Η γνωριμία!

757 43 5
                                    

Η κυκλοφορία στους δρόμους ήταν ανυπόφορη. Ουρά τα αμάξια για να φτάσουν στον προορισμό τους.  Με τα πόδια πιο γρήγορα θα έφτανες, παρά με αμάξι. Εκείνη την στιγμή η μόνη λύση, ήταν να αναμένεις στην ουρά. Κατσουφιασμένα πρόσωπα, αμέτρητες σκέψεις κι ένας μεγάλος εκνευρισμός έβλεπες ότι υπήρχε στο πρόσωπο των πολιτών. Που περίμεναν και περίμεναν, για να φύγουν από όλη αυτή την ένταση που υπήρχε.
   Ο λόγος όλης αυτής της βαβούρας και της κίνησης ήταν το ατυχές γεγονός που ακούστηκε το πρωί σε όλη την πόλη. Είχαν κλείσει όλο το κεντρικό δρόμο. Διότι έγινε ένα μεγάλο μπλόκο ανάμεσα σε τρία αμάξια. Είχε δύο περιπολικά και ένα ασθενοφόρο. Γύρω από τα σοκαρισμένα άτομα που δημιούργησαν το μπλόκο ήταν τέσσερα μπατσόνια και δύο γιατροί για να διερευνήσουν πως έγινε το δυστύχημα αλλά και να σιγουρευτούν πως κανείς δεν χτύπησε. Ευτυχώς όμως κανείς δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά. Μόνο κάτι κτυπηματάκια ήταν, που θα επουλώνονταν πολύ γρήγορα.
    Μέσα σε μια στιγμή ο ουρανός σκοτείνιασε. Αν γύριζες τα μάτια πάνω θα έβλεπες μόνο σύννεφα. Ούτε ίχνος από το φως του ήλιου. Μουντός καιρός ξέσπασε σαν τον μουντό Άγγελο. Όνομα και πράγμα άλλωστε. Σαν τον άγγελο ήταν και αυτός. Ψηλός, ξανθός με καταγάλανα μάτια. Όσο θερμός ήταν εμφανισιακά άλλο τόσο ψυχρός ήταν από μέσα. Δεν του έβγαζες κουβέντα. Όσο και να προσπαθούσες να τον πλησιάσεις, κάθε σου κίνηση φαινόταν μάταια. Ένας άνθρωπος ψυχρός. Μοναχικός, εγωιστής, ισχυρογνώμων που η ζωή του φέρθηκε άσχημα. Ότι είχε το πέτυχε μόνος του. Με αφοσίωση στην δουλειά του και με πολύ κόπο. Δεν δέχθηκε ποτέ καμία βοήθεια. Άλλωστε ποτέ δεν την ζήτησε από κανένα. Ήταν ο άνθρωπος μυστήριο όπως τον φώναζαν πισώπλατα.
    Καθώς άκουγες τις κόρνες των αμαξιών να κτυπάνε ασταμάτητα, μέσα σε τόσο θόρυβο ακούς και μια λεπτή φωνή να ξεπετάγεται από το παράθυρο.
« Τελειώνεται μια ώρα, μας κάνατε τα νεύρα κάγκελο».
    Αμέσως τα μάτια του Άγγελου έκαναν μια στροφή από το πλαϊνό καθρεφτάκι του συνοδηγού για να δει από πού βγήκε αυτή η αθώα φωνή. Αντίκρισε μια αγανακτισμένη νεαρή κοπέλα. Που ήθελε να πάει απεγνωσμένα σε ένα ραντεβού που είχε για μια δουλειά. Άνεργη αλλά και αργοπορημένη στην μελλοντική της εργασία. Αυτή η σκέψη την σκότωνε.
    Το προηγούμενο πρωί είχε πάρει μια αγγελία για να ψάξει μήπως και βρει δουλειά. Τυχαία έπεσε το μάτι της πάνω στην αγγελία όπου μια εταιρία υφαντουργίας ζητούσε γραμματέα. Το είχε σκεφτεί αρκετές φορές πριν πάρει την απόφαση να πάει εκεί. Διότι το αυτί της άκουγε διάφορα. Ότι το αφεντικό είναι μούτρο, εγωκεντρικός και αφελής. Η προηγούμενη γραμματέας έφυγε διότι δεχόταν πολύ πίεση από το αφεντικό της. Έτσι είπε τουλάχιστον. Όμως η κοπέλα είχε κότσια! Ήταν αποφασισμένη να πάρει αυτή την θέση με κάθε κόστος. Αλλά όπως φαίνεται η τύχη δεν ήταν με το μέρος της. Έπεσε σε μπλόκο!
    Σε κάποια φάση άρχισαν τα αμάξια να προχωράνε ένα-ένα. Υπήρχε βαβούρα μισή ώρα πριν ανοίξει ο δρόμος. Αλλά μόλις έφυγαν τους κώνους από τον δρόμο έπεσε μεγάλη ησυχία στο κέντρο της πόλης. Δεν ακουγόταν τίποτα. Μόνο κάτι τρέιλερ, που περνούσαν τις διασταυρώσεις και ακουγόταν το κοντέινερ που ήταν απάνω τους.
    Το άγχος κυρίεψε μέσα της.  Η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την αγωνία μήπως και δεν πάρει την δουλειά. Στεκόταν επί πέντε λεπτά έξω από την είσοδο. Μετά από πολύ σκέψη πέρασε το κατώφλι της κύριας εισόδου και κατευθύνθηκε στο γραφείο που ήταν μπροστά.
« Γεια σας. Ήρθα για την θέση της γραμματέας».
« Σας περιμέναμε. Αργήσατε όμως».
« Έκλεισαν τον δρόμο και..». Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα της.
« Μπορείς να περάσεις στο γραφείο του κύριου Άγγελου. Δεύτερος όροφος, τελευταία πόρτα δεξιά».
     Αμέσως ανοιγόκλεισε τα μάτια της δύο φόρες. Έγινε κατά κόκκινη, το σώμα της άρχισε ένα τρεμούλιασμα και η καρδιά της συνέχισε στους ίδιους παλμούς που ήταν και στην είσοδο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με μικρά βήματα προχώρησε  προς  το ασανσέρ.  Μπήκε μέσα, πάτησε το δεύτερο κουμπί και άρχισε ο ανελκυστήρας.
    Αυτός καθόταν πάνω στην μαύρη δερμάτινη του καρέκλα και έβλεπε προς το παράθυρο με τους αγκώνες στα μπράτσα της. Του άρεσε να κοιτάζει στο κενό, του θύμιζε αυτόν και το μεγάλο κενό που ένιωθε μέσα του. Η πόρτα χτύπησε και χωρίς να κουνηθεί, ούτε να ρωτήσει ποιος είναι έμεινε εκεί να κοιτάζει το απέραντο κενό. Αυτή δεν πείρε απάντηση από το κτύπημα της. Έτσι πήρε την πρωτοβουλία να ανοίξει την πόρτα. Με τρεμάμενη φωνή είπε:
« Χαίρεται. Συγνώμη που ενοχλώ αλλά μου είπε η κοπέλα έξω ότι μπορώ να περάσω».
   Ακούγοντας αυτή την γνωστή φωνή, αμέσως γύρισε την στριφογυριστή του καρέκλα. Ήταν αυτή η φωνή που άκουσε στον δρόμο όταν περίμενε να προχωρήσουν τα αυτοκίνητα. Αυτή η αθώα και λεπτή φωνή που ακούστηκε από το παράθυρο ενός παλιού σαράβαλου. Δεν υπολόγιζε ότι αυτή η κοπέλα θα βρισκόταν στο γραφείο του ενδιαφερόμενη για την δουλειά. Σούφρωσε επίμονα τα φρύδια και γούρλωσε τα μάτια.
« Πέρασε και κάθισε. Πως ονομάζεσαι;»
« Νεφέλη με λένε ».
« Νεφέλη; Γιατί θέλεις αυτή την δουλειά τόσο πολύ;»
« Επειδή είμαι άνεργη εδώ και ένα μήνα και δεν έχω οικονομική άνεση. Έχω μια άρρωστη μητέρα να φροντίσω. Θέλω επειγόντως μια δουλειά. Γνωρίζω την δουλειά. Πάνω κάτω. Έχω ξανά δουλέψει σε κάτι παρόμοιο. Σε ένα τυπογραφείο».
   Το μάτι του πήγε αμέσως στο τρόπο ντυσίματος της. Πρώτα κοίταξε τα κακόγουστα παπούτσια που φορούσε. Δεν το έλεγες γόβες αυτό.  Ήταν πιο πολύ σαν σαντάλια. Το μάτι του μετά ταξίδεψε στα καλογραμμένα της πόδια. Αλλά όταν προχώρησε πιο πάνω αντίκρισε αυτό το κακόγουστο καφέ ταγιέρ που φορούσε. Που στην τσέπη είχε ένα μπάλωμα έντονο. Πήρε μια βαθιά ανάσα γεμίζοντας τα πνευμόνια του με αέρα και αμέσως ξεφύσησε.
« Να είσαι εδώ στις επτά η ώρα. Ούτε λεπτό παραπάνω».
   Αμέσως η καρδιά της ησύχασε. Πήγε και πάλι στους κανονικούς της χτύπους. Το κορμί της ηρέμησε από το τρεμούλιασμα και ένα μεγάλο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Γελούσαν ακόμα και τα μάτια της. Άπλωσε το χέρι της για να κάνει μια χειραψία μαζί του και να τον ευχαριστήσει. Αυτός ξαφνιάστηκε. Ανταποκρίθηκε βιαστικά και εκνευρισμένος στην χειραψία επειδή μια τόσο μικρόσωμη γυναίκα έκανε μια τόσο σφιχτή χειραψία. Τα χέρια αυτής ήταν ζεστά και μαλακά. Αυτού ήταν τόσο ψυχρά και σκληρά.
« Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Θα είμαι στην ώρα μου και πιο γρήγορα ακόμα».
   Όταν είδε το χαμόγελο της ένιωσε ένα φτερούγισμα στην καρδιά. Κάτι που δεν ένιωσε ποτέ. Αλλά δεν το έδειξε δεν ήταν τέτοιος. Μπορούσε να γίνει ο πιο απόμακρος άνθρωπος στον κόσμο. Άλλωστε αυτό ήταν. Χωρίς να δίνει δικαιώματα σε κανένα να τον πλησιάσει. Η μοναξιά του ήταν η δύναμη του.
       Το πε και το έκανε όμως η Νεφέλη. Ήταν στην ώρα της. Ποτέ δεν άργησε, άλλες φορές πήγαινε πιο γρήγορα κι άλλες ακριβώς η ώρα επτά. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να εκνευρίσει τον Άγγελο ούτε να τον δυσαρεστήσει. Άλλωστε την πίκρα την έβλεπε στα μάτια του χωρίς να της πει το παραμικρό. Χωρίς να ξεκλειδώσει την ψυχή του. Αυτή με τον δικό της τρόπο έβλεπε πως αυτά τα όμορφα καταγάλανα μάτια όση ομορφιά είχαν απέξω άλλο τόση θλίψη είχαν από μέσα. Ήθελε μόνο να κάνει την δουλειά της και μετά ποιος την είδε την Νεφέλη.






Δύο αντιθετες προσωπικοτητεςWhere stories live. Discover now