Η τυχαία συνάντηση.

277 29 0
                                    



 Πέρασαν κιόλας δύο εβδομάδες. Η Νεφέλη έψαχνε ακόμα δουλειά. Ρώτησε από δω και από κει, γνωστούς και άγνωστους αν άκουσαν καμιά κενή θέση εργασίας. Αλλά που τέτοια τύχη. Τζίφος. Έπρεπε να ενεργήσει γρήγορα πάνω σε αυτό το θέμα αφού τα χρήματα που είχε στην άκρη όλο και λιγόστευαν.

Στο μεταξύ δεν είχε κανένα νέο από τον Άγγελο. Δεν την ξανά ενόχλησε από εκείνη την μέρα. Καλύτερα όμως σκέφτηκε. Τι να τον κάνει ένα τέτοιο άνδρα. Όλο έλεγε ότι ήταν έτσι και στην τελική έδειχνε κάτι άλλο.

« Έφη; Θα μου φέρεις αυτόν τον καφέ; Μια ώρα περιμένω». Είπε στο ακουστικό που βρισκόταν πάνω στο γραφείο του.

Τακ τακ τακ. Χτύπησε η πόρτα. Αναλογίστηκε. Αν ήταν η Έφη με τον καφέ μου δεν θα χτύπαγε. Οπόταν δεν είναι αυτή.

« Περάστε». Απάντησε με μια αγριεμένη φωνή.

« Σου έφερα εγώ τον καφέ σου. Επέμενα στην Έφη να τον φέρω εγώ. Χωρίς να στο πει γιατί δεν θα ήθελες να με δεις. Μην της βάλεις τις φωνές. Δεν φταίει αυτή». Ήταν η Μυρτώ. Ποια άλλη.. Κάθε μέρα έπαιρνε τηλέφωνο αλλά δεν της το σήκωνε. Ή της το έκλεινε ή το άφηνε να χτυπάει σε σημείο που έκλεινε.

« Τι θες; Σου είπα ότι δεν θέλω να σε ξανά δω στα μάτια μου».

« Μα εγ...» προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Μα δεν πρόλαβε αφού την είχε διακόψει.

« Το είπα ή δεν το είπα γαμώτο μου;» Την πλησίασε και της φώναξε μπροστά από το πρόσωπο της. Χτυπώντας το χέρι του σε ένα ξύλινο τραπεζάκι που βρισκόταν στο κέντρο του χώρου. Είχε γίνει κατακόκκινος. Τα μάτια του είχαν γουρλώσει.

« Το είπες ναι!» Ύψωσε τον τόνο της φωνής της. Πήρε την δερμάτινη της τσάντα και την άνοιξε. Από μέσα έβγαλε ένα καφέ φάκελο. Και το έριξε πάνω στο τραπεζάκι αδιάφορα.

« Πάρε τα χαρτιά του διαζυγίου. Τα έχω υπογράψει. Νομίζω ότι πλέον τίποτα δεν διορθώνεται. Το μόνο όμως που θέλω είναι να τελειώσει φιλικά όλο αυτό. Χωρίς τσακωμούς και καυγάδες. Για αυτό και ήρθα εγώ να στα φέρω. Θα μπορούσα κάλλιστα να τα στείλω με άλλο τρόπο».

« Αν θες να τελείωνε φιλικά δεν θα έπαιζες όλο αυτό το θέατρο. Ας το σκεπτόσουν απ' την αρχή. Σε παρακαλώ να φύγεις γιατί έχω και δουλειές. Ααα! Και εδώ που τα λέμε καλύτερα να τα έστελνες αλλιώς». Της απάντησε με έντονο ύφος. Έσκυψε να πάρει τον φάκελο. Τον άνοιξε για να σιγουρευτεί ότι έλεγε την αλήθεια. Ήταν όντως υπογραμμένα τα χαρτιά. « Ωραία! Μεταβολή και έφυγες». Της είπε αδιάφορα. Άρπαξε την τσάντα της και έφυγε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα.

Το επόμενο πρωί..

« Νεφέλη..Νεφέλη κόρη μου..» Πήγε από πάνω της η Κυρά Ελένη και της φώναζε. « Σήκω. Σήκω τώρα. Θα μείνεις όλη μέρα στο κρεβάτι;»

« Μμμμμμ...» Ανταποκρίθηκε και ξύπνησε. Χασμουρήθηκε και έτριψε απαλά τα μάτια της με τα δάχτυλα της. « Καλά-καλά θα σηκωθώ». Της είπε αδιάφορα. Η Νεφέλη έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι για λίγο ακόμη. Είχε ξυπνήσει με την σκέψη του Άγγελου. Τι να κάνει άραγε. Ήθελε τόσο να τον αγγίξει. Να τον φιλήσει. Να μυρίσει την κολόνια του. Σήμερα θα πήγαινε να μαζέψει τα πράγματα της από την εταιρεία. Η ώρα 5 μίση που όλη σχολάζουν θα πήγαινε. Μην δει τίποτα άτομα που δεν ήθελε να δει. Όπως καμιά Μυρτώ, κανέναν Άγγελο. Δεν ήθελε άλλα δράματα. Να της λείπουν.

« Μαμά.. Φεύγω εγώ τώρα. Πάω να μαζέψω τα πράγματα μου. Δεν θα αργήσω. Το πολλή σε καμιά ώρα να με πίσω». Της φώναξε.

« Εντάξει. Θα σε περιμένω να γυρίσεις. Μην ανησυχείς». Της απάντησε σιγανά.

Η Νεφέλη πήρε τον δρόμο προς την εταιρεία. Πάλι αυτό το άγχος εμφανίστηκε. Όσο πιο πολύ κόντευε η καρδιά της άρχιζε να χτυπάει και πιο γρήγορα. Έφτασε. Άπλωσε το χέρι της και άνοιξε την πόρτα στα γρήγορα. Μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Δεν υπήρχε κανείς στον χώρο. Είχε απόλυτη ησυχία. Έφτασε στον όροφο που βρισκόταν το γραφείο της. Ήταν έξω από το δικό του Άγγελου. Πήρε μια χάρτινη κούτα και άρχισε να βάζει πράγματα μέσα. Πολλές αναμνήσεις περνούσαν από το μυαλό της.

Μέσα στην τόση ησυχία που υπήρχε μπορούσε να ακούσει το την καφετιέρα που έβραζε. Ξέχασαν να την σβήσουν. Συνέχισε να μαζεύει τα πράγματα της. Σε κάποια φάση ένιωσε κάποιον να είναι από πίσω της. Μόλις το συνειδητοποίησε πήρε ένα μεταλλικό αγαλματάκι. Γύρισε, ύψωσε το χέρι της για να τον χτυπήσει. Αυτός πρόλαβε και της άρπαξε το χέρι.

« Τόσο με απεχθάνεσαι σε σημείο που θες να μου κάνεις κακό;»

« Άγγελε...; Δεν ήξερα ότι ήσουν εσύ. Νόμιζα ότι όλοι θα έφευγαν τέτοια ώρα». Tόυ είπε δείχνοντας ξαφνιασμενη.

« Είπα να μείνω να τελειώσω κάτι τελευταία χαρτιά για μια συμφωνία». Της είπε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια..

Του κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Έμειναν σιωπηλοί για λίγα λεπτά και κοιτάζονταν στα μάτια..

Δύο αντιθετες προσωπικοτητεςOn viuen les histories. Descobreix ara