↬Αναγνωρίζω

821 68 8
                                    

Chapter 15

Skylar

«Έχουμε μια ειδική περίπτωση μαθήτριας.»

Είπε η Hailey ξεφυσώντας.

«Δέχεται καθημερινά σωματική και λεκτική βία από τα υπόλοιπα παιδιά. Επικοινώνησα με τον διευθυντή και δέχτηκε να την αναλάβεις εσύ, μιας και ήσουν τόσα χρόνια σε εκείνο το σχολείο. Οι εμπειρίες σου θα την βοηθήσουν να νιώσει πως δεν είναι μόνη. Πως σου φαίνεται;»

Χαμογέλασα πλατιά και αισθάνθηκα χρήσιμη πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό.

«Έφυγα.»

Αποχώρησα από το γραφείο της με τα απαραίτητα έγγραφα στον χαρτοφύλακα μου. Στο αυτοκίνητο είχα ελάχιστο χρόνο να μελετήσω το αρχείο της. Η κοπέλα είναι ορφανή και μένει με την γιαγιά της, αυτό είναι το μόνο που γνωρίζω.

Ο δρόμος για το πρώην σχολείο μου δεν ήταν μακρύς, αλλά βασανιστικός. Η διάσχιση αυτών των δρόμων ξυπνούν αναμνήσεις μέσα μου, με κύριο πρωταγωνιστή το πρόσωπο που παλεύω να αφανίσω από τις σκέψεις μου.

Πάρκαρα το όχημα μου έξω από το σχολείο και ίσιωσα το πουκάμισο μου. Κάλυψα τα σημάδια του προσώπου μου με τα καλλυντικά μου και αφού σιγουρεύτηκα οτι τα μαλλιά μου δεν είχαν χαλάσει από τους ισχυρούς ανέμους, κινήθηκα προς το γραφείο του διευθυντή.

Το συναίσθημα που ένιωθα κάθε φορά που διάσχιζα την βαριά καγκελόπορτα αφυπνίστηκε. Κοιμόταν βαριά χρόνια μέσα μου. Μια κίνηση αρκούσε για να ενεργοποιηθεί ξανά ο φόβος, το άγχος. Τα παιδιά που φώναζαν και γελούσαν πρόσθεταν ευφορία στο μουντό κλίμα που επικρατούσε όταν ήμουν μαθήτρια εδώ.

«Skylar!»

Η χαρακτηριστική φωνή της κυρίας Smith κατεύνασε την αγωνία που ένιωθα.

«Τι κάνεις; Πως είσαι; Πως είναι η Riley; Να της πεις οτι μας λείπει πολύ.»

Η Riley σταμάτησε να εργάζεται ως νοσοκόμα αυτού του σχολείου τρία χρόνια πριν, δηλαδή όταν γνώρισε τον νέο της σύντροφο—της προσέφερε άμεσα δουλειά στο τοπικό νοσοκομείο, όντας διοικητής του.

Δεν άργησε να με οδηγήσει στην βιβλιοθήκη του σχολείου, όπου θα συναντούσα την μικρή Sarah.

«Ίσως αργήσει να έρθει, γιατί γράφουν διαγώνισμα. Δεν σε πειράζει να περιμένεις φαντάζομαι.»

Έγνεψα αρνητικά και με άφησε μόνη μου. Βρήκα την ευκαιρία που έψαχνα να περιπλανηθώ στον χώρο.

«Ψιτ!»

Στριφογυρίζοντας τα μάτια μου, γύρισα προς τα δεξιά, διότι από εκεί προερχόταν ο ήχος. Πάγωσα στην θέση μου όταν αντίκρισα έναν αγχωμένο Ace Smoker.

«Βοήθεια.»

Χαμογέλασα, ψηλαφίζοντας το θρανίο που καθόμουν την ημέρα που ο Ace αποπειράθηκε να αντιγράψει το γραπτό μου. Πέρασαν εφτά ολόκληρα χρόνια από τότε. Έκλεισα στιγμιαία τα μάτια μου και ένιωσα πως ο χρόνος γύρισε πίσω σε εκείνες τις μέρες που τα αμέτρητα προβλήματα που με έπνιγαν φάνταζαν άλυτα. Τώρα αποτελούν ένα πικρό παρελθόν. Ο θάνατος του θείου μου φρόντισε να με σώσει. Ήταν άραγε σωτηρία;

Η αναμονή ήταν εξαντλητική και αποφάσισα να εγκαταλείψω αυτόν τον χώρο και να κινηθώ προς την παλιά βιβλιοθήκη—γνωστή ως και την απόδραση μου από τις μαρτυρικές σχολικές ώρες.

Άνοιξα την πόρτα σχεδόν αθόρυβα, για να μην αντιληφθεί κανένας την παρουσία μου. Η μυρωδιά της σκόνης οδήγησε σε ένα ασταμάτητο και ενοχλητικό φτέρνισμα. Πόσο καιρό έχει να μπει κάποιος εδώ μέσα;

Παρατηρούσα έναν έναν τους διαδρόμους, φοβούμενη μην ξετρυπώσει κανένα ποντίκι.

Σταμάτησα απότομα όταν άκουσα έναν ήχο, ένα κλάμα. Κάποιος ήταν εδώ και μάλλον δεν με είχε καταλάβει. Προσπάθησα να ακολουθήσω τον ήχο και κοκκάλωσα στην θέση μου όταν αντίκρισα ένα πολύ γνώριμο ζευγάρι πράσινων ματιών.

«Τ-τι κάνετε εδώ;»

Ρώτησε με τρεμάμενη φωνή και ένιωσα το σώμα μου να παραλύει.

«Συγγνώμη δεν ήθελα να σε ενοχλήσω.»

Σκούπισε τα δάκρυα της και σηκώθηκε διστακτικά από το βρόμικο πάτωμα.

«Θέλεις να πάμε έξω; Δεν είναι το καλύτερο μέρος να κάθεται κανείς εδώ.»

Χαμογέλασε, καθαρίζοντας το λερωμένο παντελόνι της. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε έναν περιποιημένο κότσο και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της πρόδιδαν οτι ήταν εκείνη. Δεν θα μπορούσε να μην ήταν εκείνη.

«Πως σε λένε;»

Ρώτησα διστακτικά.

«Melissa. Είστε καινούργια καθηγήτρια;»

Ρώτησε και προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.

«Όχι ακριβώς. Θα εργάζομαι προσωρινά ως ψυχολόγος στο σχολείο σου.»

Το βλέμμα της σκοτείνιασε.

«Πρέπει να φύγω.»

Είπε προσπερνώντας με.

«Περίμενε!»

Με κοίταξε απορημένη. Δεν ήξερα καν γιατί της ζήτησα να περιμένει. Ίσως γιατί ήθελα απελπισμένα να χωθεί στην αγκαλιά μου όπως συνήθιζε κάποτε.

«Αν θέλεις να μιλήσεις σε κάποιον, θα βρίσκομαι στην νέα βιβλιοθήκη κάθε μέρα τις τέσσερις πρώτες ώρες.»

Έγνεψε καταφατικά και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Σοκαρισμένη, κάθισα στη θέση που βρισκόταν εκείνη προηγουμένως.

Μόνο ένα πράγμα τριγυρνούσε στο μυαλό μου. Δεν με αναγνώρισε..

Φλογερές ΨυχέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα