ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 - Θες;

61 4 1
                                    

*Πλευρά Εύας*

Από την ημέρα που έμαθα για το παρελθόν του Φώτη, νιώθω πιο άνετα κοντά του, νιώθω πως μπορώ να τον εμπιστεύομαι και εγώ, αλλά ταυτόχρονα νιώθω και μία ευθύνη όντας ένα από τα ελάχιστα άτομα που γνωρίζουν για τη ζωή του. Ο Φώτης είναι ένας μυστήριος άνθρωπος. Δύσκολα μπορεί κάποιος να καταλάβει τις σκέψεις του από τα χαρακτηριστικά του, και ακόμη πιο δύσκολα μπορεί να μάθει για τη ζωή του, πόσο μάλλον να γίνει μέρος αυτής. Εκείνη η μέρα έχει μείνει καρφωμένη στο μυαλό μου. Για πρώτη φορά τον είδα να νιώθει ευάλωτος μιλώντας για κάτι. Πάντα εκπέμπει αυτοπεποίθηση ακόμη και αν την υστερείται. Έχει περάσει ακριβώς ένας μήνας από τότε. Ο μήνας έχει φθάσει Μάιος. Η Φαίη συνεχίζει να μου δίνει ραβασάκια για τον αδελφό μου, τα οποία δεν μπαίνω καν πια στον κόπο να διαβάσω και τα πετάω αμέσως στον κάδο. Ακόμη και αν αγνοήσω το γεγονός πως εκείνη τα έχει με τον Ορέστη(αν και όλοι ξέρουν πως έκανε κάτι με τον Ιάσονα πίσω από την πλάτη αυτού και της Κωνσταντίνας), ο Μιχάλης τα έχει με την Βάσια, κάτι που βέβαια λογικά δεν γνωρίζει. Σήμερα, μόλις τελείωσα το γράψιμο του διαγωνίσματος κατέβηκα στο προαύλιο όπου με περίμενε ο Φώτης όπως μου υποσχέθηκε.

《Γεια》με χαιρετάει χαμογελώντας και με φιλάει απαλά στα χείλη.《Πώς τα πήγες;》με ρωτάει αμέσως μόλις περάσει το χέρι του γύρω από τη μέση μου και μου κάνει νόημα να περπατήσουμε.《Νομίζω πως τα πήγα πολύ καλά, δεν αγχώνομαι》απαντώ ήρεμα.《Χαίρομαι.》λέει εκείνος και με φιλά ξανά σαν επιβράβευση που τα πήγα καλά. Πριν ένα μήνα περίπου, ο Φώτης προς εκπλήξεώς μου μού ζήτησε να γίνω η κοπέλα του. Ίσως να μην ξεχάσω ποτέ πόσο ευτυχισμένη ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Είχαμε πάει στη συνηθισμένη καφετέρια που πηγαίναμε κάθε φορά που βγαίναμε μαζί. Μόλις τελείωσα την βάφλα μου πήγαμε να περπατήσουμε στο πάρκο της πόλης μας. Είχε ήδη βραδιάσει και τα χαμηλά φώτα του πάρκου έκαναν το τοπίο αρκετά ρομαντικό. Τελικά επιλέξαμε να καθίσουμε ξαπλωμένοι στο γρασίδι, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν παντού κενά παγκάκια. Καθόμασταν έτσι ξαπλωμένοι για αρκετή ώρα, χωρίς να κοιτάμε καθόλου ο ένας τον άλλον, όταν το βραδινό αεράκι έκανε την εμφάνισή του και ο Φώτης με πήρε αγκαλιά για να με ζεστάνει. 《Είσαι εντάξει τώρα;》με ρώτησε τρίβοντας το χέρι μου και εγώ σταδιακά σταμάτησα να τουρτουρίζω.《Ναι, μια χαρά.》είπα και γύρισα να τον κοιτάξω χαμογελώντας, ενώ έκανε και εκείνος την ίδια κίνηση. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι ακριβώς τι συνέβη και καταλήξαμε να φιλιόμαστε, όμως είμαι σχεδόν σίγουρη πως εκείνος με φίλησε πρώτος. Μπορεί θεωρητικά να μην ήταν το πρώτο μας φιλί, όμως ήταν εντελώς διαφορετικό από τα άλλα δύο. Αυτή τη φορά δεν ήταν μονόπλευρο. Την πρώτη φορά ο Φώτης ήταν αδιάφορος, απλά έπαιζε και δεν τον ενδιέφερα. Το δεύτερο ίσως και να μην το ήθελε κανένας από τους δυο μας...
Έπειτα, ο Φώτης είπε κάτι που με έκανε να αναρωτηθώ.《Περίμενα καιρό για αυτό》είπε κοφτά. Θέλησα να του ζητήσω να εξηγήσει τι εννοούσε, ωστόσο ποτέ δεν βρήκα το θάρρος να το κάνω. "Ήθελε καιρό να με φιλήσει; Δηλαδή του άρεσα εδώ και καιρό;" αναρωτιόμουν.
《Εύα, από τη στιγμή που σε γνώρισα ήμουν σίγουρος πως είχες κάτι ξεχωριστό πάνω σου. Είχες μία αγνότητα που δύσκολα βρίσκεις σε άνθρωπο. Από όταν σε γνώρισα είμαι πιο δυνατός, με κάνεις να αντιμετοπίζω τις καταστάσεις πιο ψύχραιμα. Θεέ μου, μισώ τα γλυκόλογα. Νιώθω λες και σου κάνω πρόταση γάμου》είπε γελώντας. 《Είμαι τόσο κακός σε αυτά》συμπέρανε και έκρυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του. Εγώ δύσκολα μπορούσα να κρύψω το χαμόγελό μου.
《Δε πειράζει, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα.》τον καθησύχασα και τον αγκαλιάσα.
《Δηλαδή, θες;》με ρώτησε με γουρλωμένα μάτια. 《Τι θέλω;》απόρησα, αφού για έναν περίεργο λόγο δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Ο Φώτης φάνηκε αμήχανος, σαν να φοβόταν πως θα τον απορρίψω και τότε ήταν που κατάλαβα την ερώτησή του.
《Ε-εννοώ, θέλεις να γ-γίνεις η κοπέλα μου;》ρώτησε και όσο και αν προσπαθούσα δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη, ακριβώς όπως εκείνος. Μόλις μου ζήτησε το αγόρι που μου αρέσει εδώ και πέντε χρόνια, να γίνω η κοπέλα του. Ο Φώτης, το πιο διάσημο παιδί του σχολείου, το αγόρι που θέλει κάθε κοπέλα, τραύλιζε όταν μου ζητούσε να γίνω η κοπέλα του; Τελικά, του έγνεψα καταφατικά χαμογελώντας. Εκείνος μου ανταπέδωσε το χαμόγελό και με φίλησε απαλά σαν να έδιωχνε ένα βάρος.

Love Will RemeberWhere stories live. Discover now