Κάσσιαν

1.7K 137 48
                                    

Καχύποπτες ματιές τον ακολουθούσαν καθώς διέσχιζε το στρατόπεδο των Ντρόγκομιρ. Ο Κάσσιαν τις αγνόησε και συνέχισε να προχωράει κρατώντας το κεφάλι του ψηλά. Στρατιώτες απέστρεφαν το βλέμμα τους όταν περνούσε από δίπλα τους ή τον κοίταζαν με ξεκάθαρο μίσος και αηδία. Αδιαφορούσε παγερά για την άποψη ανθρώπων που δεν είχαν καμία σημασία για εκείνον. Αν ήθελαν να τον φοβούνται ή να τον υποπτεύονται ας το έκαναν. Με το πέρασμα των χρόνων είχε μάθει να διασκεδάζει με τέτοιες συμπεριφορές. Κοίταξε έναν στρατιώτη που καθόταν σε ένα σκαμνί και ακόνιζε το σπαθί του. Γέλασε σιγανά όταν ο άντρας μάζεψε βιαστικά τα πράγματα του και υποχώρησε μέσα στην κοντινότερη σκηνή. Ήταν αστείο να φοβάσαι κάποιον που δεν γνώριζες, δεν είχες ανταλλάξει κουβέντα μαζί του, και δεν σου είχε δώσει πραγματικό λόγο για να τον φοβάσαι

Πάντα ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του. Ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι ήταν καλό άτομο. Έλεγε ψέματα και εξαπατούσε. Ήταν διατεθειμένος να χειραγωγήσει τον οποιονδήποτε αν αυτό εξυπηρετούσε τους σκοπούς του. Δεν έψαχνε για φίλους και δεν τους χρειαζόταν. Άλλωστε, ποιος θα ήθελε παρτίδες με έναν τέτοιο άντρα;

Είχε θυσιάσει τη θέση του στη Σύναξη του, αλλά ποιος νοιαζόταν; Καλύτερα μόνος του, χωρίς την Ασάρα να του λέει τι επιτρεπόταν και τι δεν επιτρεπόταν να κάνει. Είχε χάσει το σπίτι του αλλά ο κόσμος ήταν γεμάτος μέρη που τον περίμεναν, πολύ πιο συναρπαστικά από το μικρό, άχρωμο χωρίο στο οποίο είχε μεγαλώσει. Και αν υπήρχαν κάποιες στιγμές που ένιωθε μια τσιμπιά νοσταλγίας για εκείνο το απαγορευμένο μέρος μια-δυο κούπες κρασί την έδιωχναν μακριά.

Το μόνο πράγμα που δεν είχε καταφέρει να αφήσει πίσω του ήταν οι μνήμες εκείνης της βραδιάς. Τον ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε, σαν ένα μαύρο αγκάθι που ήταν σφηνωμένο στα πλευρά του και τον πονούσε κάθε φορά που έπαιρνε ανάσα. Θυμόταν καθαρά κάθε λεπτομέρεια από εκείνη τη νύχτα. Λες και ήταν ποτέ δυνατόν να ξεχάσει.

Λίγες μέρες πριν είχε θάψει την αδελφή του. Η εικόνα θα τον στοίχειωνε μέχρι το τέλος των ημερών του: Το μικρό προσωπάκι της Άννας να σκεπάζεται από χώμα και να εξαφανίζεται μέσα στην κρύα γη. Όλη η Σύναξη ήταν εκεί. Το χωριό του ήταν μικρό και η ζωή μπορούσε να γίνει σκληρή, ειδικά τους δύσκολους μήνες του χειμώνα, αλλά αυτό έφερνε τους κατοίκους πιο κοντά. Ήταν σαν οικογένεια. Υπήρχαν διαφωνίες και τριβές, η ζωή θα ήταν βαρετή χωρίς αυτά, αλλά βοηθούσαν και στήριζαν ο ένας τον άλλο. Αυτό έκανε την αμαρτία του ακόμα μεγαλύτερη.

A Dance With DragonsΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα