Υπήρχαν άλλα τρία άτομα που περίμεναν πριν από εκείνη, δυο γυναίκες και ένας στρουμπουλός αγρότης που έτρεμε και σκούπιζε συνέχεια τα ιδρωμένα χέρια του στο βρόμικο παντελόνι του. Η Νερίσσα ξεφύσηξε σιγανά και διάλεξε μια καρέκλα για να καθίσει. Δεν ήθελε να τραβήξει ανεπιθύμητη προσοχή πάνω της, κάτι που σίγουρα θα συνέβαινε αν τους φώναζε πως ήταν η Νερίσσα Ντρόγκομιρ και έπρεπε να ξεκουμπιστούν αμέσως από μπροστά της αλλιώς θα τους έδιωχνε εκείνη και δεν θα τους άρεσε καθόλου ο τρόπος που θα το έκανε. Είχε περιμένει σχεδόν δυο χρόνια, τι ήταν μερικές ώρες ακόμα;

Προσπάθησε να σκοτώσει την ώρα της παρατηρώντας τους τρεις χωρικούς μαντεύοντας για ποιο λόγο είχαν έρθει στο σπίτι της μάγισσας. Η μια ήταν αρκετά νέα και σε άσχετες στιγμές χαζογελούσε στον εαυτό της, οπότε η Νερίσσα υπέθετε πως είχε έρθει στην μάγισσα για να ζητήσει κάποιο ερωτικό φίλτρο που θα έκανε αυτόν που έφερνε αυτό το ηλίθιο χαμόγελο στα χείλη της να πέσει στην αγκαλιά της. Ίσως και να παντρευτεί, επειδή μερικές γυναίκες δεν είχαν φιλοδοξίες στη ζωή τους και το μόνο που ήθελαν ήταν να φροντίζουν όλη τους τη ζωή έναν άντρα και να μεγαλώνουν τα παιδιά του ενώ εκείνος θα γύριζε στις ταβέρνες.

Η δεύτερη γυναίκα ήταν μεγαλύτερη, γύρω στα τριάντα, ντυμένη με ένα ακριβό φόρεμα από πλούσιο σκούρο μοβ βελούδο, και μια τεράστια κόκκινη ουλή από κάψιμο που απλωνόταν από το κάτω μέρος του αριστερού μαγούλου της μέχρι τον λαιμό της. Δεν χρειαζόταν πολύ φαντασία για να καταλάβει κανείς τι ζητούσε σε εκείνο το σπίτι.

Ο στρουμπουλός αγρότης ήταν πολύ νευρικός, σχεδόν τρομαγμένος, οπότε το μυαλό της Νερίσσας άρχισε να πλάθει μια ιστορία για εκείνον, ότι είχε αναγκαστεί να δανειστεί χρήματα και τώρα δεν μπορούσε να ξεπληρώσει τους δανειστές του που τον απειλούσαν, οπότε είχε έρθει στην Ασσαντόρα με την ελπίδα ότι θα είχε κάτι για να του εξαφανίσει τα χρέη. Ή τους πιστωτές.

Ο πελάτης που ήταν ήδη στα μέσα δωμάτια βγήκε έξω και η γυναίκα με την ουλή προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Όταν βγήκε ξανά μετά από ώρα είχε στα χέρια της ένα κόκκινο πουγκί που η Νερίσσα ήταν σίγουρη πως δεν κρατούσε  προηγουμένως. Το έσφιξε στο στήθος της σαν να ήταν θησαυρός και βγήκε βιαστικά από το σπίτι.

Η υπομονή δεν ήταν ποτέ η μεγαλύτερη αρετή της και μέχρι να τελειώσουν και οι άλλοι δυο σιγομουρμούριζε κατάρες και βρισιές. Ίσως να μην τα έλεγε και τόσο σιγά επειδή πολλά κεφάλια, ανθρώπων κάθε κοινωνικού στρώματος που εν τω μεταξύ είχαν καταφτάσει στο σπίτι της Ασαντόρας, είχαν γυρίσει προς το μέρος της. Τα βλέμματα τους την εκνεύριζαν περισσότερο. Ήταν έτοιμη να μεταμορφωθεί σε δράκο για να τους κάνει να φύγουν ουρλιάζοντας από τον φόβο, αλλά εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και ο στρουμπουλός άντρας βγήκε έξω. Δεν έδειχνε περισσότερο χαρούμενος από όταν μπήκε μέσα, αλλά τι την ένοιαζε;

A Dance With DragonsWhere stories live. Discover now