Η λιποθυμία.

206 13 0
                                    


 Η Νεφέλη ήταν μες τα νεύρα.

Την Τρίτη το πρωί κάθισε στο γραφείο της αναλογισμένη. Έπρεπε να οργανωθεί για το υπόλοιπο της εβδομάδας. Είχε να απαντήσει στα τηλέφωνα, να κλείσει μερικά ραντεβού αλλά και να ακυρώσει. Έβλεπε τον Άγγελο που επίσης και αυτός ήταν μες τα νεύρα. Δεν είχε καμία όρεξη να τον αντικρίζει πόσο μάλλον να συζητήσει μαζί του. Λίγες, καλές επαγγελματικές κουβέντες και ως εκεί.

Η Νεφέλη έφτιαχνε καφέ μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο. Κατευθύνθηκε με μεγάλα βήματα προς το γραφείο της. Σήκωσε το ακουστικό βιαστικά και το έβαλε στον ώμο της.

« Δεσποινίς Νεφέλη;» Ακούστηκε η φωνή του Άγγελου. Το κορμί της είχε παγώσει. « Τι να ήθελε τώρα;» Αναρωτήθηκε η Νεφέλη.

« Ναι; Πες τε μου Κύριε Άγγελε». Του είπε και έσφιξε το ακουστικό.

« Θέλω να έρθεις αμέσως στο γραφείο μου και να φέρεις και τα δείγματα των καινούργιων υφασμάτων».

Ξεροκατάπιε και πήρε μια βαθιά ανάσα. « Έρχομαι αμέσως». Είπε με μισή φωνή. Ο Άγγελος βρόντηξε το ακουστικό πάνω στο τηλέφωνο και γύρισε την στριφογυριστή του καρέκλα προς της τζαμαρίες. Έσπαγε το κεφάλι του για το ποιος μπορεί να ήταν που βίασε την Νεφέλη. Για τις υπόλοιπες μέρες μόνο αυτό σκεπτόταν. Ορκίστηκε ότι θα τον έβρισκε και θα το έκανε.

Άνοιξε η πόρτα σιγά- σιγά. Ο Άγγελος δεν κατάλαβε την πόρτα που είχε μισό ανοίξει πίσω του. Εκείνη έμεινε εκεί να τον κοιτάει και να λαχταράει την τρυφερότητα του. Όπως και να το έκανε της έλειπε. Της έλειπε η μυρωδιά του. Ο τρόπος που της συμπεριφερόταν. Η γλυκάδα του όταν δεν ήταν θυμωμένος. Αμέσως το μυαλό της έκανε φλας μπακ στο αχαλίνωτο πάθος τους. Ο τρόπος που άγγιζε το γυμνό της σώμα κανείς δεν την άγγιξε έτσι. Το μυαλό της όμως μπερδεύτηκε ανάμεσα στις αναμνήσεις. Οι καλές έγιναν ένα με τις κακές, αφού θυμήθηκε την βίαιη αυτή μέρα. Ταρακούνησε το κεφάλι της μια δεξιά και μια αριστερά. Στάθηκε στο ύψος της. « Με ζητήσατε;»

« Δεσποινίς Νεφέλη, καθίστε». Της είπε και γύρισε προς την μεριά της κοιτάζοντας την μέσα στα μάτια. Εκείνη έκανε μερικά ποντικίσια βήματα και κάθισε στην καρέκλα που βρισκόταν μπροστά από το γραφείο του.

« Φέρατε τα δήγματα;» Την ρώτησε. Έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι της και έδωσε τον κατάλογο στον Άγγελο. « Χμμ.. πολύ ωραία. Θέλω αυτό το σκούρο κόκκινο, το μπλε με το μαύρο και αυτό το κοραλλί». Της είπε και της έδωσε πίσω τον κατάλογο.

« Εντάξει. Πάω τώρα να τα παραγγείλω». Του είπε και γύρισε την πλάτη της να φύγει. « Δεσποινίς Νεφέλη δεν τελείωσα». Ακούγοντας την σκληρή του φωνή έμεινε ακίνητη για ένα δύο δευτερόλεπτα και γύρισε ξανά πίσω στην θέση της. « Συγνώμη νόμιζα πως δεν με χρειάζεστε». Η φωνή της είχε γίνει ακόμα πιο κοφτή. Το σώμα της είχε αρχίσει ξανά ένα μηχανικό τρεμούλιασμα.

« Επίσης επειδή ότι γίνεται στην εταιρεία εν ώρα εργασίας ευθύνεται η εταιρεία. Τουλάχιστον αυτό λέει το συμβόλαιο που υπέγραψες. Έχω κοιτάξει της κάμερες ασφαλείας και έχω δει την σκηνή του τραγικού συμβάντος».

Το βλέμμα της Νεφέλης έγινε πιο παγερό. Η ντροπή που είχε νιώσει εκείνη την στιγμή ήταν απερίγραπτη. Τα πόδια της άρχισαν να μουδιάζουν και μια αδυναμία την κατέκλεινε.

« Δικά μου άτομα της αστυνομίας διερευνούν το θέμα σου και όταν έχουν νεότερα θα μας ενημερώσουν. Όφειλα να στο πω για να ξέρεις τι γίνεται από δω και πέρα».

Σηκώθηκε όρθια, χτύπησε το χέρι της πάνω στο γραφείο της και ύψωσε τον τόνο της φωνή της « Με ποιο δικαι..» και πριν προλάβει να τελειώσει τα λόγια της τα μάτια της θόλωσαν, όλα μπροστά της είχαν μαυρίσει και μπααμ.. Λιποθύμησε χτυπώντας το σώμα της πάνω στην καρέκλα που βρισκόταν πίσω της.

« Νεφέλη μου; Αγάπη μου;» Της φώναξε ο Άγγελος τρέχοντας από πάνω της. Της έδωσε ένα-δύο χαστούκια μπας και ξυπνήσει αλλά τίποτα.. Άρπαξε με δύναμη το τηλέφωνο και κάλεσε στο γραφείο της Έφης.

« Έφηη.. Κάλεσε ασθενοφόρο. Τώρα!» Της είπε με αγωνία. « Αμέσως κύριε Άγγελε». Του απάντησε. Η Έφη σε κλάσματα δευτερολέπτου χωρίς να ξέρει τι έγινε κάλεσε το ασθενοφόρο.

Πέρασαν 10 λεπτά και η Νεφέλη ήταν ακόμη αιμόφυρτη. «Αργεί πολύ το καταραμένο το ασθενοφόρο». Είπε ο Άγγελος στην Έφη εκνευρισμένος. « Θα την πάω εγώ. Μείνε μαζί της. Πάω να φέρω το αμάξι μπροστά στην είσοδο». Άρπαξε τα κλειδιά από το ξύλινο τραπεζάκι και κατέβηκε της σκάλες τρέχοντας. Δεν μπήκε στο κόπο να καλέσει τον ανελκυστήρα αφού θα του έτρωγε παραπάνω ώρα μέχρι να ανεβεί και να κατεβεί.

Είχε φέρει το αμάξι μπροστά από την είσοδο. Αν μπορούσε θα το έβαζε μέσα. Πιο κοντά δεν μπορούσε να το φέρει. Έτρεξε ξανά πάνω..

« Έφη κάνε πιο πέρα». Της είπε και πλησίασε την Νεφέλη. Η Έφη απομακρύνθηκε. Άπλωσε τα στιβαρά του χέρια και τα πέρασε κάτω από το σώμα της. Έβαλε δύναμη στα μπράτσα του και την σήκωσε πάνω του. Χωρίς περιττά λόγια και δεύτερες σκέψεις την πήγε στο νοσοκομείο. Όπου θα της έκαναν τις απαραίτητες εξετάσεις.

Δύο αντιθετες προσωπικοτητεςWhere stories live. Discover now