Κεφάλαιο 27: Εισβολείς

41 14 2
                                    

Έβλεπε ένα όνειρο, το ήξερε. Μπορούσε να αισθανθεί το ψεύτικο τοπίο που τον περίβαλε. Το συναίσθημα ήταν περίεργο, ένιωθε σαν να μπορούσε να κάνει τα πάντα αλλά ένιωθε επίσης πως οι κίνδυνοι που δημιουργούσε το μυαλό του ήταν ολόγυρά του. Δοκίμασε να τρέξει και ύστερα από μερικά βήματα είχε βρεθεί χιλιόμετρα πιο μπροστά, βαθιά μέσα στο δάσος. Μπορούσε να δει τα δέντρα να περνάνε από δίπλα του και από μπροστά του καθώς έτρεχε ενώ τα κλαδιά τον χτυπούσαν στο πρόσωπο μα εκείνος δεν ένιωθε καθόλου πόνο.

Είχε απομακρυνθεί τόσο πολύ που κανονικά θα έπρεπε να είχε βγει από το δάσος μα τα δέντρα συνέχιζαν να περνάνε από μπροστά του και το δάσος γινόταν όλο πιο πυκνό και σκοτεινό. Συνέχισε να τρέχει με απίστευτη ταχύτητα. Τα δέντρα ξαφνικά άρχιζαν να αλλάζουν και να μαυρίζουν στον κορμό και τα φύλλα τους. Πριν ανοιγοκλείσει τα μάτια του είχαν ξεραθεί τελείως και στέκονταν σαν φαντάσματα στον δρόμο του, λυγίζοντας σε παράξενα σχήματα τα κλαδιά τους σαν τα δάκτυλα ενός γέρου.

Εκείνη την στιγμή όμως κάτι άλλαξε: τα χτυπήματα των κλαδιών άρχισαν να τον πονάνε και να του αφήνουν πληγές. Ο πόνος γινόταν όλο ένα πιο έντονος και αποφάσισε να σταματήσει να τρέχει. Τότε μπορούσε να καταλάβει πόσο πολύ είχε χτυπηθεί από αυτά τα δέντρα. Γονάτισε λαχανιασμένος προσπαθώντας να κερδίσει πάλι την ανάσα του. Ανέπνεε βιαστικά σαν να πνιγόταν ενώ ταυτόχρονα ένιωθε τον πόνο σε όλο του το σώμα να εξαπλώνεται. Ένιωθε σαν να του είχε βγει το δέρμα. Προσπάθησε να αγνοήσει τον τρομερό πόνο και κοίταξε γύρω του, δεν βρισκόταν πια στο δάσος. Δεν ήξερε που ήταν.

Ακόμη ήταν μέρα. Κοίταξε τριγύρω προσπαθώντας να καταλάβει που βρισκόταν σαν να είχε ξαφνικά ξεχάσει πως βρισκόταν σε όνειρο, και τότε άκουσε βήματα στο χώμα και γύρισε αμέσως για να δει ποιος τον πλησίαζε. Γύρισε προς την μεριά που ακούστηκε ο ήχος αλλά έτσι βρέθηκε απέναντι στον ήλιο και το εκτυφλωτικό φως του τον τύφλωσε και τον έκανε να καλύψει τα μάτια του.

Μία φιγούρα ήταν εκεί όμως, στεκόταν κόντρα στον ήλιο κι έτσι δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της. Μία σκιά που πλησιάζει. Τον πλησίαζε και του μιλούσε μα δεν καταλάβαινε την φωνή του ή σε ποια γλώσσα μιλούσε. Η φωνή του όμως έμοιαζε περισσότερο σε κλάμα και από το στόμα της φιγούρας που δεν μπορούσε να δει έβγαιναν λέξεις λύπης και απόγνωσης που ύστερα μετατράπηκαν σε λέξεις θυμού.

Η τελευταία συμμαχίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα