Κεφάλαιο 37

68 5 4
                                    

________________________________________
30η Δεκέμβρη 2013, Σφακιά Κρήτης
Δύο μέρες πριν την νέα χρονιά


Οι δείκτες του ρολογιού τρέχουν περιμετρικά του εαυτού τους με γρήγορους ρυθμούς. Η ώρα περνά απίστευτα γρήγορα αλλά εκείνη ακόμα δεν έχει φτάσει στο σπίτι της. Κρατά το κινητό τηλέφωνο στα χέρια της και ελπίζει να μην χτυπήσει από κανέναν, ούτε από τον πατέρα της. Η φυγή της είναι τόσο απότομη, μοναχική και στενάχωρη που την κάνει να φοβάται. Αισθάνεται πως από λεπτό σε λεπτό θα ξυπνήσει ο Μάνθος και θα την πάρει στο κατόπι για να την φέρει πίσω κοντά του.

Για κάποιο λόγο, φοβάται ή μάλλον τον φοβάται. Περιμένει πολλά χρόνια να της πει ότι την αγαπά, αλλά η παραδοχή των συναισθημάτων του την συγκεκριμένη στιγμή που εκείνη γνωρίζει την αλήθεια, την πνίγει.

Βέβαια μπορεί και το απότομο φευγιό της να πυροδοτεί το συναίσθημα του φόβου, διότι μετά από τόσα χρόνια σχέσης με αυτόν τον άνδρα, ξέρει τον χαρακτήρα του. Μα είναι και η σύγχυση στο κεφάλι της με τις αποκαλύψεις που δεν την αφήνει να σκεφτεί αγνά και καθαρά όπως κάνει πάντα.

Φτάνει έξω από το σπίτι της και λίγο πριν ανοίξει την αυλόπορτα, σφίγγει τα δάχτυλα της γύρω από το κάγκελο και κάνει την πλάτη κούρμπα. Έχει αγχωθεί, εξουθενωθεί και δυστυχώς ο χωρισμός δεν την έχει κάνει να νιώσει καλύτερα όπως νόμιζε. Τώρα το άγχος της έχει πολλαπλασιαστεί και μάλιστα νιώθει ότι απειλείτε τόσο η ίδια όσο και η οικογένεια της, με κάτι παραπάνω από μια καταστροφή σοδειάς.

Μπαίνει μέσα στο σπίτι και αμέσως με το που κλείνει η πόρτα, ο πατέρας της τρέχει προς τα κάτω. Την βλέπει να έχει τους ώμους σκυφτούς, και το πρόσωπο της να είναι κόκκινο από τα κλάματα. Ο νους του βάζει τα χειρότερα σενάρια και δεν μπορεί στιγμή να δείξει κατανόηση, μιας και η μικρότερη του κόρη είναι η αδυναμία του. «Ίντα σου καμε; Πες μου την αλήθεια Διονυσία, ότι και να είναι θα το αντιμετωπίσουμε μαζί!» Της λέει βάζοντας την στην αγκαλιά του.

«Πράμα μπαμπά. Εγώ απλά έφυγα κάπως απότομα και... τώρα αγχώθηκα» Του λέει εκείνη ελευθερώνοντας μια ανάσα ασφάλειας.

«Δηλαδή; Του είπες τελικά να χωρίσετε και έφυγες απότομα;» Την ρωτά προσπαθώντας να κρύψει τον πανικό του. Νιώθει τελείως απροετοίμαστος.

«Όχι. Δεν μπορούσα να του πω πράμα τέτοιο. Τον ηρέμησα και μετά... του άφησα ένα σημείωμα που, αυτό είναι... το τέλειωσα μπαμπά!» Λέει έτοιμη να βάλει πάλι τα κλάματα από την ταραχή της μα και την στεναχώρια της.

Δύσβατος γυρισμός 2 (Β2)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα