Και ο σκοπός είναι γνώριμος.
Θυμάμαι το τραγούδι.
Έντυνε τη σιωπή εκείνης
της αποπνικτικά ζεστής νύχτας
μαζί με τη μυρωδιά από το ρετσίνι
στους κορμούς των δένδρων.
Μεσάνυχτα.
Ήτανε νωρίς ακόμη.
Το φεγγάρι σαν να έκλεβε
τον ρόλο του φωτογραφικού φλας
κι απαθανάτιζε τις στιγμές
που καμιά φωτογραφία και καμιά γραπτή πηγή
δεν μπόρεσε ποτέ να αναστήσει.
Όχι ισάξια.
Κενά βλέμματα
σε άλλοτε φιλήδονα πρόσωπα.
Μαραμένα πρόσωπα
σε άλλοτε ανθηρά πνεύματα.
Και δάκρυα που έχουν πια στεγνώσει
καθώς ο γλάρος τινάζει
τα φτερά και τα πόδια του.
Έφτασε επιτέλους στην ακτή.
Είχε φύγει χωρίς να πει αντίο
σαν να ήξερε πως θα ξαναγυρίσει.
ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ
Ναυάγια
PoetryΉτανε κάποτε ένα πλοίο˙ ξεκινούσε το παρθενικό του ταξίδι. Βγήκε στ' ανοιχτά. Η θάλασσα: το σπίτι του, τα κύματα: οι φίλοι του, οι αφροί: τα στολίδια του. Το πρόδωσαν και το άφησαν βουλιαγμένο, να συνεχίζει να δοξάζει και να ατενίζει το μεγαλείο του...