24ο Κεφάλαιο (Gwen)

40 4 2
                                    

Ήμουν δύσκολο παιδί το παραδέχομαι. Ταλαιπωρούσα συνέχεια τη μητέρα μου. Τον πατέρα μου από την άλλη τον λάτρευα. Όμως εκείνος δεν ασχολούνταν μαζί μου. Ήταν πολύ απασχολημένος να πίνει και να μεθάει μαζί με άλλες γυναίκες νεότερές του που του έπαιρναν λεφτά. Η μητέρα μου δεν τον αγαπούσε. Φαινόταν στα μάτια της η αηδία με την οποία τον κοιτούσε. Απορω πως δεν τον σκότωσε. Φυσικά είχε προσπαθήσει πολλές φορές.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια μέρα που όταν γύρισα από το σχολείο την είχα πιάσει να βάζει μια άσπρη σκόνη στο κρασί του. Την είχα ρωτήσει τι έκανε και μου είπε πως ήταν υπνωτικό για να κοιμηθεί διότι είχε προβλήματα αϋπνίας, κάτι το οποιο δεν ίσχυε αφού όταν γύρναγε από το μπαρ που σύχναζε τα χαράματα μεθυσμένος κοιμόταν αμέσως μόλις ακουμπούσε το κρεβάτι του. Τέλος πάντων η μητέρα μου κατάλαβε ότι εγώ δε πείστηκα με αυτό που μου είπε όποτε με απομάκρυνε και μου είπε να φάω πρώτη και μετά θα έτρωγε εκείνη με τον πατέρα μου. Έτσι κι έγινε. Δεν μπορούσε κανεις να φέρει αντίρρηση στα λεγόμενα της μητέρας μου.

Όταν ήρθε ο πατέρας μου από τη δουλειά ετρεξε κατευθείαν στο κρασί. Οτιδήποτε αλκοολούχο και να έβλεπε το κατανάλωνε σε δευτερόλεπτα. Όμως δεν πρόλαβε να το πιει γιατί έτρεξα να τον αγκαλιάσω και από την πίεση που του άσκησα του έπεσε από τα χέρια και κατέληξε στο πάτωμα. Ακόμη θυμάμαι το ξύλο που έφαγα από τη μητέρα μου. Εάν δεν είχε παρέμβει ο πατέρας μου θα με είχε σκοτώσει.

Μετά από αυτό το περιστατικό η μητέρα μου με μίσησε. Φυσικά δεν μου το είχε πει ποτε αλλά το καταλάβαινα. Όχι δηλαδή ότι με αγάπησε ποτε της αλλά και πάλι έγινε πολύ σκληρή.

Όσο μεγάλωνα γινόμουν όλο και πιο αντιδραστική. Μάλωνα συνέχεια με τη μητέρα μου, η οποία μάλωνε συνέχεια και με τον πατέρα μου. Η οικογένειά μας είχε γίνει εμπόλεμη ζώνη.
Στα δεκαέξι μου μπλεξα με κακές παρέες, παράτησα το σχολείο και δεν με ένοιαζε τίποτα. Τότε ήταν που άρχισα και τα ναρκωτικά. Έπαιρνα ότι πιο επικίνδυνο υπήρχε για να ξεχνάω την κατάσταση της οικογένειάς μου. Ήθελα να πεθάνω. Γυρνούσα στο σπίτι σαν το μπαμπά μου ακριβώς. Εγώ μαστουρωμένη, ο μπαμπάς μου τύφλα στο μεθύσι και η μαμά μου να ουρλιάζει και να κλαίει. Φυσικά έκλαιγε επειδή μας έβλεπε ο κόσμος και όχι επειδή νοιαζόταν για μας.

Ο καιρός περνούσε και εγώ γινόμουν όλο και πιο εθισμένη στα ναρκωτικά. Ήθελα να πεθάνω. Δεν μου άρεσε καθόλου η ζωή που έκανα. Κάποια στιγμή το ένιωθα πως δεν θα άντεχα άλλο και θα πέθαινα επιτέλους. Το αγόρι που μου έφερνε τα ναρκωτικά και που με βίαζε κάθε φορά που μαστούρωνα μπροστά του, μου είπε ότι αυτή τη φορά μου είχε φέρει κάτι πολύ δυνατό και πως έπρεπε να προσέχω. Φυσικά εγώ όπως πάντα πήρα οχταπλασια δόση από αυτή που άντεχε ο οργανισμός μου και έτσι επεσα χωρίς να το καταλάβω σε λήθαργο. Το περίεργο ήταν ότι καταλάβαινα τι γινόταν γύρω μου πολύ καλά. Μπορούσα να ξεχωρίσω φωνές. Συγκεκριμένα άκουγα το αγόρι που μου έδωσε το ναρκωτικό να βρίζει γιατί νόμιζε πως είχα πεθάνει. Κάλεσε το ασθενοφόρο και μέσα σε δυο ώρες βρέθηκα στην εντατική. Είχα αρχίσει να πεθαίνω. Δεν μπορούσα μετά από κάποιο σημείο να καταλάβω τίποτα. Έβλεπα μόνο σκόρπια χρώματα να μπερδεύονται. Ζαλιζομουν. Τότε, μόνο τότε και ποτε άλλοτε, είδα κατάματα τη ζωή μου. Συνειδητοποίησα πως έμπλεξα με τα ναρκωτικά επειδή ΕΓΩ το επέλεξα.

Ποιος;[Τελευταιο Βιβλιο:Η επιστροφή του παρελθόντος] Where stories live. Discover now