''Πρόσεχε τον πατέρα σου όσο θα λείπω'' του είπε σιγανά. ''Το ξέρω πως μπορείς. Είσαι ένα πολύ ξεχωριστό παιδί''

Δεν το έλεγε μόνο και μόνο επειδή ήταν η μητέρα του. Ο γιος της είχε κληρονομήσει τις ικανότητες των Μεταμορφιστών από την πλευρά του πατέρα του και τις δυνάμεις των μάγων από την πλευρά της μητέρας του. Μια ολόκληρη Σύναξη είχε δώσει όρκο να τον προστατεύει. Θα μάθαινε πως να κυβερνάει από τον πατέρα του και μια μέρα θα γινόταν ο Άρχοντας ολόκληρης της Ναβίντια. Αν το ήθελε, ολόκληρος ο κόσμος θα βρισκόταν στα πόδια του.

Προς το παρών όμως, παρακολουθούσε την μητέρα του με μεγάλα γαλανά ματάκια γεμάτα περιέργεια. Η Κίρα χαμογέλασε. Έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο.

Ήξερε ότι θα έπρεπε να ξυπνήσει τον Ντέβαν. Αλλά δεν είχε χρόνο και δεν ήθελε να τον ανησυχήσει. Άλλωστε μπορούσε να τα καταφέρει και μόνη της, προς το παρών τουλάχιστον. Αν τα πράγματα δυσκόλευαν θα του μιλούσε.

Ακόμα και μέσα στο κεφάλι της οι δικαιολογίες ακουγόντουσαν γελοίες. Ο πραγματικός λόγος που δίσταζε να του εκμυστηρευτεί τις υποψίες της ήταν ότι φοβόταν πως θα τις απέρριπτε ως υπερβολές -ή ακόμα χειρότερα ζήλια- και θα επέλεγε να πιστέψει την Ναζλί.

Φοβόταν την απόρριψη του.

Έφτιαξε την κουβέρτα του μωρού και σηκώθηκε όρθια. Το στομάχι της δέθηκε σε έναν σφιχτό κόμπο καθώς απομακρυνόταν από κοντά τους αλλά αυτό δεν την σταμάτησε. Άνοιξε την πόρτα και γλίστρησε αθόρυβα έξω, ακριβώς όπως είχε κάνει και πριν από λίγες ώρες.

Ήταν ώρα να μάθει ποιος ήθελε να κάνει κακό στην οικογένεια της.


Το ξημέρωμα την είχε βρει στην αγορά. Οι κίτρινες ακτίνες του ήλιου ζέσταιναν το χώμα και τα πέτρινα κτίσματα, διώχνοντας την πάχνη που είχε μαζευτεί πάνω τους κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Η Κίρα καθόταν στη σκιά ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού και παρακολουθούσε τους εμπόρους να στήνουν τους πάγκους τους, προετοιμάζοντας τα εμπορεύματα τους για τον κόσμο που σύντομα θα κατέκλυζε το παζάρι. Μεγαλόσωμοι αγρότες κουβαλούσαν ξύλινα καφάσια γεμάτα φρεσκοκομμένα λαχανικά, άλλοι ξετύλιγαν ρολά με πολύχρωμα υφάσματα για να μπορούν να τα δουν οι υποψήφιοι αγοραστές, ή τακτοποιούσαν ζεστά καρβέλια και γλυκά σε όμορφες σειρές.

Ξεχώρισε τον ψηλό, γεροδεμένο άντρα με τα πυκνά μαύρα γένια που είχε δει την προηγούμενη φορά. Έμοιαζε περισσότερο με πειρατή παρά με έμπορο. Κρατούσε ένα μεγάλο σιδερένιο κουτί το οποίο ακούμπησε πάνω στον ξύλινο πάγκο. Σκούπισε το μέτωπο του με το μανίκι του και στη συνέχεια τράβηξε ένα μακρύ κλειδί που κρεμόταν από μια αλυσίδα στον λαιμό του, άνοιξε το κουτί, και άρχισε να βγάζει έξω τα κοσμήματα. Η εμπόρισσα εμφανίστηκε λίγο αργότερα, μια έντονη γαλάζια κουκκίδα μέσα στο πλήθος. Ένα φουλάρι στο ίδιο χρώμα με τα ρούχα της κάλυπτε τα μαλλιά της και αμέτρητες σειρές από κολιέ κρεμόντουσαν από τον λαιμό της. Έπιανε ένα- ένα τα βραχιόλια και τα σκουλαρίκια και τα γυάλιζε με ένα χνουδωτό πανί πριν τα τακτοποιήσει στον πάγκο.

A Dance With DragonsWhere stories live. Discover now