Κενόψια

65 15 0
                                    

Άκουσα τον ήχο
που παράγει η κλειδαρότρυπα
όταν κάποιος την ενοχλεί.
Κρεμάστηκα από το μπαλκόνι
για να κοιτάξω κάτω.
Την περιεργαζόταν ένα κλειδί
κατευθυνόμενο από ξένο χέρι.
Και η πόρτα άνοιξε.

Με ακούσατε;
Η πόρτα άνοιξε!

Κι εγώ δεν μπορούσα να δω τίποτα.
Μια βουτιά στο έρεβος
μια αμαυρή εικόνα
μια μουτζούρα
μια ιριδίζουσα όαση.
Ένα ακανόνιστο μοτίβο από
αισθήματα και αναμνήσεις
δοσμένα από μια άλλη οπτική γωνία,
αυτή της άγνοιας.

Για τον άγνωστο επισκέπτη
οι τοίχοι δεν σήμαιναν τίποτε.
Τίποτε παραπάνω από
τσιμέντο, σοβάδες και μπογιά.
Αγνοούσαν τα λόγια που
είχαν απορροφήσει στις ρωγμές
και τους λεκέδες της υγρασίας τους,
τα όσα είχαν δει όταν κανείς
άλλος δεν βρισκόταν εκεί.

Σαλόνι, κουζίνα,
-σκάλες-
μπάνιο, υπνοδωμάτιο.
Ένας ασπροπίνακας με
την ημερομηνία του 2012
ανεξίτηλη πάνω του.
Αλήθεια!
Δεν έσβηνε με το σφουγγάρι.

Το σφύριγμα του ανέμου κλαίγοντας
αγκάλιαζε τις νοερές φιγούρες
που κάποτε συναντήθηκαν
μεγάλωσαν κι αγάπησαν εκεί.
Το μαρμάρινο μπαλκόνι
έμοιαζε ασταθές
και τα φυτά μαραμένα.
Ή μήπως ήταν ιδέα μου;

Οι άγνωστοι δεν το είχαν αντιληφθεί.
Το παντζούρι παρέμενε κλειστό
το πολύχρωμο χαλάκι κουβαριασμένο
ψύχρα διαπερνούσε ολόκληρο το οίκημα.
Εκείνο το βαθούλωμα στο στρώμα
εκείνο ήταν η μόνη πηγή θαλπωρής
η μόνη ζωντανή απόδειξη της ανάμνησης.
Οι άγνωστοι το χτύπησαν
το τίναξαν
το βομβάρδισαν
για να στρώσει
να ισιώσει.

Παρά τα έπιπλα και τις
νέες ανάσες που θόλωναν
τους καθρέφτες και τα τζάμια
το σπίτι δεν υπήρξε ποτέ
πιο γυμνό, πιο άδειο.
Το κλειδί επιστράφηκε.
Οι άγνωστοι έφυγαν.
Το σπίτι αλλοιώθηκε.
Τα πνεύματα το 'σκασαν.

Είναι κενό.
Κι εσύ ακόμη φυλακισμένος εκεί.
Σώμα γύρνα στο πνεύμα,
να γεμίσει το σπίτι ξανά! 

ΝαυάγιαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα