Τον κοίταξα χωρίς να ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα. Είχα χάσει το μέτρημα των αλλεπάλληλων ανοησιών που είχα ακούσει το τελευταίο λεπτό.

Έστρεψα την προσοχή μου στη Δέσποινα, αγνοώντας τον πλήρως.

«Για πολλοστή φορά θα σου πω πως δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη. Η παραίτησή μου ήταν το αποτέλεσμα μιας σειράς ορθολογιστικών συλλογισμών που με οδήγησαν στο να καταλάβω πως δεν υπάρχει μέλλον για μένα σ' αυτήν την εταιρεία. Απορώ πώς δεν το είχα δει τόσο καιρό. Ζούσα σε ένα ψέμα, σε μια οφθαλμαπάτη», είπα και ρούφηξα μια γερή γουλιά από την μπύρα μου. «Πρώτα ο παρτάκιας ο Νικολάου που με χρησιμοποιούσε για να του κάνω όλες τις δουλειές και να φαίνεται αυτός ο εγκέφαλος και τώρα ο άλλος ο ξερόλας, ο εξυπνάκιας, ο εγωίσταρος, ο απάλευτος, ο...ο...ο...»

Η Δέσποινα είχε πάλι εκείνο το υφάκι: λοξό χαμόγελο, πονηρή ματιά, φρύδι ελαφρώς ανασηκωμένο.

«Μη με κοιτάς έτσι», της είπα.

«Πώς!»

«Έτσι, σαν να φαντάζεσαι διάφορα», είπα κουνώντας το χέρι μου στον αέρα. «Αυτά που σκέφτεσαι είναι σενάρια επιστημονικής φαντασίας.»

«Να σου πω τι είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας;» είπε ακουμπώντας με στο μπράτσο με το παγωμένο μπουκάλι. «Το γεγονός ότι πιστεύεις ότι θα βρεις την ευτυχία σε μια... θέση, σε μια δουλειά. Νομίζεις ότι με το που θα εκπληρώσεις αυτό σου το όνειρο, θα είσαι ευτυχισμένη. Όμως, να σου πω κάτι φιλενάδα, η ευτυχία είναι ένα τσακ από το να σου κάτσει και είσαι τόσο θολωμένη από τις νεανικές σου φιλοδοξίες που δεν βλέπεις την τύφλα σου.»

Μου έκλεισε το μάτι και ήπιε αχόρταγα, σκορπώντας μικρές σταγόνες μπύρας στο σαγόνι της.

«Πραγματικά», συνέχισε σκουπίζοντας τις σταγόνες με την ανάποδη του χεριού της, «εύχομαι να σου πάνε όλα τέλεια και να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου, αλλά οφείλω σαν φίλη σου να σου πω πως τα έχεις κάνει λίγο θάλασσα.»

Ανασηκώθηκα θιγμένη στο σκαμπό μου και την κοίταξα απειλητικά.

«Αν θέλεις να συζητήσουμε για κάποιον που τα έχει κάνει θάλασσα, ας μιλήσουμε καλύτερα για εκείνη που έχει κλέψει το ταξί ενός άμοιρου μεροκαματιάρη και τον έχει εγκλωβίσει στο σπίτι ενός αγνώστου, επειδή της είπε με απλά, λαϊκά λόγια ότι τη γουστάρει και θέλει να την κάνει δικιά του."

«Χα χα χα, ας γελάσω! Τον άμοιρο μωρέ τον μεροκαματιάρη, που κάνει τις διακοπάρες του στην έπαυλη του κυρίου Τέλειου. Μη νομίζεις πως δεν άκουσα για τα ζεστά κρουασάν και τους καφέδες", είπε δείχνοντας μου τα δόντια της.

Μπελάς στο ΓραφείοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα