To τρίξιμο από τα ροδάκια της βαλίτσας που
στιγμάτιζαν το ευαίσθητο ύφασμα του χαλιού
ήχησε στο ήσυχο υπόγειο διαμέρισμα
σπάζοντας τη μονοτονία που το αγκάλιαζε.
Το αίσθημα ήταν όμοιο με
αυτό της έναρξης ενός ονείρου
και η ίδια η εικόνα παρέπεμπε σε όνειρο.
Μόνο που πριν λίγο είχα ξυπνήσει.Βουλιάξαμε στον δερμάτινο καναπέ
εγώ κι ο κάτοχος της βαλίτσας
παρέα με σοκολατούχα κεράσματα.
Μια ζεστή αγκαλιά
σταλμένη από μακριά.
Αλλά όχι και τόσο.
Παραδόθηκε ύστερα από
λίγους μήνες καθυστέρηση.
Η επόμενη θα αργούσε περισσότερο.
Μα γιατί οι άνθρωποι θέλουν να
παρεμβάλουν κύματα στις σχέσεις τους;Βουτιά μέσα στα λευκά
πουπουλένια σκεπάσματα
που συγκρατούσαν όλα τα κομμάτια
δύο ξεχωριστών αλλά τεμνόμενων παζλ
ενωμένα με μικρές στιγμές
-παρελθοντικές και μελλοντικές-
και λέξεις για συνδετήρες.
Παπλώματα, σεντόνια, μαξιλάρια
τύλιξαν τα κομμάτια των παζλ.Το όνειρο μετατοπίστηκε
έξω από την υπόγεια φωλιά.
Η γραμμή του 732
-για μια στιγμή μόνο-
έμοιαζε με μαγικό χαλί
που πετά πάνω από την Αθήνα.
Εγώ, ο συνοδοιπόρος μου και η βαλίτσα.
Προσγείωση για μια επείγουσα
κατανάλωση σταφυλιών.
Η γεύση τους παραήταν μεθυστική.Ο καταμετρητής χιλιομέτρων στο ταξί
που διαδέχθηκε το μαγικό χαλί
θα πρέπει να ήταν ελαττωματικός.
Ο αριθμός ολοένα και μειωνόταν...
Ο χρόνος είχε αρχίσει κιόλας
να μετρά αντίστροφα.
Η φιγούρα ξεθώριαζε,
τα ρούχα ξέφτιζαν,
η φωνή εξασθενούσε.Οι σιδηροδρομικές ράγες
με άφησαν να το συνειδητοποιήσω
καθώς με κατάπιναν μια-μια
στα έγκατα του μετρό.
Η απάθεια και η αδιαφορία
με οδήγησαν πίσω στην υπόγεια κατοικία.
Το όνειρο είχε φτάσει πλέον στο τέλος του.
Κι εγώ έπεφτα για ύπνο.Προτού καλά-καλά ξημερώσει
το πλοίο είχε ήδη σαλπάρει για το νησί
παίρνοντας μαζί του τη βαλίτσα
και τον συνταξιδιώτη μου.
ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ
Ναυάγια
PoetryΉτανε κάποτε ένα πλοίο˙ ξεκινούσε το παρθενικό του ταξίδι. Βγήκε στ' ανοιχτά. Η θάλασσα: το σπίτι του, τα κύματα: οι φίλοι του, οι αφροί: τα στολίδια του. Το πρόδωσαν και το άφησαν βουλιαγμένο, να συνεχίζει να δοξάζει και να ατενίζει το μεγαλείο του...