ΚΕΦΆΛΑΙΟ 12- Πάντα γελαστοί και γελασμένοι

66 7 4
                                    

Επιστρέφω στο δωμάτιό μου και ο Φώτης με περιμένει καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου μου.
《Δεν πήγε και τόσο καλά εε;》με ρωτάει όταν βλέπει να ξαπλώνω απεγνωσμένη στο κρεβάτι μου.
《Για να είμαι ειλικρινής, πήγε πολύ καλύτερα από ότι περίμενα.》σηκώνομαι και κάθομαι οκλαδόν στη μέση του κρεβατιού.
《Μου είπε ότι με αγαπάει. Καθίσαμε αγκαλιασμένοι για αρκετή ώρα... Στο τέλος, όμως με μπέρδεψε πολύ.》κάνω μια παύση για να θυμηθώ.

《Να σου πω τι ρε Εύα; Ότι δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου; Πώς δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά τόσο χάλια στη ζωή μου; Αφού δεν πρόκειται να καταλάβεις.》 Παραθέτω τα ακριβή λόγια του Μιχάλη. Τα μάτια του Φώτη σκοτείνιασαν. Έδειξε αμέσως πόσο αμήχανα νιώθει. Φαίνεται να προσπαθεί να αποφύγει να μιλήσει για αυτό το θέμα, όμως η περιέργειά μου με καταβάλλει.
《Τι εννοεί πως δεν θα καταλάβω;》ρωτάω γεμάτη απορία.
《Εννοώ αδελφός μου είναι, γιατί να μην τον καταλάβω;》συνεχίζω.

《Ας πούμε πως εσύ και ο αδελφός σου βλέπετε με πολύ διαφορετικό τρόπο τα πράγματα.》λέει.
《Δηλαδή;》αναρωτιέμαι καθώς η απάντησή του δεν μου φάνηκε αρκετή.
《Έλεος Εύα, σταμάτα να κάνεις τόσες πολλές ερωτήσεις.》απαντά αγανακτισμένος. Κουνάει αμήχανα τα ακροδάχτυλα του, το πόδι του τρεμοπαίζει νευρικά, το βλέμμα του δεν συναντάει ούτε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου το δικό μου. Με αποφεύγει. Κάτι κρύβει, υπάρχει κάτι που δεν θέλει να ξέρω και αυτό με κάνει να θέλω ακόμη περισσότερο να το μάθω.
《Εγώ να πηγαίνω.》λέει διακόπτοντας τον συνειρμό μου. 《Μα μόλις ήρθες.》λέω στεναχωρημένα. Δεν θέλω να μείνω μόνη μου. Ξέρω πως αν μείνω μόνο εγώ και οι σκέψεις μου θα είναι η αρχή του τέλους.
《Συγγνώμη Εύα.》λέει και με αγκαλιάζει.
《Πρέπει να φύγω. Αυτός είναι ο αριθμός μου, αν με χρειαστείς θα είμαι μόνο ένα τηλεφώνημα μακριά.》μου δίνει ένα φιλί στο κρόταφο και αποχωρεί.

《Φώτη.》τον φωνάζω πριν φύγει.
《Κατα τις επτά αύριο μπορείς να έρθεις; Θα κάνω κάτι σαν συγκέντρωση φίλων.》προτείνω.
《Θα προσπαθήσω να είμαι εκεί.》μου χαμογελάει πλατιά και του ανταποδίδω γελώντας για πρώτη φορά σήμερα και νιώθοντας πρωτόγνωρα καλά. Εν μέρη νευριάζω με τον εαυτό μου. Γιατί να είμαι χαρούμενη μια τέτοια μέρα; Ταυτόχρονα όμως ο Φώτης με έκανε χαρούμενη. Στο κάτω κάτω δεν την έχασα για πάντα, έτσι δεν είναι; Μια μέρα θα την συναντήσω εκεί ψηλά μαζί με όλους όσους αγάπησα ποτέ. Μαζί με τους παππούδες που δεν γνώρισα ποτέ, σωστά;

Γιατί οι άνθρωποι φοβούνται τον θάνατο; Σε κανένα νεκρό άνθρωπο δεν έχω τα δει τα χαρακτηριστικά τους λυπημένα. Φαίνονται όλοι να έχουν πάει σε ένα καλύτερο μέρος, χωρίς πόνο, χωρίς απώλεια, δείχνουν απλά να κοιμούνται. Ίσως όταν πεθαίνουμε έρχεται το τέλος, ίσως απλά δεν υπάρχει τίποτα, όμως γιατί να το πιστεύει αυτό κάνεις όταν υπάρχουν τόσες αισιόδοξες θεωρίες;

Love Will RemeberOù les histoires vivent. Découvrez maintenant