Κεφάλαιο 15: Η γιορτή

55 18 3
                                    

Ή νύχτα απλωνόταν σε όλο το δάσος σαν σκοτεινό πέπλο που κάλυπτε τα δέντρα και όλη την κοινότητα. Ακόμη και τα φύλλα φαίνονταν να είναι ακίνητα δίνοντας μία παράξενη γαλήνη στο δάσος. Ο Φάριαν είχε ανέβει σε ένα ψηλό δέντρο για να απολαύσει την σκοτεινή θέα και την ηρεμία. Αν και επικρατούσε ησυχία μπορούσε να διακρίνει μια ανεπαίσθητη βαβούρα από τον χώρο των προετοιμασιών. Άκουγε φωνές και γέλια και ψιθύρους από τους τόκου που είχαν φτάσει για τη γιορτή.

Οι σύμβουλοι της κοινότητας είχαν διατάξει να παύσουν οι προετοιμασίες για τον πόλεμο και να οργανώσουν την γιορτή. Δεν ήξερε τι να περιμένει από αυτήν και του έκανε εντύπωση πως θα μπορούσε κανείς να διασκεδάσει ενώ πολύ σύντομα θα έφευγαν για πόλεμο. Πως μπορούσε κανείς να αφαιρεθεί και να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από τις τακτικές και τις κινήσεις που έπρεπε να ακολουθήσει. Οι τόκου φαινόταν να τα καταφέρνουν πολύ καλά και δεν τους ανησυχούσε σχεδόν καθόλου τι θα ακολουθούσε. Στο δικό του μυαλό μόνο μια λέξη στριφογύριζε: θάνατος, θάνατος, θάνατος.

Οι τόκου όλη τη μέρα τριγυρνούσαν με καλή διάθεση πιο χαλαροί από άλλες μέρες και περίμεναν με ανυπομονησία για να πάνε και να γιορτάσουν μαζί με τους άλλους. Όταν εξέφρασε την απορία του στον Μάλεν εκείνος του είπε απλώς να ξεχαστεί και να μην νοιάζεται τόσο για το μέλλον «Αύριο ο πόλεμος και σήμερα η γιορτή» είπε και χαχάνισε με ένα ενοχλητικό τρόπο. Οι κουκουβάγιες τον μιμήθηκαν στριγγλίζοντας η μια χειρότερα από την άλλη μα και πάλι μέσα στη βαβούρα ένα μόνο σκέφτηκε: θάνατος.

Ακόμη δεν είχε έρθει καμία απάντηση από τις δύο κοινότητες που απέμεναν έτσι κανείς δεν ήξερε πότε θα αναχωρούσαν αλλά ακόμη κι έτσι όλοι ήξεραν πως δεν θα αργούσε να έρθει εκείνη η ώρα. Όλα ήταν έτοιμα και ο στρατός του Κέρεσουκ ήταν πιο προετοιμασμένος από ποτέ.

Αποφάσισε πως ήταν η ώρα να κατευθυνθεί προς την γιορτή, είχε ξεχαστεί και θα έπρεπε ήδη να έχει ξεκινήσει. Απόλαυσε για λίγο ακόμη την θέα κι ύστερα με ένα σάλτο πήδηξε από το μεγάλο κλαδί του δέντρου προς το έδαφος. Προσγειώθηκε απότομα βάζοντας όλο το βάρος του στα πόδια του και ένας οξύς πόνος τρύπησε τα γόνατα του. Χίλιες φορές του είχε πει ο εκπαιδευτής του ο Παρούκ να ελαττώνει τον κραδασμό της προσγείωσης με μια τούμπα στο έδαφος μα συνέχεια το ξεχνούσε ή μάλλον το θυμόταν πολύ αργά παρά τον πόνο που ένιωθε κάθε φορά.

Η τελευταία συμμαχίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα