Αερικό

73 17 0
                                    

Σαν από αχλή σχηματισμένος
σηκώνεται και περπατά
σέρνοντας μαζί του την καταχνιά.
Είναι αυτός που γεμίζει τα πνευμόνια της
όταν αυτή εισπνέει τα σταγονίδια της ομίχλης.

Αν και δεν είναι εκεί.

Αυτός που αν το βάναυσο
ψαλίδι κόψει το κενό σημείο
της φωτογραφίας θα ματώσει
γιατί δικαιωματικά του ανήκει.

Είναι η αντίσταση του ανέμου στο χέρι της
που νομίζει ότι τη χαϊδεύει.
Είναι η κενή θέση δίπλα της στο λεωφορείο.
Είναι η άνωση που εμπιστεύεται
σε κάθε υδάτινο βήμα της.

Κάθε φορά που μιλάει στον εαυτό της
-τώρα περισσότερο από άλλοτε-
απευθύνεται στο φάντασμά του.

Είναι η ζαλάδα από τη μέθη
και η ζεστασιά της φωτιάς το βράδυ
που μοιράζεται με τη θύμισή του
κι έτσι νιώθει πιο κοντά του.

Με τη διάλυση της ομίχλης
αυτός βαστάει στον ώμο ενός
από τους φίλους και ψιθυρίζει:

«Μην της πεις ότι είμαι εδώ.
Δεν θα άντεχα να είμαι εγώ
που θα την οδηγήσω στην πηγή
για να πιει το φαρμάκι.
Δείξ' της το αστέρι μας
και πες πως είμαι εκεί.
Κι ότι εκεί θα μείνω
μαζί με όλα όσα ήτανε κάποτε δικά μας
με τον καρχαρία και την πεταλούδα.

Αλλά εσύ μέσα σου να ξέρεις
θα έρθω πάλι,
για να δω ως πότε θ' αντέξει
το σάπιο ξύλο που ισορροπεί.
Πότε η θλίψη θα μασήσει
σαν πεινασμένο τρωκτικό
τα θεμέλια και θα τη ρίξει.
Αν συνεχίσει να χαμογελάει
ίσως και να την πιάσω».

ΝαυάγιαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα