ δεν αντέχω άλλο;>>
Έδειξε τον ευατό της καθώς φτάναμε στο ανσανσερ.
Η Όλιβ πάτησε το κουμπί.

<<Ναι ,εσύ.Εισαι μεθυσμενη τέρμα>>

<<Εγώ μεθυσμένη;>>γέλασε.
<<Με τι...πο...τα>>

Με άφησε και πήγε ένα βήμα μπροστά.

<<Κοίτα με, είμαι νηφαλιααααα....>>παραπάτησε και έπεσε πάνω στην Όλιβ.

Εκείνη με κοίταξε.

<<Όλιβ,γλυκιά Όλιβ,>>της ζουληξε τα μαγουλα.

Η Όλιβ μου έκανε νόημα να την βοηθήσω.

<<Α τώρα χρειάζεσαι βοήθεια εσύ.Ειδες πως είναι;>>της είπα.
<<Καλά.Μονο και μόνο επειδή είμαι καλός και χαριτωμένος θα το κάνω>>.

Τι στο πούτσο λέω.
Κομμάτια είμαι και εγώ.

Την πιάσαμε εγώ από την μία και εκείνη από την αλλη καθώς άνοιξε η πόρτα του ανασνέρ.

<<Απορώ πως δεν είσαι και εσύ έτσι εντελώς χάλια και απλά έχεις κάνει κεφάλι,>>μου είπε καθώς μπέναμε μέσα.

Άνεμος και σκόνηWhere stories live. Discover now