Η συγνώμη, η αδιαφορία, η απόρριψη και η ζήλεια

428 29 0
                                    


Το ξυπνητήρι χτύπησε. Επτά η ώρα το πρωί. Άνοιξε τα γαλανά του μάτια, σηκώθηκε και ανακάθισε στο κρεβάτι του. Ήταν αποφασισμένος να ζητήσει συγνώμη από την Νεφέλη. Δεν είχε ξεστομίσει τέτοια λέξη πότε ξανά. Θα το έλεγε όπως και να είχε. Ήθελε δεν ήθελε, έπρεπε! Το ξυπνητήρι δεν χτύπησε μόνο για αυτόν αλλά και για την Νεφέλη. Η μόνη διαφορά ότι αυτής χτύπησε πιο γρήγορα και ήταν ήδη στην δουλειά. Ήταν προετοιμασμένη για όλα. Δεν θα δεχόταν καμία απολογία ούτε τίποτα. Σκληρή σαν βράχος αφού ξύπνησε μέσα της η αδιαφορία προς αυτόν!
  Τον είδε να κατευθύνεται προς το γραφείο του. Αγέλαστος και ξενυχτισμένος. Εκτός από αυτά τα δύο ήταν και μουγκός εκείνο το πρωί. Πέρασε από μπροστά της δίχως να της πει ούτε καλημέρα. Αφού έκλεισε την πόρτα του γραφείου του μετά από δύο λεπτά έπαιξε το ακουστικό του γραφείου της. Ήταν αυτός και την καλούσε. Η καρδιά της ταρακουνήθηκε και ένα άγχος κυρίεψε στα στήθια της. Το σήκωσε αμέσως δεν τον άφησε να περιμένει.
« Νεφέλη έλα αμέσως στο γραφείο μου».
  Δεν είχε καμία επιλογή ή που θα αφορούσε το χθεσινό ή θα το ξέχασε κιόλας. Ευελπιστούσε να ήταν το δεύτερο. Προχώρησε με σταθερά βήματα προς το γραφείο του άνοιξε την πόρτα και τον είδε όπως την πρώτη φορά. Να κοιτάζει το κενό μέσα από τα μεγάλα παράθυρα του γραφείου του.
« Με ζητήσατε;»
« Πέρασε και κάθισε».
Έκανε ότι της είπε. Δεν είχε επιλογή. Αφού πέρασε ένα λεπτό γύρισε την καρέκλα του και την αντίκρισε. Σαν την πρώτη φορά. Με αυτό το ταγιέρ που φορούσε.  Πόσο όμορφη είναι είπε από μέσα του. Πόσο ωραία μάτια έχει. Δίχως να σκεφτεί κάτι άλλο σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε στο πίσω μέρος της καρέκλας της. Στάθηκε από πάνω της και έβλεπε τα μαλλιά της. Που τα άφησε όπως ήταν χθες. Τι όμορφα μαλλιά. Λαμπερά σαν τον ήλιο. Ταρακούνησε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά. Δεν έπρεπε να κάνει τέτοιες σκέψεις.
« Νεφέλη χθες πέρασα πολύ όμορφα μαζί σου. Το ξέρω πως δεν μπορείς να πεις το ίδιο γιατί είπα κάποια άσχημα λόγια. Θα ήθελε να σου ζητήσω σ…»
Σηκώθηκε με δύναμη όρθια και γύρισε προς το μέρος του. « Όχι δεν θα το επιτρέψω. Μην το πεις όχι γιατί δεν μπορώ να το ακούσω αλλά γιατί δεν θέλω! Με ντρόπιασες και με ξεφτίλισες. Δεν το έκανε κάποιος τυχαίος αλλά εσύ ο ίδιος και αυτό είναι που με πλήγωσε περισσότερο. Το ότι έχεις λεφτά και όποια κοπέλα θέλεις δεν σου δίνει κανένα απολύτως δικαίωμα να μου μιλάς έτσι. Γιατί εγώ δεν είμαι σαν αυτές που έχεις ή είχες ή τέλος πάντων κάτι τέτοιο!»
Διάολε! Τον είχε βάλει στην θέση του. Κανείς δεν του μίλησε ποτέ με τέτοιο τρόπο. Μια μικρόσωμη κοπέλα σαν αυτή και να είχε τέτοιο τσαμπουκά; Του φαινόταν υπερβολικό. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεφύσησε.
« Τελείωσες;»
« Ναι τελείωσα. Ότι είχα να πω το είπα».
Του έσπρωξε τον ώμο και έκανε πέρα να φύγει. Την άρπαξε από το χέρι με δύναμη, την γύρισε και την έφερε σε απόσταση αναπνοής. Τα στήθια τους βαρούσαν σαν να ήταν μηχανές. Ένα καρδιοχτύπι ξεκίνησε μεταξύ τους.
« Εσύ τελείωσες, εγώ όμως δεν άρχισα ακόμη. Δεν σου είπα να φύγεις».
Με αργές κινήσεις κατέβασε τα χέρια του από τα μπράτσα της χαϊδεύοντας της απαλά το δέρμα. Τα χέρια του πήγαν στην μέση της, την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του. Τα χείλι τους είχα διαφορά ένα εκατοστό, ήταν έτοιμα να ενωθούν. Ένιωσε ένα ρίγος να την διαπερνά. Σαν να της έλεγε όρμα. Έπρεπε να το σταματήσει όλο αυτό, έπρεπε να βάλει ένα τέλος γιατί δεν της άξιζε ο τρόπος που της μίλησε. Τον έσπρωξε με όλη της την δύναμη και κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα προς την έξοδο του γραφείου του.
  Μόλις συνειδητοποίησε ότι άρχισε να νιώθει πράγματα για αυτή την κοπέλα. Την γνώριζε ελάχιστα αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις κινήσεις του απέναντι της. Ήθελε να γίνει δικιά του. Και θα το επιδίωκε. Έμεινε στο γραφείο του για ώρες, δεν βγήκε, δεν ζήτησε καφέ αλλά ακύρωσε και όλα τα ραντεβού που είχε.
  Ήταν τέσσερις και μισή η ώρα. Θα σχόλαζαν σε μισή ωρίτσα. Δεν έβλεπε την ώρα να φύγει τρέχοντα η Νεφέλη. Έκανε μια στροφή τα μάτια της προς τον χώρο εργασίας της και αντίκρισε ένα γνωστό και οικείο πρόσωπο. Ήταν ο Μάρκος! Αυτός την είδε, της χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι. Αμέσως πήγε προς το γραφείο της. Ένιωσε ασφαλείς για λίγο μόλις τον είδε.
« Χαιρετάω την πιο όμορφη κοπέλα εδώ μέσα».
« Καλησπέρα Μάρκο, πως είσαι;»
« Τώρα που σε βλέπω είμαι πολύ καλύτερα».
  Χαμογέλασε τρυφερά στα όμορφα σχόλια του προς εκείνη. Μιλούσαν αρκετή ώρα και γελούσαν. Σε κάποια φάση άνοιξε η πόρτα του γραφείου του Άγγελου. Έπιασε με το άκρος του ματιού του την Νεφέλη να μιλά και να γελάει με τον ξάδελφο του. Σούφρωσε τα χείλι του και με θυμωμένο ύφος προχώρησε προς την μεριά τους. Η Νεφέλη όμως δεν τον είδε και συνέχισε να γελάει.
« Ξάδελφε! Σε περιμένω τόση ώρα και εσύ χασομεράς με την γραμματέα μου».  Του είπε με ψηλή και δυνατή φωνή. Ταράχθηκε η Νεφέλη γιατί δεν τον περίμενε. Αμέσως γύρισε το κεφάλι της και σηκώθηκε όρθια.
« Πως μπορώ να μην κάνω μια στάση να πω μια καλησπέρα σε μια τόσο όμορφη κοπέλα σαν την Νεφέλη;»
« Μάρκο, εδώ ήρθες για μιλήσουμε για δουλειές και όχι για να μου σπαταλάς τον χρόνο μιλώντας με την γραμματέα μου. Μπορείς να τα πεις μαζί της αργότερα».
« Καλά τα λες ξάδελφε. Τι λες λοιπόν Νεφέλη;»
« Τι;»
« Θα ήθελες να βγούμε σήμερα το βράδυ οι δύο μας;»
Δεν το περίμενε ο Άγγελος. Ξαφνιάστηκε και θύμωσε. Δεν είχε καμία δικαιολογία για να την μεταπείσει να μην πάει. Άλλωστε ήταν ελεύθερη κοπέλα να κάνει ότι θέλει.
« Δεν ξέρω. Πρέπει να προσέχω την μητέρα μου και δεν έχω κάποιον να μείνει μαζί της». Πριν καλά-καλά πάρει ανάσα από την πρόταση της, βρήκε την λύση ο Άγγελος».
« Εγώ!  Εννοώ εγώ θα την προσέχω θα μείνω μαζί της μέχρι να γυρίσεις».
Ο Μάρκος γέλασε φωναχτά σαν να άκουσε ανέκδοτο. « Εσύ; Από πού και ως που;»
« Την έχω ξαναδεί την Κυρά Ελένη. Θα είναι με ένα γνωστό πρόσωπο και έχω ελεύθερο χρόνο απόψε. Χαρά μου να κάνω μια εξυπηρέτηση στον ξάδελφο μου».
« Δεν έχει κάποιο γκομενάκι σήμερα; Πως και το έπαθες;»
Η Νεφέλη ένιωσε πολύ αμήχανα αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί. Ήταν το αφεντικό της και ότι ήθελε γινόταν. Πιο πολύ ένιωσε ενοχλημένη με αυτό που είπε ο Μάρκος. Ζήλεψε ίσως και για αυτό να δέχτηκε. Αν δεν δεχόταν να είναι με την μητέρα της ο Άγγελος, ίσως και να κοιμόταν με καμιά άσχετη που ψάχνεται.
« Εντάξει! Τι ώρα θα περάσεις να με πάρεις;» Άφησε ένα διακριτικό χαμόγελο για να το δει ο Άγγελος και να ζηλέψει.
« Στις εννέα είναι καλά;»
« Στις εννέα είναι τέλεια. Θα σε περιμένω».
Ήταν έτοιμος να εκραγεί από την ζήλεια που τον κυρίεψε. Έκλεισε τα δάχτυλα των χεριών σαν γροθιά και τα έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε.  Ήθελε να την αρπάξει και να την φιλήσει και να της πει δεν θα πας πουθενά μαζί του είσαι δικιά μου. Αλλά είχε σχέδιο και αυτός. Τα είχε προγραμματίσει όλα. Άπλωσε το χέρι του στον σβέρκο του Μάρκου τον άρπαξε και του είπε ‘πάμε μέσα τώρα γιατί έχουμε και δουλειές’.
Έφτασε η ώρα της εξόδου της με τον Μάρκο. Δεν ήξερε τι να φορέσει. Δεν είχε γεμάτη γκαρνταρόμπα ούτε πολυτελές ρούχα. Έτσι έβαλε ένα απλό μαύρο φόρεμα που κρατιόταν γύρω γύρω από το λαιμό της και έδινε πίσω στην μέση. Τα μαλλιά της τα άφησε κάτω κυματιστά όπως της τα έκανε η κομμώτρια πριν από το πάρτι. Η πόρτα χτύπησε και πήγε να ανοίξει. Είδε από το ματάκι της εξώπορτας ότι ήταν ο Άγγελος. Καθυστέρησε λίγο να του ανοίξει. Του άξιζε η αναμονή αφού δεν ήταν και τόσο ευγενικός απέναντι της.
« Καλησπέρα κύριε Άγγελε. Περάστε».
« Καλησπέρα. Πως είσαι;»
« Μια χαρά σας ευχαριστώ».
« Σε παρακαλώ όταν είμαστε εκτός γραφείου να μου μιλάς στον ενικό και άσε τα κύριε. Που είναι η μητέρα σου;»
« Εντάξει όπως θέλετε. Εννοώ όπως θέλεις. Είναι στο δωμάτιο της θα είναι εδώ από στιγμή σε στιγμή».
« Είσαι πολύ όμορφη το ξέρεις;»
Άπλωσε το χέρι του και άρπαξε το δικό της με ένα τρόπο τρυφερό. Δεν την κοίταξε στα μάτια. Κοιτούσε τα δάχτυλα της, χαϊδεύοντας τα. Ήθελε τόσο πολύ να του σηκώσει το βλέμμα και να του πει είμαι εδώ για σένα. Να του ανοίξει την καρδιά της και να του πει πως νιώθει. Άπλωσε το χέρι του και άγγιζε το μάγουλο του. Σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε στα μάτια.
« Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη για τον τρόπο που σου μίλησα στο πάρτι. Κατέστρεψα μια όμορφη στιγμή μαζί σου για να μην φανώ γλυκός και τρυφερός».
« Γιατί; Δεν ήθελες να είσαι τρυφερός μαζί μου;»
Ήταν αποφασισμένος να της απαντήσει στην ερώτηση της αλλά δεν πρόλαβε διότι αμέσως χτύπησε η πόρτα. Αναστατώθηκε η Νεφέλη. Δεν ήθελε να πάει με τον Μάρκο μετά από αυτή την στιγμή που υπήρξε μεταξύ τους.
« Μπορώ να του πω ότι δεν έχω διάθεση αν δεν θες να πάω».
« Όχι πήγαινε. Είναι εντάξει. Μην το χαλάσεις. Ήσουν ενθουσιασμένη».
« Δεν μπορώ να σε καταλάβω. Μια είσαι εδώ ολοκληρωτικά μαζί μου και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου γίνεσαι άλλος άνθρωπος. Δεν είσαι ειλικρινείς μαζί μου και εφόσον δεν είσαι εγώ δεν έχω καμία δουλειά εδώ μαζί σου».
Απομακρύνθηκε από κοντά του και άνοιξε την πόρτα. Στο μεταξύ η Κυρά Ελένη πήγε στο σαλόνι εκείνη την στιγμή που μπήκε ο Μάρκος μέσα.
« Ξάδελφε. Ήρθες κιόλας. Νόμιζα ότι θα αθετούσες τον λόγο σου».
« Μάρκο ξέρεις ότι τον λόγο μου ποτέ δεν τον αθετώ». Του είπε ο Άγγελος κλείνοντας του το μάτι.
« Κύριε Άγγελε, από δω η μητέρα μου, μητέρα ο Κύριος Άγγελος».
« Χάρηκα πολύ κυρία μου».
« Και εγώ Κύριε Άγγελε. Η χαρά είναι δική μου».
« Να μου μιλάτε στον ενικό σας παρακαλώ».
«Θα έχετε πολλά να πείτε τώρα που θα λείπουμε. Θα γνωριστείτε καλύτερα. Μητέρα δεν θα αργήσω. Τα λέμε».
  Ο Μάρκος της έπιασε το χέρι. Ένιωσε άβολα η Νεφέλη αλλά ήθελε να δει αυτή την στιγμή ο Άγγελος. Να δει ότι δεν είναι δεδομένη και ότι μπορεί εύκολα να γίνει ζητούμενη. Έτσι και είδε την σκηνή του χεριού. Όπως επίσης είδε και που της άνοιξε την πόρτα και του χαμογέλασε. Στάθηκε στην εξώπορτα και την έβλεπε να φεύγει. 
« Η μητέρα μου από μικρή μου έλεγε ότι επιθυμώ να πολεμάω για αυτό και να μην το αφήνω να φεύγει μακριά». Του είπε η Κυρά Ελένη και πήγε από πίσω του κλείνοντας  την πόρτα.
« Συγνώμη αλλά δεν είναι αυτό που νομίζεται».
« Όχι μόνο νομίζω αλλά σας άκουσα. Τα παλιά σπίτια δεν έχουν καλή ηχομόνωση. Εξάλλου το βλέπω στα μάτια σου. Ο τρόπος που την κοιτάς δείχνει πολλά. Ο τρόπος που της συμπεριφέρεσαι δείχνει ακόμα περισσότερα. Η ερώτηση μου εμένα είναι αφού την θες γιατί ταλαιπωρείς τον εαυτό σου και δεν την διεκδικείς όπως της αξίζει;»
« Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Αυτός που έφυγε είναι ξάδελφος μου. Από ότι καταλάβατε του αρέσει και πολύ μάλιστα. Δεν μπορώ να μπω ανάμεσα τους».
« Έχω καλύτερη ιδέα. Να αφήσεις την Νεφέλη να διαλέξει με ποιον θέλει να είναι. Ξέρω την κόρη μου όπως ξέρω και το γούστο της. Πρώτος θα είσαι να σαι σίγουρος. Απλά πρέπει να την διεκδικήσεις». Του είπε και του χαμογέλασε.
Αυτός σκεπτικός κάθισε στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση.
« Ας δούμε λίγη τηλεόραση και βλέπουμε τι θα γίνει. Θα ήθελα να σας ζητήσω να μην πείτε τίποτα στην Νεφέλη από αυτά που είπαμε».
« Μα φυσικά. Θα μείνει μεταξύ μας».
Όσο ήταν με τον Μάρκο η Νεφέλη σκεφτόταν μόνο τον Άγγελο. Περίμενε να τελειώσει η βραδιά πως και πως. Πήγαν σε ένα πολυτελές εστιατόριο και κάθισαν απέναντι ο ένας από τον άλλο σε ένα τραπέζι για δύο. Είχε κάνει πολλές απόπειρες για να της τραβήξει το ενδιαφέρον και να την προσεγγίσει αλλά τίποτα δεν έπιασε. Της έπιανε το χέρι της έλεγε υπονοούμενα αλλά αυτή τίποτα. Ζούσε σε άλλο κόσμο.
« Τι λες Νεφέλη;»
« Εεε; Ναι, ναι συμφωνω!»
« Νεφέλη σου μιλάω! Σε τι συμφωνείς;»
« Συγνώμη ήμουν αφηρημένη κάτι σκεφτόμουνα. Τι μου έλεγες;»
« Λέω πως θα σου φαινόταν να πηγαίναμε το σαββατο στο θέατρο ; Σου αρέσει το θέατρο; Έχει μια παράσταση πολύ καλή, πρώτη προβολή. Θα έχει πολύ κόσμο».
« Να το συζητήσουμε όταν πλησιάσουν οι μέρες».
« Ναι, σωστά. Δεν υπάρχει κάποιο ειδύλλιο μεταξύ σε εσένα και κάποιον άλλον σωστά;»
« Γιατί το λες αυτό;»
« Επειδή είσαι αφηρημένη και δεν μου δίνεις σχεδόν καμία σημασία».
« Συγνώμη μωρέ. Απλά σκέφτομαι την μητέρα μου. Πάντα την έχω στο μυαλό μου». Αφορμή ήταν η μητέρα της. Ένας ήταν στο μυαλό της και αυτός ο ένας ήταν στο σπίτι της.
« Θες να φύγουμε;»
« Όχι όχι. Κάτσε να τελειώσουμε το φαγητό μας, να φάμε το γλυκό μας να τα πούμε λίγο και μετά».
« Τώρα μιλάς σωστά!» Της είπε και γέλασε σαρκαστικά.
Όταν επιτέλους τελείωσε αυτή η βραδιά για την Νεφέλη, κατευθύνθηκε προς την πόρτα του σπιτιού της και στο πλάι της ήταν ο Μάρκος. Ο Άγγελος στο μεταξύ άκουσε τον Μάρκο που μιλούσε στην Νεφέλη. Αφού κοιμήθηκε και η κυρά Ελένη κατευθύνθηκε προς το ματάκι της εξώπορτας. Παρακολουθούσε τα βήματα της Νεφέλης από εκεί. Έβαλε το χέρι του στο μάγουλο της και ήταν έτοιμος να την φιλήσει. Την πλησίασε όσο έπρεπε αλλά του ξέφυγε. Έκανε δύο βήματα προς τα πίσω και τον κοίταξε.
« Είναι αργά. Καλύτερα να πάω μέσα. Πέρασα πολύ όμορφα απόψε. Θα τα πούμε αύριο».
Του έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο και έβγαλε τα κλειδιά από την τετράγωνη της τσάντα. Ο Μάρκος με σταθερά και αργά βήματα έφυγε. Και έμειναν οι δύο τους πάλι. Ο ένας να κοιτάζει τον άλλον. Περιμένοντας να ξεστομίσει ο ένας από τους δύο κάτι.
« Πως πέρασες;»
« Πολύ όμορφα. Ήταν όλα τέλεια. Μια μαγευτική βραδιά. Και ποια δεν θα ήθελε να είναι στην θέση μου. Που είναι η μητέρα μου;»
« Κοιμάται!»
« Ωραία. Σε ευχαριστώ που έμεινες μαζί της. Μπορείς να πηγαίνεις».
« Κάτι δεν μου πάει καλά εδώ. Κάτι μου λέει ότι δεν πέρασες τόσο καλά όσο λες».
« Δεν ήσουν εκεί. Για αυτό και δεν ξέρεις τι λες».
Γύρισε την πλάτη της προς αυτόν. Αυτός με δύο μεγάλα βήματα έφτασε πίσω της. Με το ένα του χέρι έκανε πέρα τα μαλλιά της που κρεμόντουσαν, βάζοντας τα μπροστά. Το φόρεμα που φορούσε δεν κάλυπτε ούτε ένα εκατοστό από την πλάτη της. Με το δάχτυλο του άγγιξε την γυμνή της πλάτη και ένιωσε το ρίγος που την διαπέρασε.
« Αν ήμουν στην θέση του απόψε ξέρεις τι θα έκανα;»
« Δεν ήσουν στην θέση του. Μπορούσες αλλά δεν ήσουν. Για αυτό δεν ξέρω και ούτε θέλω να μάθω. Είναι ώρα να πηγαίνεις».
Το δάχτυλο του έκανε γύρους στην πλάτη της και αυτή ήθελε τόσο να του πει να σταματήσει. Όχι επειδή δεν της άρεσε αλλά επειδή δεν έπρεπε. Δεν ήταν σωστό. Όμως δεν άνοιξε το στόμα της. Το σφράγισε όσο μπορούσε. Δεν γύρισε καν από την μεριά του. Έμεινε εκεί και ένιωθε την σωματική ικανοποίηση στο άγγιγμα του. Έβαλε τα χέρια του στους ώμους της. Στην συνέχεια έγειρε το κεφάλι του μπροστά και με τα υγρά του χείλι φίλησε την γυμνή της πλάτη. Η Νεφέλη ένιωσε ένα ανατρίχιασμα να διαρρέει μέσα στο σώμα της. Έβαλε το χέρι του μπροστά στην μέση της και με μια κίνηση την γύρισε προς την μεριά του.Ήταν πρόσωπο με πρόσωπο. Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε στα μάτια. Αυτός την κοιτούσε ήδη.
« Θέλεις όντως να φύγω;»
Έβαλε όλο της το πείσμα. Ήταν αποφασισμένη να μην γίνει το παιχνιδάκι του Άγγελου. Έτσι νόμιζε πως την έβλεπε. Έσφιξε την καρδιά της που χτυπούσε ανελέητα και του έκανε νόημα με το κεφάλι της πως όντως θέλει να φύγει. Δεν ήθελε να την πιέσει για τίποτα. Κατάλαβε πως αυτή δεν νοιαζόταν τόσο για αυτόν. Δεν τον έβλεπε ερωτικά. Έτσι κατέβασε τα χέρια του από την μέση της και έκανε δύο-τρία βήματα προς την πόρτα. Άπλωσε το χέρι του στο χερούλι και ίσα που άνοιξε την πόρτα. Αμέσως όλα πάγωσαν, αυτό που ακολούθησε τον ξάφνιασε.

Δύο αντιθετες προσωπικοτητεςWhere stories live. Discover now