Kεφάλαιο 17: Ο φόβος μετά τη μάχη

47 16 5
                                    

Τα μάτια του σαν να είχαν την δική τους θέληση έκλειναν όσο κι αν προσπαθούσε να τα κρατήσει ανοιχτά. Ή κούραση τον είχε προφτάσει· η κούραση της συνεχούς μάχης τον χτυπούσε σε όλο του το σώμα: στα πόδια, στα χέρια, στο κεφάλι. Ένιωθε πως δεν θα μπορούσε να σταθεί όρθιος αν προσπαθούσε και το κεφάλι του έγερνε κάθε τόσο μπροστά. Ο Τόρλεκ τον ταρακούνησε διακριτικά προσπαθώντας να τον κρατήσει ξύπνιο.

Πριν μπουν στην αίθουσα του είχε δώσει ένα πράσινο ρόφημα φτιαγμένο από ένα φυτό που δεν είχε ξανακούσει και του υποσχέθηκε πως θα τον κρατούσε ξύπνιο και σε εγρήγορση για μερικές ώρες. Το ήπιε και όπως το φαντάστηκε η γεύση ήταν το ίδιο απαίσια με την όψη και την μυρωδιά. Δεν είχε δράσει ακόμη και φοβόταν πως αν δεν το έκανε σύντομα θα έπεφτε με το κεφάλι του στο τραπέζι και θα κοιμόταν για μέρες.

Τριγύρω στο μεγάλο τραπέζι του συμβουλίου υπήρχαν διάφοροι τόκου: από απλούς στρατιώτες, στρατιώτες του βασιλιά, φρουρούς μέχρι γραμματείς και τόκου με στολισμένους όμορφους χιτώνες. Όλοι ήταν αναστατωμένοι, κουρασμένοι, λυπημένοι. Τα βλέμματα κοιτούσαν κουρασμένα προς τα κάτω και θα έλεγε κανείς πως είχαν χάσει την μάχη το προηγούμενο βράδυ.

Είχαν νικήσει αλλά οι απώλειες τους είχαν στοιχίσει πολύ και αν δεν είχε επέμβει ο βασιλιάς θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες, ίσως και να είχαν χάσει λέγαν μερικοί. Ο Μάλεν ήταν εκεί, στο τέλος του δωματίου, βυθισμένος στις σκέψεις του χαϊδεύοντας μια λευκή κουκουβάγια και παραμιλώντας σαν τρελός. Κοιμόταν όταν είχε μάθει τα νέα. Ξύπνησε από τον θόρυβο των τόκου που έτρεχαν σαν παράφρονες σε όλη την κοινότητα. Προσπάθησε να ρωτήσει κάποιους τι συνέβαινε αλλά του απαντούσαν με μισόλογα και έφευγαν βιαστικοί. Και αν μισούσε ένα πράγμα ο Μάλεν ήταν το να μην γνωρίζει.

Ο βασιλιάς μπήκε στο δωμάτιο σαν ορμητικό κύμα φέρνοντας μαζί του μια ξαφνική σιωπή. Ή φορεσιά του ίδια με αυτήν που φορούσε στη μάχη με την διαφορά πως ήταν γεμάτη με το σκούρο αίμα των φάουρους όπως και η χαίτη του. Το πρόσωπό του δεν φανέρωνε κούραση ή αναστάτωση ή θλίψη. Το πρόσωπο του βασιλιά ήταν σταθερό και απόλυτο και σίγουρο αλλά οι κινήσεις του τον πρόδιδαν, ήταν αργές και αδέξιες. Ακόμη και εκείνος είχε κουραστεί, περισσότερο εκείνος. Κάθισε στην μεγαλοπρεπή καρέκλα του και παρακάλεσε τους πάντες να καθίσουν. Ένα ζεστό χαμόγελο έδιωξε στιγμιαία το απόμακρο ύφος του από το πρόσωπό του καθώς αντίκρισε τον Φάριαν.

Η τελευταία συμμαχίαWhere stories live. Discover now