Η έξοδος

170 36 0
                                    

Έκανα ένα βήμα να βγω από το σπίτι και κατευθείαν ένιωσα ένα σφίξιμο στο καρπό.

"Που πας;"

"Συ-συγγνώμη, παρασύρθηκα" είπα και έσκυψα το κεφάλι μου , μου λείπει το σπίτι μου.

Εκείνος δεν είπε τίποτα και απλά με άφησε.

"Πάμε" είπε μετά από μερικά δεύτερα σιγής και μου έδειξε το δρόμο προς το αμάξι.

"Άστο σε εμένα" μου λέει και μου ανοίγει την πόρτα.

"Ε-ευχαριστώ" ένιωθα λίγο άβολα "όμως δεν χρειαζόταν" του είπα και έκλεισα την πόρτα.
Αυτός ήρθε από την άλλη.

"Βάλε την ζώνη σου"
Έκανα ότι μου είπε και ξεκίνησε.

Η διαδρομή ήταν περίπλοκη γιατί και το σπίτι ήταν στην μέση του πουθενά, προσπάθησα να συγκρατήσω τη διαδρομή αλλά μάταια, περνούσε από πολλά στενά που απλά κουράστηκα και σταμάτησα.

Τύλιξα τα χέρια μου γύρο από την κοιλιά μου και ακούμπησα το κεφάλι μου στο τζάμι. Προσπάθησα να κοιμηθώ λίγο μέχρι να φτάσουμε αλλά κρύωνα και από όσο κατάλαβα η διαδρομή θα ήταν αρκετή, γι'αυτό και εγώ έσφιξα με τα χέρια μου πιο πολύ το σώμα μου και απλά έκλεισα τα μάτια.

Ξαφνικά ένιωσα κάτι ζεστό να με σκεπάζει και μισο άνοιξα τα μάτια μου.
Ήταν το μπουφάν του JK.

Ήταν φαρδύ και ζεστό και προσπάθησα να σκεπαστώ όσο μπορούσα πιο διακριτικά για να μην με καταλάβει, το μπουφάν μύριζε όμορφα και ξανά έκλεισα τα μάτια μου.

"Κατ.." άκουσα μια φωνή και συνέχισε "σήκω φτάσαμε."

"Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Δεν με είχε πάει στο κέντρο της πόλης ή κάτι τέτοιο αλλά μπορούσα να δω λίγα μικρομάγαζα.

"Εχ.."

"Δεν τα έχουμε όλα σε αυτό το κόσμο πριγκιπέσα" απάντησε όταν μου άνοιξε την πόρτα για να βγω.

"Σου πάει αυτό" μου είπε και έδειξε το μπουφάν του.

"Πάρτο" του είπα και του πέταξα το μπουφάν, μπορεί να κρύωνω αλλά δεν με νοιάζει.

"Οκ όπως θέλεις, πάμε" μου είπε και με έπιασε από την μέση αλλά εγώ τραβήχτηκα σφίγγοντας τα χέρια μου.

"Θες να σου πάρω κάτι να φας;" μου λέει και με κοιτάει.

"Θέλω απλά σερβιέτες" απαντάω ξερά.

"Οκ έλα μαζί μου" με έπιασε από το μπράτσο και πήγαμε σε ένα μαγαζί, έμοιαζε πιο πολύ σαν σουπερμάρκετ.

"Διάλεξε ότι θες και πάρε" μου λέει και με αφήνει.

Πάω στο διάδρομο με τις σερβιέτες και παίρνω αυτές που θέλω αλλά όταν γυρνάω από την άλλη δεν τον βλέπω, δεν ήταν πουθενά εκεί γύρο.

Κοίταξα το καλάθι δίπλα μου, είχε αφήσει το μπουφάν του.
Το σήκωσα γρήγορα και το φόρεσα, άρχισα να ψάχνω τις τσέπες του μπας και βρω κάτι αλλά τίποτα. Κοίταξα δεξιά και αριστερά και άρχισα να περπατάω σιγά σιγά όλο και γρηγορότερα.

Έφτασα μπροστά από την πόρτα και σταμάτησα, το σκέφτηκα πολύ, δεν ήξερα αν έπρεπε να το κάνω ή όχι, δεν ήξερα αν ήθελα ή όχι...

Έκανα αναστροφή γυρίζοντας απότομα και έπεσα πάνω στο στέρνο του.

"Πήγαινες κάπου;" με ρώτησε, δεν τον κοίταξα.

"Όχι.." απάντησα και κατέβασα περισσότερο το κεφάλι.

"Ωραία, τότε πάμε στο ταμείο" συνέχισε καθώς μου χάιδεψε το κεφάλι και μου καθάρισε το πρόσωπο από τις αφέλειες που το έκρυβαν.

Γιατί το έκανα αυτό; Ίσως μπορούσα να είχα φύγει τώρα, να έφευγα επιτέλους από αυτό το μαρτύριο.

Γιατί είμαι τόσο δειλή, γιατί φοβάμαι τόσο;

Μπήκαμε στο αμάξι.

"Μην το ξανά κάνεις αυτό" μου λέει με έναν ήρεμο τόνο στην φωνή του, φαινόταν όμως εκνευρισμένος.

"Συγγνώμη, ε-εγώ.." προσπάθησα να απολογηθώ για κάποιο λογο.

"Ξες κάτι; Απλά μην μιλάς καθόλου!"

Έκανα ότι μου είπε και ξεκίνησε για το σπίτι.

melancholia | ʲʲᵏΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα