Η φιλοξενία

484 62 5
                                    


Η Νάρα ήταν έξαλλη. Είχε θυμώσει τόσο πολύ που ένιωθε το κεφάλι της να βουίζει. Βγήκε από το ξενοδοχείο και μπήκε ξανά στο αμάξι της. Όσα ξενοδοχεία είχε ρωτήσει δεν είχαν δωμάτιο. Τι θα έκανε τώρα; Κατευθύνθηκε προς το κέντρο της πόλης, πάρκαρε και κατέβηκε να περπατήσει. Μπήκε σε ένα καφέ να πάρει κάτι να πιει και σχεδόν έπεσε πάνω στον Φώτη.
-《Επ! Τι κάνεις;》 τη ρώτησε κεφάτα.
Η Νάιρα τον κοίταξε με απελπισία. Τι να του έλεγε;
-《Τι έπαθες;》 τη ρώτησε καθώς την κοιτούσε ερευνητικά.
-《 Στο ξενοδοχείο που είχα κλείσει, ενώ είχα προπληρώσει για κάποιο λόγο δεν έγινε κράτηση, δεν υπάρχει άλλο δωμάτιο, έψαξα και σε άλλα ξενοδοχεία όμως είναι πλήρη λόγω ημερών.》 Του είπε και σχεδόν βούρκωσε.
-《 Για αυτό σκας; Σιγά! Θα μείνεις σπίτι μας》 της είπε απλά.
Η Νάιρα τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
-《Τι με κοιτάς; Φύγαμε για το σπίτι.》 της είπε με το ζεστό του χαμόγελο. Από τη μια δεν είχε άλλη επιλογή, από την άλλη ένιωθε πολύ άσχημα που ουσιαστικά θα έμενε σε ένα ξένο σπίτι. Θα ήταν δύσκολο αφού θα χρειαζόταν χώρο για να φτιάξει πολλά πράγματα, ενώ θα έπρεπε να ακολουθεί και τους κανόνες του σπιτιού. Δε θα μπορούσε να μπαίνει και να βγαίνει όποτε θέλει. Ένιωσε αχάριστη.
Ο Φώτης είχε ήδη χαιρετήσει την παρέα του και κατευθυνόταν προς το μέρος της. Του χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη και έβγαλε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της από την τσάντα της.
-《Θέλεις να έρθεις μαζί μου;》 τον ρώτησε.
-《 Και να μην ήθελες θα έρθω! Δεν έχω μεταφορικό μέσο.》 της απάντησε.
Αφού χαιρέτησε τους φίλους του φόρεσε το κασκόλ του και βγήκε από το μαγαζί. Η Νάιρα τον περίμενε λίγα μέτρα πιο πέρα. Περπάτησαν μαζί μέχρι το αμάξι της. Μπήκαν μέσα γρήγορα και η Νάιρα άνοιξε αμέσως το καλοριφέρ. Τα χέρια της ήταν κοκαλωμένα από το κρύο.
-《 Κρυώνεις ε; Η αλήθεια είναι ότι στη Θεσσαλονίκη έχει περισσότερο κρύο από ότι στην Αθήνα. Και εγώ όταν μέναμε στην Αθήνα δεν κρύωνα τόσο.》 της είπε και φάνηκε ότι αναπολούσε τις μέρες του στην πρωτεύουσα.
Η Νάιρα παραξεύτηκε.
-《Έχετε μετακομίσει πολλά χρόνια εδώ;》 τον ρώτησε, ενώ άλλαζε ταχύτητα.
-《Αρκετά. Δώδεκα συγκεκριμένα.》
-《Σου λείπει, ε;》
-《Όσο να πεις... όλα τα άφησα πίσω. Παρέες, σχέση... Άσε! Δεν το μετανιώνω όμως! Όλα μας ήρθαν πολύ καλά!》 είπε ευχαριστημένος.
Είχαν φτάσει στο σπίτι και ο Φώτης άνοιξε με ένα μικρό κοντρόλ την γκαραζόπορτα. Αφού πάρκαραν το αμάξι εκείνος έκανε να ανοίξει το πορτ-παγκάζ.
-《Θα προτιμούσα να ρωτήσεις τους γονείς σου πριν μπω με τις βαλίτσες μέσα.》 Του είπε κοκκινίζοντας.
-《Υπερβάλεις! Δεν υπάρχει κανένα θέμα!》 Της είπε με σιγουριά.
-《Θα ένιωθα πιο άνετα αν ρωτούσες... Δεν είναι το ίδιο να μπω ξαφνικά στο σπίτι σας με βαλίτσες, από το να ρωτήσεις πρώτα...》 του είπε κοιτάζοντας τον ικετευτικά.
Ο Φώτης ανασήκωσε τους ώμους του και έκανε μεταβολή. Μπήκε στο σπίτι γρήγορα και σχεδόν μετά από δυο λεπτά βγήκε με έναν κύριο γύρω στα εξήντα.
-《 Καλώς την! Καλώς όρισες!》 της είπε γεμάτος ενέργεια. Της έσφιξε το χέρι εγκάρδια και ύστερα της ζήτησε να περάσει στο σπίτι. 《Είμαι ο Θοδωρής. Ο μπαμπάς των παιδιών.》 Συμπλήρωσε με ένα χαμόγελο.
Η Νάιρα είχε γίνει κατακόκκινη από ντροπή. Ένιωθε ότι κατά κάποιο τρόπο τους "φορτωνόταν". Μπήκαν μέσα στο σπίτι και η Μαριάννα τους περίμενε χαμογελαστή. Της έκανε νόημα να την ακολουθήσει στη μεγάλη εσωτερική σκάλα. Αφού περπάτησαν λίγο και προσπέρασαν τις υπόλοιπες κλειστές πόρτες, μπήκαν σε ένα δωμάτιο πολύ μεγάλο. Το δωμάτιο είχε ένα τεράστιο παράθυρο, ένα γραφείο, και ένα διπλό κρεβάτι, ενώ μια πόρτα οδηγούσε σε ένα ευρύχωρο μπάνιο.
-《 Είναι το δωμάτιο του Ιωσήφ μου. Θα έρθει την επόμενη εβδομάδα και θα κοιμηθεί με τον Φώτη.》 εξήγησε.
Η Νάιρα ένιωθε υποχρεωμένη. Δεν είχε λόγια για να την ευχαριστήσει.
-《 Δεν έχω λόγια. Χίλια ευχαριστώ για όλα!》 της είπε με εμφανή την ευγνωμοσύνη στη φωνή της.
Εκείνη την ώρα μπήκε ο Φώτης με δύο βαλίτσες.
-《 Ξεκουράσου και θα τα πούμε αργότερα. Βασικά σε λίγο τρώμε. Ελπίζω να πεινάς》 συμπλήρωσε.
Η Νάιρα τους ευχαρίστησε και βολεύτηκε στο δωμάτιο. Έβαλε το λάπτοπ της να φορτίζει στο γραφείο και διάλεξε ένα ζευγάρι φόρμες για μέσα στο σπίτι και τα μποτάκια-παντόφλες της. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και ετοιμάστηκε γρήγορα για το μεσημεριανό. Ένιωσε πολύ τυχερή και χαμογέλασε.
Κατέβηκε τη μεγάλη σκάλα και παρατήρησε τη βιβλιοθήκη με τα πολλά βιβλία και τις φωτογραφίες. Τότε η ματιά της έπεσε σε μια φωτογραφία... Δεν είναι δυνατόν! Αποκλείεται!!! Έκανε να την αγγίξει...
-《Εδώ είσαι; Έλα να φάμε.》 Είπε ο Φώτης χαρωπά.
-《 Φώτη... Αυτός είναι ο αδερφός σου;》 τον ρώτησε διστακτικά.
-《Ναι ρε γαμώτο!》 είπε πειρακτικά. 《Έλα γιατί πεινάω!》 συμπλήρωσε.
Η Νάιρα ήταν σοκαρισμένη. Δεν μπορεί! Είχε να τον δει τουλάχιστον δώδεκα χρόνια! Ξεφύσηξε αργά. Μπήκε στην κουζίνα και έκατσε με τους υπόλοιπους στο τραπέζι.
-《Είμαι η Νάιρα.》 είπε χαμογελώντας και έδωσε το χέρι της στην κοπέλα που καθόταν απέναντί της.
Ήταν σαν άγγελος. Ξανθιά με γαλανά μάτια, πανέμορφο χαμόγελο και καλοσυνάτο βλέμμα που όμοιό του δεν είχε ξανασυναντήσει η Νάιρα.
-《 Είμαι η Νιόβη. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω》 είπε και εκείνη.
Η Νάιρα ήταν εντυπωσιασμένη από την οικογένεια αυτή. Έμοιαζαν τόσο δεμένοι μεταξύ τους. Όλα ήταν πολύ νόστιμα και ευχαριστήθηκε και την όμορφη παρέα τους και το φαγητό. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και ήταν όλα στολισμένα σύμφωνα με το πνεύμα των ημερών.
Μίλησαν αρκετή ώρα και έμαθαν πολλά πράγματα για τη Νάιρα όπως και εκείνη για αυτούς. 


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

-《 Καλά ρε μαμά. Ο γιος σου διάλεξε αυτό το κουστούμι;》 ρώτησε η Νιόβη τη μητέρα της.
Η κυρία Μαριάννα χαμογέλασε αμήχανα. Η Νάιρα κοίταξε αλλού για να μη γελάσει. Πραγματικά ήταν ότι πιο γελοίο είχε δει σε γαμπριάτικο κουστούμι. Ήταν μπορντό με λεπτή καφέ ρίγα. Η ύφανση του είχε μια ελαφριά γυαλάδα.
-《 Μόνο εγώ το βλέπω; Ρε μαμά! Τι θα έχει ντυθεί;》 η Νιόβη τις κοιτούσε με απελπισία.
-《 Κορίτσι μου να σε ρωτήσω κάτι. Εάν χρειαστεί να αλλαχτεί, υπάρχει δυνατότητα;》
-《 Ναι βεβαίως. Υπάρχει το αντίστοιχο κατάστημα εδώ στη Θεσσαλονίκη, οπότε θα μπορεί να αλλαχτεί εάν χρειαστεί.》
Η κυρία Μαριάννα χαμογέλασε καθησυχασμένη.
Η Νάιρα είχε αρχίσει να ανησυχεί. Είχε την εντύπωση ότι θα δημιουργούνταν προβλήματα. Και δεν είχε καθόλου άδικο...

ΚάρμαWhere stories live. Discover now