Δούρειος Ίππος

373 54 2
                                    

Τα νέα είχαν ταξιδέψει γρήγορα και ο ερχομός του παιδιού είχε πέσει σαν μία ευχάριστη βόμβα στο σπίτι του Ιωσήφ.

-<< Είναι το καλύτερο δώρο που θα μπορούσατε να μου κάνετε!>> είχε πεί ο κύριος Θοδωρής και είχε αγκαλιάσει περήφανα τον γιό του.

Ο Ιωσήφ είχε δαγκωθεί.

''Αμάν ρε πατέρα! Ώρες, ώρες λες κάτι πετυχημένα!!!'' είχε σκεφτεί η Νιόβη η οποία με την σειρά της είχε αγκαλιάσει τον Ιωσήφ.

Η μητέρα τους όντας πιό λογική, δεν την είχαν συνεπάρει τα ευχάριστα συναισθήματα, και δεν είχε ξεφύγει η αλλαγή της συμπεριφοράς του γιού της, απο το άγριπνο βλέμμα της. Ο Ιωσήφ λέγοντας ότι ήταν κουρασμένος είχε μπεί στο δωμάτιό του και είχε κλειδώσει τη πόρτα του. Ήθελε να μείνει μόνος του. Είχε ανάγκη να σκεφτεί και να δεί τι θα κάνει. Το ξημέρωμα τον βρήκε να κοιτάζει τα φώτα των κτηρίων της συμπρωτεύουσας και να τραντάζουν το σώμα του οι λυγμοί. Κάποια στιγμή, την είδε να μπαίνει στο αμάξι της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τα συναισθήματά της. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο. Κοίταξε τον ουρανό. Συννεφιασμένος όπως και η ψυχή του. Δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα. Ξεκλείδωσε και βγήκε απο το δωμάτιό του και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Αντί για καφέ προτίμησε να καπνίσει. Άφησε τον καπνό να εισχωρήσει βαθειά μέσα στα πνευμόνια του.

-<<Δε σου έχω πει ότι δε θέλω να καπνίζεις στην κουζίνα;>>

-<<Απαράτα με πρωινιάτικα!>> αντιγύρισε στη μητέρα του και έκανε να βγει από την κουζίνα.

-<<Αγόρι μου τι σου συμβαίνει;>> τον ρώτησε. Το βλέμμα της πρόδιδε αγωνία. <<Μίλησέ μου.>> συμπλήρωσε.

Ο Ιωσήφ την κοίταξε για μια στιγμή. Έκανε να της πει κάτι. Άνοιξε το στόμα του μα φωνή δε βγήκε. Χαμήλωσε το βλέμμα του και έφυγε από το δωμάτιο με το κεφάλι σκυφτό.

Η κυρία Μαριάννα δεν ήταν χαζή. Από τη στιγμή που έμαθε οτι θα γίνει πατέρας είχε συννεφιάσει ολόκληρος. Ήθελε να πάει να του μιλήσει μα προτίμησε να του δώσει χώρο για να μπορέσει να «ανασάνει» και να χειριστεί την κατάσταση.

Ο Ιωσήφ επέστρεψε στο δωμάτιό του. Τι θα έκανε; Πώς θα ζούσε τη ζωή του παγιδευμένος; Μήπως όλα αυτά τα συναισθήματα ήταν μια επιπολαιότητα πριν το γάμο του; Όμως όχι... Δεν μπορεί. Απο καιρό κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Δεν είχε όρεξη να δει τη Δήμητρα, να της μιλήσει, να ακούσει τη φωνή της, πόσο μάλλον να κάνει έρωτα μαζί της, να την αγκαλιάσει, να μιλήσουν ανθρώπινα και ουσιαστικά. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που είχε αλλάξει μέσα του, που τον είχε κάνει να τη βλέπει διαφορετικά. Ήθελε να φύγει μακριά της όμως εκείνη κρατούσε ένα κομμάτι του. Το παιδί του. Δεν του έφταιγε σε τίποτα αυτό το μικρό πλασματάκι. Όσο περνούσαν οι ώρες όλες αυτές τις μέρες ο Ιωσήφ όλο και περισσότερο ένιωθε εγκλωβισμένος σε μια απόφαση που πάρθηκε, καθαρά γιατί ήταν πολλά χρόνια μαζί και επειδή πιέστηκαν οι καταστάσεις και από τις δύο οικογένειες. Χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο γραφείο του. Δεν πόνεσε όμως. Ήθελε να κάνει κάτι για να πονέσει τον εαυτό του, μπας και συνέλθει. Άκουσε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα.

ΚάρμαOù les histoires vivent. Découvrez maintenant