Κεφάλαιο 1

111 8 2
                                    

Ιανουάριος 1990. Σφακιά Κρήτης

Η Φωτιά ξεκινά σε χαμηλά επίπεδα από την πίσω αυλή του μικρού σπιτιού πάνω από τα αμπέλια του Σπυρίδωνα Κοζωνάκη. Στην αρχή καίει μόνο'1 κάτι χόρτα, η μυρωδιά του καπνού δεν είναι ορατή, έτσι ο άνδρας που βρίσκεται μπροστά από αυτά, τοποθετεί μια ακόμα, ακριβώς μπροστά από την αυλόπορτα και φροντίζει με τέτοιο τρόπο ώστε η ίδια λεπτό με το λεπτό να τυλίξει ολόκληρο το σπίτι. Τα μάτια του γυαλίζουν κακισμένα. Απομακρύνεται από το οικόπεδο και κατεβαίνει προς τα κάτω. Χαμηλώνει το ανάστημα του, και βλέπει την καταστροφή να έρχεται με ορμή για να κατασπαράξει τα πάντα. Χαμογελάει και ύστερα από λίγο φεύγει.

Οι κόκκινες φλόγες με σταθερά βήματα γλύφουν περιμετρικά την κατοικία και μέσα σε λίγα λεπτά το ύψος της ξεπερνούσε την σκεπή του λευκού οικήματος. Ο καπνός που αναβλύζεται από αυτήν, γίνεται όλο και πιο έντονος. Μπαίνει απρόσκλητα μέσα στο σπίτι.

Ο Ηρακλής και Στεφανία κοζωνάκη, την ίδια στιγμή κοιμούνται στο κρεβάτι τους, ενώ τα παιδιά τους Λάζαρος και Ιωάννης προς καλή τους τύχη, κοιμούνται τετρακόσια μέτρα παρακάτω, στο σπίτι του θείου τους Πέτρου Κοζωνάκη. Λεπτό με το λεπτό, η φωτιά πλησιάζει όλο και πιο κοντά στα κουφώματα, γλύφει τον λευκό τοίχο και αγκαλιάζει την σκεπή. Τα τζάμια δεν αντέχουν την θερμότητα και σπάνε σε δευτερόλεπτα, κάνοντας το ανδρόγυνο να πεταχτεί φοβισμένο από το κρεβάτι του.

«ΗΡΑΚΛΗ;» Ουρλιάζει η Στεφανία τρομοκρατημένη.

Έχει έρθει το τέλος...

Συρμένοι και ημίγυμνοι στην κατηφόρα των αμπελώνων, ο 25χρονος τότε Γιώργος Βενεράκης, κρατά στην αγκαλιά του την Χρυσάνθη Χαιρετάκη, Τα φίλια του είναι ασταμάτητα και τα χάδια του απλώνονται σε όλο της το κορμί κάνοντας την να μουδιάζει συθέμελα. Ο νεαρός άνδρας, μετακινεί τα χέρια του στο παντελόνι και κάνει να το ξεκουμπώσει στην στιγμή που...

«Γιώργη μου κάτι μυρίζει άσχημα» Παραπονιέται εκείνη δυσάρεστα.

«Εγώ δεν μυρίζω κάτι. Είναι που τύλιξε το άρωμα σου τα ρουθούνια μου» Της λέει κάνοντας την να χαμογελάσει.

Κάνει να πέσει πάλι πάνω της, ωστόσο η Χρυσάνθη πάλι νιώθει μια άσχημη μυρωδιά να την τυλίγει. Κάθεται ακίνητη και ανοίγει τις αισθήσεις της και... «Καψαλισμένο, φωτιά μυρίζει!» Ψελλίζει όσο ο Γιώργος της δίνει φιλιά στον λαιμό.

«Μωρό μου κάτσε, φύγε δεν μπορώ να αναπνεύσω» Του λέει εκείνη βήχοντας δυνατά και τον σπρώχνει από πάνω της προσπαθώντας να ανακτήσει την ανάσα της.»

Δύσβατος γυρισμός 2 (Β2)Where stories live. Discover now