09] Ο γκαντέμης, ο φιλόσοφος και ο ηλικιωμένος.

216 26 17
                                    

Πέμπτη, 27 Οκτωβρίου 2019.

«Μου κάνεις γαμημένη πλάκα.» ο Alex άφωνος περνά τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του τραβώντας τα μανιακά. Πως γίνεται αυτό; πως είναι δυνατόν να κλειστήκαμε πάλι εμείς οι δύο μαζί;

Σπέυδω να πατήσω επανειλημμένες φορές το κουμπί έκτακτης ανάγκης μα όπως περίμενα δεν λειτουργεί.

«Πως στο διάολο γίνεται αυτό;» ουρλιάζει χτυπώντας με όλη του την δύναμη τον τοίχο μπροστά και κλείνω τα μάτια μου προσπαθώντας να ηρεμήσω τον εαυτό μου. Ε δεν ήταν και απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο μέσα σε αυτό το ερείπιο. Ω θεέ μου αυτό είναι χειρότερο από τότε στις τουαλέτες, αυτό είναι πολύ χειρότερο. Η καρδιά μου ανεβάζει ρυθμούς, το στόμα μου στεγνώνει τα μάτια μου θολώνουν και ξέρω πως αυτή την στιγμή αν δεν ηρεμήσω θα πάθω κρίση πανικού.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να αγνοήσω τις κραυγές βοήθειας και τις βρισιές του Alex. Με το πόδι του χτυπάει ανεξέλεγχτρα τον τοίχο μπροστά μας κάνοντας σχεδόν ολόκληρο το ασανσέρ να ταρακουνηθεί ταραζοντάς με περισσότερο.

«Alex.» ψιθυρίζω και γυρίζει να με κοιτάξει πιο απειλητικά από ποτέ. «Εσύ μην μιλάς γιατί εσύ φταις παλιογκαντέμη.» ουρλιάζει στο προσωπό μου και κολλάω το σώμα μου στον τοίχο πίσω όσο περισσότερο μπορώ για να τον αποφύγω. «Τρεις γαμημένες φορές έχω κλειστεί κάπου σε ολόκληρη την ζωή μου και οι δύο είναι μαζί σου.» συνεχίζει να με κατηγορεί μα εγώ προσπαθώ να παραμείνω ψύχραιμος καθώς γνωρίζω πως δεν σκέφτεται καθαρά αυτή την στιγμή.

«Alex..» προσπαθώ να μιλήσω αλλά με διακόπτει με τις φωνές του για ακόμα μια φορά. «Οχι αυτή την φορά το παιχνιδάκι με τα χρώματα δεν θα βοηθήσει.» περπατά πέρα δώθε στον μικρό χώρο με σκυμμένο κεφάλι όσο εγώ συνεχίζω να παίρνω ανάσες.

«Μένει κανείς εδώ;» ρωτάω φοβούμενος για την απάντηση. «Που θες να ξέρω γαμώ.» ουρλιάζει υστερικά και ξεκινάει ξανά να πατάει το κουδούνι έκτακτής ανάγκης που φυσικά και πάλι δεν δουλεύει.

Τα λεπτά κυλούν, ο Alex δεν έχει σταματήσει να ουρλιάζει μήπως μας ακούσει κάποιος και εγώ πλέον μην αντέχοντας άλλο την πίεση καταρρέω στο κρύο πάτωμα μαζεύοντας τα πόδια μου στο στέρνο μου και αγκαλιάζοντας τα.

«Ωραία βοήθεια είσαι. Μήπως θέλεις να σου φέρω και κανένα καφέ;» φωνάζει όλο ειρωνία και αναστενάζω δυνατά προσπαθώντας να ελαφρύνω το σφίξιμο στην καρδιά μου.

Without Him Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα