7. Νυχτερινές παρακλήσεις

2K 183 15
                                    

«Κορίτσια τι θα πάρετε;»

«Ένα τζιν με μπόλικο πάγο», είπε η Δέσποινα χαμογελώντας πονηρά, ενώ έπαιζε με μια τούφα από τα μαλλιά της.

«Έναν ανάμεικτο για μένα», είπα ξεψυχισμένα.

Μπάρμαν και κολλητή με κοίταξαν με το ίδιο, αλλόκοτο βλέμμα, σαν να τους είχα μόλις πει ότι είχα καταταγεί στους βατραχανθρώπους.

«Τι; Δε θέλω να πιω, έχω αύριο πρωινό ξύπνημα», δικαιολογήθηκα και τσίμπησα κάτι φιστίκια από το μπολάκι που είχε αφήσει ο προηγούμενος.

«Αυτό που κάνεις είναι τρέλα», είπε η Δέσποινα σπρώχνοντας το μπολάκι από μπροστά μου.

«Δυο φιστίκια έφαγα πώς κάνεις έτσι;», παραπονέθηκα μπουκωμένη.

«Δε λέω για τα φιστίκια, δηλαδή και αυτό είναι τρέλα, αλλά αναφέρομαι στο πρωινό ξύπνημα. Δεν είναι δυνατόν να πηγαίνεις κάθε μέρα στη δουλειά από τις 7.»

«Τι να κάνω, βλέπεις εσύ καμία καλύτερη λύση; Ο κύριος "Περίεργος" μου έχει αναθέσει ένα σωρό πρότζεκτς που πρέπει να ολοκληρωθούν μέχρι την Παρασκευή. Και συν τοις άλλοις, έρχεται και αυτός από πολύ νωρίς. Όρεξη είχα να του δίνω δικαιώματα και να με λέει πάλι ασυνεπή και καθυστερημένη».

Ο μπάρμαν, μάζεψε τα φιστίκια του προηγούμενου, τα αντικατέστησε με νέα, φρέσκα και κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.

«Εγώ αν ήμουν στη θέση σου θα του έλεγα να πάει να γαμηθεί! Δεν είναι δυνατόν να σου φέρεται έτσι. Και εμείς μια φορά είχαμε εδώ μια στο ταμείο, πολύ σκύλα, όλο διαταγές ήταν και κάνε αυτό και κάνε εκείνο. Αλλά αυτή τον κώλο της δεν τον κουνούσε να πάρει το βετέξ να καθαρίσει κάνα τραπέζι. Γέμιζε το μαγαζί, να οι ουρές μπροστά στο μπαρ, και αυτή εκεί, στο πόστο της. Μην της χαλάσει το μανικιούρ. Ώσπου μια μέρα δεν άντεξα και της τα έχωσα κι από την καλή και από την ανάποδη. Την ξεφτίλισα. Μας άκουσε όλο το μαγαζί», είπε χαχανίζοντας.

«Ναι, ναι, και μετά;», ρώτησε η Δέσποινα τραβώντας το σκαμπό της πιο κοντά στον πάγκο για να ακούσει καλύτερα. Είχε ολότελα ενθουσιαστεί από την ιστορία του.

«Και;», ρώτησε ο μπάρμαν καγχάζοντας, «θες να μάθεις τι απέγινε η σκύλα;», και γυρνώντας προς την κοπέλα που στεκόταν παραδίπλα, φώναξε: «Μωράκι, πιάσε μου λίγο πάγο από το ψυγείο!»

Η κοπέλα του χαμογέλασε πλατιά και κατευθύνθηκε πρόθυμα στην κουζίνα, ενώ ο μπάρμαν μας έκλεινε το μάτι πονηρά.

Μπελάς στο ΓραφείοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα