🏅 48ο Κεφάλαιο

338 27 16
                                    

Το ξυπνητήρι άρχισε να χτυπάει στις 5:20.

Άνοιξε πρώτη τα μάτια της η Άσλευ και ένιωσε ένα χέρι πάνω της.

Γύρισε πλάγια και είδε τον Άρον να κοιμάται δίπλα της.

Αχ θεέ μου, τι λες να σκέφτηκε ο Άρον όταν είδε ότι είχα έρθει στο κρεβάτι του?...

Άπλωσε το χέρι της και έκλεισε το ξυπνητήρι.

"Άρον..." μίλησε σιγανά κοιτώντας τον από απόσταση αναπνοής.

"Άρον, ξύπνα. Πρέπει να φύγουμε" τον σκούντηξε στο στήθος κάτω από το πάπλωμα.

Εκείνος έμεινε με κλειστά μάτια.

Ξεφύσηξε και μπήκε κάτω από το πάπλωμα για να του τραβήξει το πόδι.

"Μμ!" έκανε απότομα εκείνος και άνοιξε τα μάτια του.

Όταν κατάλαβε ότι η Άσλευ ήταν σχεδόν πάνω του κάτω από το πάπλωμα, έπαθε εγκεφαλικό.

"Τι-τι κάνεις??" τραντάχτηκε, όσο εκείνη έψαχνε να βρει την αρχή του παπλώματος για να ξεσκεπαστεί.

"Τι κάνεις ρε??" ξαναρώτησε και τίναξε το πάπλωμα από πάνω του, βλέποντας την Άσλευ να τον κοιτάζει όσο βρισκόταν χαμηλά στα πόδια του.

Τα μάτια του γουρλωμένα πάνω της.

"Σου τράβηξα το πόδι και ξύπνησες κατευθείαν! Απίστευτο"

"Κάτω από το πάπλωμα θα μου πεις τι κάνεις?!"

"Έχει κρύο, σιγά μην έβγαινα από τη ζεστούλα για να σε ξυπνήσω"

"Κρυώνεις?"

"Ναι!"

Με μια απότομη κίνηση, την τράβηξε πάνω του, με το κεφάλι της στο στήθος του.

Την σκέπασε ξανά με το πάπλωμα, ενώ την έκλεισε στην αγκαλιά του.

Τι-τι.... Τι κάνει?!!

"Πρέπει να... σηκωθούμε" είπε εκείνη.

"Σε λίγο"

"6:10 φεύγει το λεωφορείο, πρέπει να φύγουμε"

"Σε λίγο είπα, σταμάτα" την έσφιξε πιο πολύ και έμειναν για λίγα λεπτά έτσι.

Όταν σηκώθηκαν, ντύθηκαν, έπλυναν δόντια, έβαλαν παπούτσια, πήραν τις βαλίτσες και την κάρτα του δωματίου και έφυγαν.

Κατέβηκαν στη ρεσεψιόν και είδαν την κοπέλα.

"Καλημέρα σας"

"Καλημέρα. Ορίστε η κάρτα"

"Όλα εντάξει με το δωμάτιο?"

ΠαγιδευμένοιWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu