Η πρόσκληση..

418 31 0
                                    

     Μετά από μια κουραστική και εξαντλητική μέρα στη δουλειά επέστρεψε στο σπιτικό της. Δεν είχε ανέσεις αλλά ήταν μια ζεστή φωλίτσα με όλα τα απαραίτητα. Εκεί την περίμενε η κυρά Ελένη. Μια άρρωστη μητέρα που κάθε μέρα ήθελε φροντίδα και αγάπη. Δεν έκανε να μένει μόνη της για αυτό και η Νεφέλη παρά της οικονομικές της δυσκολίες της έφερε μια προσωπική νοσοκόμα να την προσέχει αυτές τις ώρες που θα βρίσκεται στην δουλειά. Οι γιατροί είπαν ότι έχει την γνωστή νόσο του Parkinson. 
« Για πες μου μητέρα. Πως πέρασες σήμερα με την Κατερινιώ;»
« Μια χαρούλα κόρη μου. Πολύ καλό κορίτσι κι ευγενικό. Και μην νομίζεις πως είναι καμιά τυχαία. Έχει όνειρα και φιλοδοξίες. Είναι πολύ υπεράνω. Ότι κάνει το κάνει με την ψυχή της και όχι για τα λίγα χρήματα που της δίνουμε».
« Χαίρομαι που σ’αρέσει σαν άνθρωπος! Από ‘δω και στο εξής αυτή θα σε προσέχει και θα σε φροντίζει τις ώρες που θα λείπω. Μακάρι να μπορούσα να το κάνω εγώ. Μα δεν γίνεται».
    Μάνα και κόρη της ένωσε μια γεροδεμένη αγκαλιά. Μια αγκαλιά δεμένη με σφιχτά λουριά. Που κανείς δεν μπορούσε να κόψει, να ξεμπλέξει και να τα ξεχωρίσει. Ένα κουβάρι από ατσάλι ανάμεσα σε δυο ατομα που περασαν πολλα. Έδωσαν, πήραν, στερήθηκαν και πάλεψαν για να φτάσουν στην κατάσταση που ήταν. Είχαν η μια την άλλη και αυτό ήταν το όπλο τους.
    Η κυρά Ελένη ήταν μια μητέρα που στερήθηκε πολλά για την κόρη της. Ο κυρ Αντρέας έφυγε από την ζωή της γυναίκας του και του παιδιού του με τον πιο εύκολο τρόπο. Δίχως να προσπαθήσει, για κάτι καλύτερο. Το παιδί έψαχνε τον πατέρα της, δίχως ανταπόκριση. Όταν έγινε οκτώ ετών η κυρά Ελένη, αναγκάστηκε από τις επανειλημμένες ερωτήσεις της μικρής να της εξηγήσει τι συνέβηκε και έφυγε από το σπίτι ο «λατρεμένος της πατέρας». Ήταν ένας πατέρας αφελής και εγωκεντρικός. Δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο παρά το ποτό. Ένας μεθύστακας που το καλύτερο που ήξερε να κάνει είναι να παίρνει ένα ποτήρι, να βάζει 2-3 παγάκια και να το γεμίζει με ουίσκι. Δεν πρόσφερε τίποτα στην γυναικά του μα ούτε και στην κόρη του. Μονάχα κάτι προστύμματα από τον νόμο. Διότι μερικές φορές οδηγούσε μεθυσμένος και άλλες υπό μεγάλη ταχύτητα. Έτσι τον έδιωξε από το σπίτι. Σιγά σιγά τον ξέχασε και η Νεφέλη. Μετά από λίγα χρόνια έμαθαν πως απεβίωσε από την ζωή..
     Άφησε τα καστανά κι μακριά της μαλλιά να αγγίξουν τον μαξιλάρι της. Τα μάτια της δεν έκλειναν με τίποτα. Το μυαλό της ήταν γεμάτο και η καρδιά της κόντευε να σταματήσει. Για ένα περίεργο λόγο σκεπτόταν τον Άγγελο. Χωρίς να γνωρίζει το γιατί. Κάθε βράδυ το ίδιο συναίσθημα και ένας κόμπος στο στομάχι. Στην σκέψη της έκανε βόλτες αυτός.  Αυτός που την κοίταζε κάθε μέρα με αυτά τα μεγάλα και καταγάλανα μάτια. Που όλο κάτι ήθελαν να πουν. Μα τίποτα δεν ξεστόμιζαν. Δεν είχε νιώσει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν και δεν ήξερε την ήταν αυτό το συναίσθημα. Ένα συναίσθημα βίαιο κι ανυπόφορο που της σταμάταγε τον αέρα και της  έκοβε κάθε ανάσα.
     Το επόμενο πρωί ο Άγγελος φώναξε στο γραφείο του την Νεφέλη. Ένιωθε ένα δισταγμό στο να κατευθυνθεί προς το γραφείο του. Όμως δεν ήταν φόβος. Δεν τον φοβόταν καθόλου. Γιατί ήξερε πως ήταν άκακος. Μπορεί να έλεγαν πολλά για αυτόν, αλλά αυτή πίστευε κάπου βαθιά μέσα της, το άκρος αντίθετο. Πως υπάρχει μια αθώα ψυχή που της λείπει η αγάπη, κι απλά κρύφτηκε σαν το σαλιγκάρι στο καβούκι της. Με μικρά και σταθερά βήματα προχώρησε προς την πόρτα του γραφείου του.
«Ζητήσατε να με δείτε;»
«Ναι! Μπες μέσα, κλείσε την πόρτα και κάθισε».
    Η νεαρή ξεροκατάπιε απότομα. Ήταν λες και πνίγηκε με τον ίδιο της το σάλιο. Ένιωσε τους κτύπους της καρδιάς της να ψηλώνουν και τα πόδια της άρχισαν ένα έντονο τρεμούλιασμα. Μπήκε μέσα σαν το φοβισμένο κουτάβι που το περιτριγυρίζει ο λύκος. Λες και με την πρώτη ευκαιρία θα το κατασπαράξει ο αγρίμι. Έκλεισε σιγά σιγά την πόρτα και κάθισε στις σιδερένιες καρέκλες που βρισκόταν μπροστά από το γραφείο του. Πήρε μια βαθιά ανάσα, όμως πριν καλά-καλά την αφήσει προς τα έξω, εισχώρησε στα πνευμόνια της.
« Πείτε μου κύριε. Τι μπορώ να κάνω για εσάς».
« Αύριο το βράδυ ένας από τους μετόχους της εταιρείας θα κάνει ένα Χριστουγεννιάτικο πάρτι προς τιμή της εταιρείας και τους υπαλλήλους που δουλεύουν καθημερινά πολύ σκληρά για εμάς. Φυσικά μιας κι εργάζεσαι και εσύ εδώ, είσαι καλεσμένη. Αλλά όλοι οι μέτοχοι πρέπει να έχουν μια ντάμα. Ακόμη και εγώ που είμαι ο πρόεδρος αυτής της εταιρείας. Έτσι θα ήθελα να σου ζητήσω να με συνοδέψεις σε αυτό το χαζό πάρτι».
« Δεν ξέρω κύριε. Είναι και η μητέρα μου.. Ξέρεται είναι άρρωστη και θέλει συνεχώς κάποιον να την επιβλέπει. Έχει μια προσωπική νοσοκόμα αλλά την προσέχει μόνο τις ώρες που λείπω. Δεν νομίζω να μπορώ να έρθω μαζί σας».
« Θα της φέρω εγώ μια κοπέλα να την προσέχει. Θα πληρώσω εγώ και δεν ακούω τσιμουδιά».
« Δεν γίνεται..»
« Θα περάσω να σε πάρω στις εννέα. Είναι αναγκαστικό για την δουλειά. Αα και πριν το ξεχάσω θα σε πάρει η Έφη για ψώνια το απόγευμα. Πρέπει να δείξουμε καλό προφίλ και σίγουρα δεν θα φορέσεις ένα από τα συνηθισμένα σου ταγιέρ».
« Μα μου αρέσουν τα ταγιέρ μου. Μου τα έδωσε μια μακρινή μου θεία..»
« Φαίνεται!» Απάντησε με ένα ειρωνικό ύφος. Γύρισε τη δερμάτινη του καρέκλα προς την τζαμαρία και αγνάντευε το κενό.
    Δεν της άρεσε που της επίβαλε να κάνει όλα αυτά εφόσον αυτή του αρνήθηκε. Την έκανε να νιώσει λες και είναι ιδιοκτησία του, λες και είναι υποχείριο του. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήταν το αφεντικό της και έπρεπε να τον ακούσει αν ήθελε να κρατήσει την θέση της. Ένιωσε όμορφα όμως, που την προσκάλεσε σε πάρτι. Μπορούσε να πει στην οποιαδήποτε να τον  συνοδέψει αλλά αυτός προτίμησε την Νεφέλη. Αυτό την χαροποίησε αφάνταστα και της έφτιαξε ιδιαίτερα την μέρα.
    Κατά το απόγευμα χτύπησε η πόρτα του σπιτιού της. Άνοιξε την πόρτα και αμέσως μπήκε μέσα η Έφη. Κράταγε την Louis Vuitton με το ένα χέρι και με το άλλο κούνησε τα δάχτυλα της στην Νεφέλη για να κάνει γρήγορα.
«Άντε, σήκω. Φύγαμε. Πρέπει να σε σουλουπώσω».
«Τώρα;»
«Ναι τώρα. Έχουμε αργήσει κιόλας».
  Πήρε τα πράγματα της και έφυγαν στα βιαστικά .

Δύο αντιθετες προσωπικοτητεςWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu