(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Το...

By blackhorizon7

24K 2.8K 145

•Boco2k20 winner in Mystery Η Αμαλία Χάλαρη ειναι μια φυσιολογική δεκαεφταχρονη που μετά από ένα τρομερό τροχ... More

Μέρος 1
Μέρος 2
Μέρος 3
Μέρος 4
Μέρος 5
Μέρος 6
Μέρος 7
Μέρος 8
Μέρος 9
Μέρος 10
Μέρος 11
Μέρος 12
Μέρος 13
Μέρος 14
Μέρος 15
Μέρος 16
Μέρος 17
Μέρος 18
Μέρος 19
Μέρος 20
Μέρος 21
Μέρος 22
Μέρος 23
Μέρος 24 Α
Μέρος 24 Β
Μέρος 24 Γ
Μέρος 25
Μέρος 26(!)
Μέρος 27(!)
Μέρος 28
Μέρος 29
Μέρος 30
Μέρος 31
Μέρος 32
Μέρος 33 (!)
Μέρος 34
Μέρος 35
Μέρος 36
Μέρος 37
Μέρος 38
Μέρος 39
Μέρος 40
Μέρος 41
Μέρος 42
Μέρος 43
Μέρος 44
Μέρος 45
Μέρος 46(!!)
Μέρος 47
Μέρος 48
Μέρος 49
Μέρος 50
Μέρος 51
Μέρος 52
Μέρος 53
Μέρος 54 √
Μέρος 55
Μέρος 56
Μέρος 57
Μέρος 58
Μέρος 59
Μέρος 60
Μέρος 61
Μέρος 62
Μέρος 63
Μέρος 64
Μέρος 65
Μέρος 66
Μέρος 67
Μέρος 68
Μέρος 69✓
Μέρος 70
Μέρος 71✓
Μερος 72✓
Μερος 73 ✓
Μερος 74✓
Μερος 75✓
Μερος 76√
Μερος 77
Μερος 78
Μερος 79
Μερος 80
Μερος 81√
Μερος 82
Μερος 83
Μερος 84
Μερος 85
Μερος 86
Μερος 87
Μερος 88
Μερος 89: Για ενα δεύτερο Τέλος
Μερος 90
Μερος 92
Μερος 93

Μέρος 91

203 25 0
By blackhorizon7

Οι νιφάδες έπεφταν αργά στο λευκό κόσμο.

Πού και πού, όλο και κάποια πράσινη πευκοβελόνα έπεφτε μαζί τους στο παγωμένο έδαφος.

Καθόμουν στην κούνια και κοίταζα τα πεύκα. Δίπλα μου, το μικρό αγόρι καθόταν στη δική του, κοιτώντας το χιόνι μπροστά του.

Ήταν περίεργη αυτή η σιγή, μπορούσε να μας καταπιεί σαν σκοτεινό πεινασμένο θεριό. Ούτε πουλιά κελαηδούσαν, ούτε σκύλος, ούτε αμάξι, ούτε καν ο άνεμος. Πού ήταν ο άνεμος...;

«Μάρκο...» τον κάλεσα σιγανά, σπάζοντας τη σιωπή, χωρίς να πάρω το βλέμμα μου απ'τις πράσινες φυλλωσιές.

Ένιωσα να με κοιτάζει. Δίστασα για λίγο, άφησα τη σιγή να με γεμίσει κουράγιο. Κάτι βαθιά μέσα μου ίσως ήξερε τι είχε συμβεί και φοβόταν να το ακούσει. Εγώ η ίδια ίσως, φοβόμουν να το ακούσω:

«Τι...είναι αυτό το μέρος...

Σιγή ξανά. Γύρισα να τον κοιτάξω. Μου χαμογέλασε και κατέβασε το βλέμμα του.Ύστερα το σήκωσε και κοίταξε το χιόνι που έπεφτε.

«Εδώ...» είπε σιγανά, χαμογελώντας αχνά.

«...είναι το Έξω των Επιλογών. Ο χρόνος έχει σταματήσει καθώς δεν έχει νόημα. Ένα μέρος αιώνιο. Ένα μέρος όπου δεν υπάρχει δυστυχία και αρρώστια.» γύρισε ξανά σε μένα. Το έξω...;

«Είδες πριν λίγο; Το νοσοκομείο είναι άδειο και άχρηστο πια, όλα τα νοσοκομεία είναι άχρηστα. Όλοι οι ασθενείς είμαστε επιτέλους ελεύθεροι

Τον κοίταξα μπερδεμένη με τα μυστήρια λόγια του. Λες και κάτι με εμπόδιζε να καταλάβω.

«Αλλά...δεν είναι αυτό το πρόβλημα.» είπε ο Μάρκος και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Δεν με κοιτούσε, τα μάτια του ήταν λυπημένα. «Δεν έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ, Αμαλία...»

Εδώ...; Τι είναι το Εδώ...

Τον κοίταξα ακόμα χαμένη,όσο μου ανταπεδιδε με βλέμμα σοβαρό: «Θυμάσαι...γιατί βρέθηκες εδώμε ρώτησε σιγανά.

Έστρεψα με τη σειρά μου το βλέμμα στο λευκό έδαφος. Ήταν μια αίσθηση λυπημένη και σκοτεινή. Πικρή και ταυτόχρονα γλυκιά. Μια αίσθηση φόβου. Κάτι που δεν έπρεπε να ξεχαστεί, κάτι με το οποίο η μοίρα μου είχε δεθεί. Μα...τι ήταν αυτό;

Συνοφρυωμενη ανοιγοκλεισα τα μάτια. Μια φωνή. Ενα πρόσωπο. Μια αίσθηση οικεία.

Δύο μπλε φλογισμενα μάτια σε απόσταση αναπνοής.

Ένιωσα να ανατριχιάζω. Η ύπαρξή μου τρεμούλιασε αδύναμη στη θύμηση.

«Ο...Αχιλλέας...» ψιθύρισα σηκώνοντας το βλέμμα μου. Άλλη μια λέξη που δεν καταλάβαινα εντελώς τη σημασία της. Θυμόμουν τις μπλε φλόγες, ήταν ο Αχιλλέας αυτές οι δύο φλόγες...; Και ο λόγος που έκανε το αγόρι να γνέψει λυπημένο...;

«Επειδή...» συνέχισα προσπαθώντας να ξυπνήσω τις χαμένες αναμνήσεις μου.
«...σας ξέχασα.»

Η τελευταία φράση έκανε κάτι μέσα μου να πονάει. Θυμόμουν...

Ο Μάρκος έγνεψε καταφατικά.

«Δεν έπρεπε να το κάνει...» είπε σιγανά. Η όψη του ήταν σκοτεινή. «Πόσο μπουμπουνας...ποτέ δεν άκουγε...»

Με κυρίευσε ενοχή. Τα χέρια μου σφίχτηκαν γύρω απ'τις λεπτές αλυσίδες που κρατούσαν την κούνια, το ίδιο και οι ώμοι μου.

«Συγγνώμηείπα με φωνή που ίσα ακουγόταν. Ο μικρός με κοίταξε παραξενεμενος.

«Συγγνώμη...που σε ξέχασα Μάρκο...» είπα και κοίταξα το αγόρι πονεμένη. «Συγγνώμη που τα ξέχασα όλα...»

«Μην ζητάς συγγνώμη, Αμαλία.» μου χαμογέλασε ενθαρρυντικά. «Η επιθυμία μου δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο απ'το να πάτε οι δύο σας μπροστά στις ζωές σας, να συνεχίσετε τη μάχη στην οποία εγώ δεν μπόρεσα να ακολουθήσω. Εσύ έκανες απλά αυτό. Ο Αχιλλέας όμως...» το βλέμμα του σκοτείνιασε. Δεν ακουγόταν σαν παιδί πλέον:

«...αποφάσισε να μείνει στο παρελθόν. Και το άφησε να τον στοιχειώσει. Άφησε το σκοτάδι μέσα του ελεύθερο σε μια αποστολή εκδίκησης...παράτησε τη ζωή, το μέλλον του και έφερε τον εαυτό του στα άκρα

«Δεν... δεν είχε επιλογή... τον κατέστρεψαν...» είπα σιγανά.

«Πάλι τον υπερασπίζεσαι όπως τότε.» είπε με μικρό χαμόγελο, ύστερα όμως σοβαρεψε ξανά: «Ο δρόμος αυτός είναι επιλογή. Ξέρω οτι καταστράφηκε αρκετά. Γιατί όμως να επιλέξει να καταστραφεί ακόμα περισσότερο, στρεφόμενος σε αυτα που αγαπούσε;» το αγόρι σφίχτηκε.

«Ήσασταν τα μόνα πράγματα που είχα στον κόσμο. Εσείς οι δύο...μου δίνατε δύναμη. Εκείνος ποτέ δεν το κατάλαβε. Πόσο χαζός...» σιγογέλασε λυπημένος.

Αναστέναξα ταραγμένη. Το αίσθημα της ενοχής είχε καταλαγιάσει λίγο.

«Δεν ήταν η ώρα σου να βρεθείς εδώ...» τον άκουσα να ψιθυρίζει.

Τον κοίταξα. Μπορούσα να αισθανθώ τα συναισθήματα και τις σκέψεις του. Δεν ήταν χαρούμενος. Χαιρόταν αλλά και λυπόταν που με έβλεπε. Δεν του άρεσε η τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Κάτι μέσα μου αρνιόταν να καταλάβει.

Δεν μου άρεσε να τον βλέπω έτσι. Σκέφτηκα για λίγο αμίλητη. Η σιγή του λευκού κόσμου κυριάρχησε για αλλη μια φορά. Όλα αυτά που είχαν συμβεί...όλα αυτά που πέρασα μαζί τους...το πως αυτά τα δύο παιδιά μου δίδαξαν να μην τα παρατήσω...

Ο ένας παλεύοντας εναντια στο θάνατο και ο άλλος μαζί του. Μα και ο άλλος πολέμησε με έναν διαφορετικό τρόπο και σκοπό. Δεν τα παράτησε. Πήρε την εκδίκησή του. Ήξερε πως θα καταστρεφόταν η ζωή του, μα δεν τα παράτησε. Ήταν λάθος .Αλλά κι αυτός, αποφασισμένος.

Ανασανα βαθιά.

Ούτε και εμένα μου άρεσε αυτή η τροπή των πραγμάτων.

«Υπάρχει τρόπος...» είπα διστακτικά. «...να φύγω;»

Ο Μάρκος σήκωσε το βλέμμα του έκπληκτος. Ύστερα μου χαμογέλασε ευτυχισμένος, λες και του είχα πει αυτό που ήθελε να ’κούσει.

«Αυτό έξαρτάται από εσένα. Από το πως εσύ θα αποφασίσεις να τελειώσει. Ο κόσμος χωρίζεται ανάλογα τις επιλογές μας.» απάντησε το αγόρι.

Αυτή τη φορά κατάλαβα απόλυτα. Είχα δύο επιλογές. Να μείνω εδώ αιώνια μαζί με το Μάρκο, σε ενα κόσμο που είχε τελειώσει, που δεν γνώριζε πια δυστυχία, περιμένοντας τον τρίτο. Ή...

...να επιστρέψω.

Δεν μου άρεσε η σκέψη οτι τα πράγματα θα τελείωναν έτσι. Αυτός ο κόσμος... έπρεπε να αλλάξει.

«Λυπάμαι που το κάνω αυτό...» ψιθύρισα. Ο Μάρκος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, χαμογελώντας.

«Τις ακούω ήδη...»

Τον κοίταξα μπερδεμένη.

«Τι...τι ακούς;»

Ο μικρός δεν απάντησε. Σηκώθηκε απ'την κούνια του και στάθηκε μπροστά μου. Με απαλές κινήσεις, έχωσε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του και τράβηξε ένα διπλωμένο χαρτί. Το περιεργάστηκε λίγο, χωρίς να το ανοίξει, και ύστερα το έτεινε προς το μέρος μου, με χαμόγελο εθαρρυντικό. Το πρόσωπό του διέλυσε τις αμφιβολίες μου και πήρα το διπλωμένο χαρτί στο χέρι μου.

«Κάτι που σου ανήκειάκουσα το αγόρι να μου λέει απαλά και άνοιξα προσεκτικά το χαρτί, σαν να ήταν εύθραυστο.

Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται για κάποιο ανεξήγητο λόγο, μπροστά στη ζωγραφιά που απλώθηκε μπροστά μου στο τεντωμένο πια χαρτί.

Τρία παιδιά με λαμπερά χαμόγελα, σε μια παιδική χαρά. Παιχνίδια και λουλούδια πεταμένα διάσπαρτα γύρω τους, σε έναν χορό από χρώματα.


Μα τι ωραία ζωγραφιά! Να τη φυλάξεις!


Αυτή η φωνή...


«Τι...» έκανα ανήμπορη μπροστά στη ζωγραφιά. Κάτι με εμπόδιζε να σκεφτώ καθαρά, κάτι με εμπόδιζε να θυμηθώ...όμως, ήταν κάτι πολύ σημαντικό, αυτή η ζωγραφιά, αυτή η εικόνα...το ένιωθα.

«Είχες ξεχάσει κάποτε να την πάρεις μαζί σου. Και δυστυχώς ήταν ένα...ασήμαντα σημαντικό σημείο.» μου είπε απαλά ο Μάρκος και άγγιξε το χέρι μου ηρεμώντας με.

«Στην δίνω πίσω. Ενα μικρό δώρο από μένα...»

Υπήρχε κάτι πολύ μυστήριο και παράξενο στο βλέμμα του, κάτι που έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί. Κάτι τόσο μεγάλο, που το μυαλό μου δεν μπορούσε να χωρέσει.

«Δ-δεν...δεν καταλαβαίνω τι λες, Μάρκο...τι συμβαίνει;»

Με κοίταξε με βλέμμα πράσινο, δακρυσμένο, χωρίς να απαντήσει στην απορία μου.

«Έχω μια τελευταία ευχή...» είπε το αγόρι χαμογελώντας, παρόλο τα δάκρυά του. «Θα με ακούσεις;»

«Φυσικά.» απάντησα χωρίς δισταγμό.

Δεν μίλησε για λίγο. Μερικές πευκοβελόνες και νιφάδες στροβιλίστηκαν στον αέρα γύρω μας.

«Ζήσε, Αμαλία...κάνε όλες τις επιθυμίες σου να βγουν πραγματικές. Μην αφήνεις το παρελθόν να σε στοιχειώσει και να σε εμποδίσει να προχωρήσεις...και...»

Δίστασε για λίγο.

«...Μην τον αφήσεις. Μην τον εγκαταλείψεις όπως έκανε ο κόσμος.

Μην τον αφήσεις να καταστρέψει οτι έχει απομείνει.»

Κοίταξα το Μάρκο, στην αρχή σφιγμένη ύστερα όμως αποφασισμένη.

«Δεν θα ξεχάσω αυτή τη φορά...»

Μερικά διαμαντένια δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα του αγοριού. Το βλέμμα του όμως ευτυχισμένο, λες και η κρυφότερη ευχή του είχε πραγματοποιηθεί.

«Σας ευχαριστώ που ήρθατε στη ζωή μου...»

Δάκρυα θόλωσαν και τα δικά μου μάτια. Έκανα να αγγίξω το αγόρι. Μα κάτι με σταμάτησε.

Ένας ήχος...στην αρχή σαν ψίθυρος ανάμεσα στις λευκές νιφάδες. Ύστερα αντηχούσε σαν άνεμος που γλιστρούσε ανάμεσα απ'τα αιώνια ερείπια.

Μια φωνή...

...με καλούσε.

«Θα σας περιμένω μέχρι να τελειώσει ο κόσμος.»

Η εικόνα του αγοριού και του λευκού κόσμου έσβησε αργά σαν όνειρο.

Σκοτάδι.

Continue Reading

You'll Also Like

175K 16.8K 41
"Όχι όμως όπως το θέλεις εσύ Μελίνα"
Άννα By krystallevis

Mystery / Thriller

4.4K 175 34
«Το όνομα μου είναι Άννα, είμαι δεκαεννέα χρονών» Έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου για να μην το ξεχάσω. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα που σύντομα...
Beyond Words By nkfox_i

Mystery / Thriller

208 34 17
❌NOT COPY❌ ___ Περιγραφή- Εισαγωγή στο πρώτο κεφάλαιο..