Κεφάλαιο 31: Φίλοι

28 13 2
                                    

Όσο πιο πολύ προχωρούσε τόσο πιο μόνος ένιωθε. Δεν είχε κάνει πολλούς φίλους στην κοινότητα και δεν έβλεπε κανέναν τους. Μόνο άγνωστα πρόσωπα που δεν του έριχναν ούτε μία ματιά καθώς περνούσε. Ο πόλεμος σε επηρεάζει για όλη σου τη ζωή. Πριν τη μάχη σε φοβίζει και σε κάνει να νοιώθεις πως κανείς δεν είναι πραγματικά κοντά σου. Στη μάχη σε σκοτώνει ή σε αφήνει πληγωμένο και μετά τη μάχη σε γεμίζει θλίψη και σημάδια. Τα δικά του σημάδια φαίνονταν να τον τρώνε εκείνη τη νύχτα.

Φίλους. Έτσι αποκαλούσε κάποτε αυτούς που τον είχαν αφήσει να φύγει και που δεν μίλησαν όπως όλοι οι υπόλοιποι. Τότε ένιωθε γύρω του μόνο εχθρούς να τον τρυπάνε και να τον καρφώνουν με τα μάτια καθώς έφευγε μακριά. Εκείνη τη νύχτα δεν ήταν φίλοι του, όπως και δεν ήταν σήμερα. Από εκείνη την νύχτα κάτω από τον βράχο δεν τους είχε μιλήσει και δεν τον είχε απασχολήσει το ζήτημα γιατί προείχαν πιο σημαντικά θέματα, αλλά απόψε πριν φύγουν όλοι έπρεπε να αποφασιστεί η μοίρα τους. Ο βασιλιάς ο ίδιος του είχε πει πως έπρεπε να αποφασιστεί το θέμα σήμερα και του είχε πει πως θα έμεναν πίσω στην κοινότητα φυλακισμένοι μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Ήταν σκληρό, το ήξερε και ίσως αν τους μιλούσε σήμερα να τον έπειθε να τους αφήσει ελεύθερους ή να τους πάρει μαζί. Πρώτα όμως έπρεπε να τους μιλήσει και να μάθει τις προθέσεις τους.

Είχε φροντίσει να τους μετακινήσουν σε διαφορετικές φυλακές από εκείνη με τις τοιχογραφίες, τους είχαν στείλει σε ένα σπιτάκι στο δάσος χωρίς παράθυρα, με φρουρούς γύρω του. Από όσο μπορούσε να θυμηθεί, αυτή είναι η πιο φιλόξενη φυλακή που είχε συναντήσει. Ήταν περισσότερο περιορισμένοι παρά φυλακισμένοι αλλά η φυλακή είναι φυλακή.

Τώρα πια η νέα αιχμάλωτή τους είχε την τιμή να φιλοξενείται στην φυλακή του τρόμου. Όσες φορές την είχε επισκεφτεί εκεί ο Μαχέγκαν είχε πει πως δεν κατάφερε να της αποσπάσει καμία πληροφορία, στην πραγματικότητα δεν μιλούσε καν. Ούτε μιλούσε, ούτε άνοιγε τα μάτια της. Ήταν για μέρες γονατισμένη τρώγοντας το λίγο φαγητό που της έδιναν και ύστερα έστεκε πάλι αμίλητη. Τα μάτια της ήταν όμως πάντα κλειστά, σφραγισμένα. Δεν ήξερε αν ευθυνόταν στις ζωγραφιές στους τοίχους ή στο διαπεραστικό βλέμμα του Μαχέγκαν.

Αποφάσισε πως θα πήγαινε κι εκείνος να της μιλήσει πριν φύγουν, αν και η δική της μοίρα είχε αποφασιστεί. Θα ερχόταν μαζί τους ως όμηρος με την ελπίδα πως θα μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν αργότερα. Οι μοναδικοί φυλακισμένοι που θα έμεναν στην κοινότητα ήταν οι παλιοί του φίλοι.

Η τελευταία συμμαχίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα