(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Το...

By blackhorizon7

23.9K 2.8K 145

•Boco2k20 winner in Mystery Η Αμαλία Χάλαρη ειναι μια φυσιολογική δεκαεφταχρονη που μετά από ένα τρομερό τροχ... More

Μέρος 1
Μέρος 2
Μέρος 3
Μέρος 4
Μέρος 5
Μέρος 6
Μέρος 7
Μέρος 8
Μέρος 9
Μέρος 10
Μέρος 11
Μέρος 12
Μέρος 13
Μέρος 14
Μέρος 15
Μέρος 16
Μέρος 17
Μέρος 18
Μέρος 19
Μέρος 20
Μέρος 21
Μέρος 22
Μέρος 23
Μέρος 24 Α
Μέρος 24 Β
Μέρος 24 Γ
Μέρος 25
Μέρος 26(!)
Μέρος 27(!)
Μέρος 28
Μέρος 29
Μέρος 30
Μέρος 31
Μέρος 32
Μέρος 33 (!)
Μέρος 34
Μέρος 35
Μέρος 36
Μέρος 37
Μέρος 38
Μέρος 39
Μέρος 40
Μέρος 41
Μέρος 42
Μέρος 43
Μέρος 44
Μέρος 45
Μέρος 46(!!)
Μέρος 47
Μέρος 48
Μέρος 49
Μέρος 50
Μέρος 51
Μέρος 52
Μέρος 53
Μέρος 54 √
Μέρος 56
Μέρος 57
Μέρος 58
Μέρος 59
Μέρος 60
Μέρος 61
Μέρος 62
Μέρος 63
Μέρος 64
Μέρος 65
Μέρος 66
Μέρος 67
Μέρος 68
Μέρος 69✓
Μέρος 70
Μέρος 71✓
Μερος 72✓
Μερος 73 ✓
Μερος 74✓
Μερος 75✓
Μερος 76√
Μερος 77
Μερος 78
Μερος 79
Μερος 80
Μερος 81√
Μερος 82
Μερος 83
Μερος 84
Μερος 85
Μερος 86
Μερος 87
Μερος 88
Μερος 89: Για ενα δεύτερο Τέλος
Μερος 90
Μέρος 91
Μερος 92
Μερος 93

Μέρος 55

211 27 1
By blackhorizon7


Τα άκρα του να μούδιασαν μονομιάς. Πλεον τα αδύναμα χέρια και πόδια του έμοιαζαν ξένα και παγωμένα, κολλημένα άρρηκτα πάνω του. Το στόμα του έχασκε μισάνοιχτο, τα μάτια του ορθάνοιχτα και μπλε, φωτίζονταν από τη γραμμή φωτός που δημιουργούνταν από τη μισάνοιχτη πόρτα.

Μια γυναίκα ξαπλωμένη ανάσκελα στο ξύλινο γραφείο και...αυτός που αποκαλούσαν πατέρα του, σκυμμένος πάνω απ'το ακάλυπτο στήθος της, ανασαίνοντας βαριά, ψιθυρίζοντας λόγια ακατάληπτα, σαν να μουρμούριζε απαγορευμένα ξόρκια που έκαναν τα κορμιά και των δύο να κινούνται αργά.  Μέσα στην ομίχλη της πράξης τους, δεν παρατήρησαν το μικρό παιδί που στεκόταν στη σχισμή της πόρτας.

Ο μικρός αδυνατούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ένιωσε να τον κατακλύζει πρωτόγνωρη οργή. Δεν καταλάβαινε ολοκληρωτικά αυτό που γινόταν, ήξερε όμως πως αυτός ο μπάσταρδος πρόδιδε τη μητέρα του με ένα μυστήριο τρόπο των μεγάλων. Οι σκεψεις του ξεκαθάρισαν και θυμήθηκε δύο πράγματα. Μονάχα δύο, πολύ απλά πράγματα, που στην πραγματικότητα ήταν τόσο τρομερά, που το μυαλό του στην αρχή δεν μπορούσε να τα συνειδητοποιησει.

Δεν τον είχε δει στην κηδεία της μητέρας, πολύ απλά γιατί άντρας δεν είχε πατήσει. Στο μυαλό του καθάρισε η ομίχλη, ήρθαν οι ξεκάθαρες εικόνες πια• τη μικρή του φιγούρα να στέκεται σαν σε όνειρο δίπλα στο φέρετρο, τις συζητήσεις και τις αποδοκιμαστικές φωνές των γύρω -μα τι σόι άνθρωπος δεν έρχεται στην κηδεία της γυναίκας του; Πόσο μάλλον να μην φέρει το μοναχογιό του, να την δει μια τελευταία φορά;

Θυμόταν ότι ένα χέρι έσφιγγε απαλά το δικό του, καθόλη τη διάρκεια της τελετής κι όταν τελείωσε, τον απομάκρυνε από το μέρος και τον έφερε στο νοσοκομείο.

Μα ποιο ήταν αυτό το χέρι...; σκέφτηκε μια στιγμή.

Το δεύτερο πράγμα το ήξερε ήδη και αντιμετωπίζοντάς το για δεύτερη και τρίτη φορά, αναγκάστηκε να το εμπεδώσει με τη μία. Αυτός ο άντρας δεν είχε κλάψει για τη μητέρα του. Δεν είχε στάλα λύπης ή ενοχής να προσδώσει, ακόμα κι όταν είχε πια φύγει.



(Δεν ζήσανε αυτοί καλά, πόσο μάλλον εμείς δεν ζήσαμε καλύτερα, ε...;)

Κι αυτό τον εξόργισε.

«Τι κάνεις εκεί;!» ούρλιαξε το παιδί ξεσπώντας, βγαίνοντας απ'το λήθαργο και κλώτσησε την πόρτα. Μπήκε μέσα σαν μικρό άγριο θηρίο, η σκέψη του θόλωσε ξανά από ένα σύννεφο οργισμένης ομίχλης.

Ομίχλη...;

(Ναι...ομίχλη.)

Το παιδί μέσα σε ένα δεύτερο, συνειδητοποιησε κι ένα τρίτο πράγμα. Αυτές οι μικρές ταλαντώσεις στο έδαφος που έπιαναν μόνο τα δικά του μάτια, ήταν πολύ αραιή ομίχλη. Διάφανη και στοιχειωμένη. Δεν θυμόταν από πότε είχε ξεκινήσει ακριβώς, ούτε θυμόταν πως κάποτε ήταν σχεδόν αόρατη.

Ο άντρας έβρισε δυνατά και τινάχτηκε  ξαφνιασμένος, σαν να είχαν πέσει χίλιοι διάβολοι απ'τον ουρανό, προσπαθώντας να σηκώσει το παντελόνι του με μουδιασμενα χέρια. Η γυναίκα, που προς μεγάλη δυσαρέσκεια του μικρού, ήταν η νοσοκόμα που τους είχε ντύσει και εξετάσει το πρωί...


(Λοιπόν...για πάμε σιγά σιγά να δούμε τι γίνεται με εσένα, το μπάσταρδο και μετά θα χαραμίσω την ώρα μου σε κανά περιοδικό, ή να δείχνοντας το πόσο πολύ μισώ τη δουλειά μου και αργότερα κατά το βραδάκι, θα πάω να πηδήξω τον πατέρα σου για να μου δώσει κάποια αύξηση, χωρίς να χρειαστεί να ξεσκατίσω χίλια μωρά για να την πάρω. Άστειο, ε;)

...σηκώθηκε ξαφνιασμενη και κουμπωσε άγαρμπα τη στολή της. Ο απαίσιος άντρας κοίταξε το μικρό παιδί, που βαριανασαινε σαν χαλασμένη ατμομηχανή, με βλέμμα θολό και θυμωμένο.

«Τι διάολο θέλεις εθύ εδώ τέτοια ώρα;» ψεύδισε ζαλισμένος. Είχε πιεί. Το αλκοόλ είχε περάσει στο αίμα του άφθονο και το ένιωθε υπερβολικά μαζεμένο στα μουδιασμενα του δάχτυλα, που σαν άψυχα πλοκάμια προσπαθούσαν να τραβήξουν το καταραμένο φερμουάρ, στη γλώσσα του και (-χα, αστείο!) στη στύση του.

«Το ήξερα οτι δ-δεν έδινες δεκάρα για τη μαμά! Την πρόδωσες!»φώναξε ο μικρός. Το μπλε του βλέμμα έβγαζε φωτιές, παρόλο τα δακρυσμένα του μάτια.

«Μην φωνάζεις, μαλακισμένο. Πάρε δρόμο!»του φώναξε ψιθυριστά και τα μουδιασμένα του δάχτυλα επιτέλους υπάκουσαν και κατάφεραν να τραβήξουν το φερμουάρ, με ένα κοφτό, νικητήριο ήχο.

«Πώς μπορείς να την προδιδεις έτσι! Δεν σου έκανε ποτέ τίποτα!»το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς για να βρει τις κατάλληλες λέξεις, δεν ήταν συνηθισμένος σε μεγάλες προτάσεις, όμως τώρα το στόμα του κινούνταν μόνο του, ορμητικό και ω, πόσο ήλπιζε αυτή η δύναμη των λέξεων να μην στερέψει στο επόμενο λεπτό.

«Γι'αυτό γίνεται αυτή η φασαρία...; Για τη μάνα σου;»ρώτησε ο άντρας και φάνηκε πιο χαλαρός, το φερμουάρ έβαλε τέλος στην ξαφνιασμένη, αλαφιασμένη του αντίδραση. Ήταν στην ασφαλή ζώνη.

(—χα! Αστείο, ένας άντρας χωρίς ζώνη, βρίσκεται στην ασφαλή ζώνη!)


«Για τη μάνα σου ε; Θτο δια— στο διάολο όλα! Μονίμως ήσουν κολλημένος στη μάνα σου. Αυτή η γυναίκα σε κατέστρεψε, σε απομάκρυνε από κοντά μου και κοίτα σε τώρα! Ένα μαμόθρεφτο που δεν έχει τρόπους!» ψευδισε ο άντρας ξεδιάντροπα και χαμογέλασε με κάτι που το μικρό παιδί μπορούσε να χαρακτηρίσει με μια λέξη. Αηδιαστικά.
«Δίνε του μικρέ, πήγαινε στο κρεβάτι σου. Άσε μας να ξεκουραστούμε. Ο μπαμπάς κουράστηκε σήμερα...θα σου βρούμε καινούργια μάνα, εντάξει


Ο μικρός στάθηκε να τον κοιτάζει οργισμένος, έκπληκτος απ'την οργή. Θα σου βρούμε καινούργια...;

Το παιδικό μυαλό του κόλλησε μπροστά στην αναισθησία, στα μεθυσμένα λόγια κάποιου που δεν γινόταν να ήταν πατέρας του. Αυτός ο άνθρωπος δεν νοιαζόταν ούτε για τον ίδιο, ούτε για τη μητέρα. Μόνο για τον εαυτό του.

(Θα σου βρούμε μια καινούργια για να ασχοληθεί μαζί σου, ε μαμόθρεφτο; Τώρα που έμεινες μόνος σου στράφηκες ξαφνικά σε αυτόν που απεχθανόσουν από πριν; Μικρό, κακομαθημένο αγοράκι...)

Ήξερε όμως, παρόλο που δεν μπορούσε να δώσει την ακριβή λέξη στο μυαλό του, ότι τον μισούσε. Το ήξερε πια. Δεν γνώριζε τη λέξη, όμως ένιωθε την έννοιά της να κυλά στις φλέβες του σαν δηλητήριο, την ένιωθε να χτυπά στα τοιχώματα των αρτηριών, να τον καίει από μέσα σε κάθε ανάσα.

«Τί συμβαίνει; Νόμιζες ότι αδιαφορώ πλήρως για σένα; Ότι δεν έχω παρατηρήσει τα βλέμματα που μου έριχνες κάθε φορά που γύριζα σπίτι; Κάθε φορά που έτρεχες να κρυφτείς, αφήνοντας τη μητέρα σου πίσω για να σε προστατέψει, από ποιόν, από μένα; Ναι, από εμένα, που έφερνα τα λεφτά στο σπίτι κι εκείνη φοβόταν να σε αφήσει κοντά μου. Έπρεπε να τιμωρηθεί γι'αυτό και εσύ πάλι έτρεξες μακριά. Μην θυμώνεις, γιε μου. Έτσι είναι τα πράγματα.» είπε ο άντρας κοροϊδευτικα, σαν να ήταν το πιο απλό πράγμα στον κόσμο και κάθησε στην καρέκλα του.

Ο μικρός έφυγε τρέχοντας. Δεν μπορούσε να αντέξει άλλο μπροστά σε εκείνη τη σκηνή, που ανεξίτηλα χαράχτηκε στο παιδικό του μυαλό.



(-ΧΑΧΑ! Έτσι είναι τα πράγματα!)



Έτρεξε χαμένος μες στους λευκούς διαδρόμους, τυφλωμένος από οργή.



(Έτρεχε να κρυφτεί ξανά το μαμόθρεφτο! Όταν ο μπαμπάκας επέστρεφε σπίτι και τιμωρούσε τη μητέρα, έτρεχε και πάλι να κρυφτεί!)



Γιατί; Γιατί συνέβαιναν ολα αυτά; Ήθελε να τρέξει μακριά, να φύγει. Μα που να πήγαινε;

Μια σκέψη επαναλείφθηκε στο μυαλό του, όπως κάθε φορά που κλειδωνόταν μαζί με τη μητέρα στο μπάνιο, για να ξεφύγουν από την οργή του πατέρα. Όπως κάθε φορά που θα έβλεπε κάτι που ήταν πέρα από την ηρεμία και τις δυνάμεις ενός ανθρώπου. Κι οι μέρες που θα έβλεπε αυτά τα πράγματα, δεν αργούσαν να έρθουν.

Γιατί ήταν ο κόσμος τόσο άδικος; Γιατί...;

Έφτασε στο δωμάτιο, άνοιξε την πόρτα και έτρεξε στο κρεβάτι του. Μπήκε κάτω απ'τα σκεπάσματα και έκλεισε σφιχτά τα μάτια του, ανασαίνοντας βαριά, προσπαθώντας να σβήσει τις εικόνες απ'το μυαλό του. Λιποθύμησε είκοσι λεπτά αργότερα.

Ξύπνησε απότομα ύστερα από αρκετές ώρες. Είχε πια ηρεμήσει από το θυμό, όμως πλέον, ένα παράξενο συναίσθημα τον είχε κυριεύσει ξανά. Ανοιγοκλεισε τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι, προσπαθώντας να καταλάβει τί τον είχε ενοχλήσει. Κοίταξε το παράθυρο.

Έξω ήταν ακόμα νύχτα. Η διάφανη κουρτίνα (ή μήπως ομίχλη;) φωτιζόταν απαλά από ένα εξωτερικό φως. Ξεφύσηξε κουρασμένος. Τίποτα. Πήγε να γυρίσει πλευρά και να προσπαθήσει να κοιμηθεί και πάλι.

Ώσπου ξαφνικά ο ουρανός άστραψε. Ο μικρός τινάχτηκε. Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς, ο ήχος έφτασε στα αυτιά του σαν βουβός ποταμός. Αστραπές μαστίγωναν τον ουρανό, ραγίζοντάς τον για μια στιγμή και ύστερα σκοτάδι.

Άλλη μια αστραπή.

Ο μικρός τινάχτηκε όρθιος απ'το κρεβάτι του, σαν φίδι που έκανε επίθεση, κι έτρεξε στην ντουλάπα με τη βοήθεια του εξωτερικού φωτός που έφεγγε απ'το παράθυρο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.

Σκοτάδι τον περιτριγύρισε και η έντονη, αρρωστημένη μυρωδιά της ναφθαλίνης. Αν έμενε πολύ εκεί μέσα ίσως του ερχόταν εμετός, όμως δεν τον ένοιαζε. Μάζεψε τα γόνατα κοντά στο στήθος του. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, σαν να ήθελε να ξεφύγει, και δυνατά στο μικρό του στήθος.

Μπορούσε να νιώσει ακόμα τις λάμψεις. Έβλεπε ελάχιστο φως να τρυπώνει από τη σχισμή της ντουλάπας, η βροντή έμοιαζε να του χτυπά την πόρτα, επίμονα, σαν να ήθελε να την καλωσορίσει, μα το παιδί αρνιόταν πεισμωμένο.

Πάντα το έκανε αυτό. Κρυβόταν απο την αστραπή τις βροχερές μέρες, κάπου που ήταν εντελώς σκοτάδι. Κρυβόταν, όταν ο πατέρας του ερχόταν σπίτι. Η μητέρα του τον έδιωχνε, μα ποτέ δεν πήγαινε μαζί του όπως του υποσχόταν, όπως την παρακαλούσε το παιδί να κάνει. Έμενε πίσω, σε εκείνη τη θλιβερή κουζίνα του παλιού σπιτιού της για να τον προστατέψει, όσο εκείνος έτρεχε στην ασφάλεια του δωματίου του. Έπρεπε να μείνει πίσω...

Ξαφνικά άκουσε έναν άλλο θόρυβο πέρα από τις αστραπές. Ο μικρός ένιωσε ανησυχία, υπήρχε κάτι χειρότερο από τις αστραπές εκεί έξω;

Τι ήταν αυτό...; Έμοιαζε με...βήματα;


Ερχόταν να τον βρει ο πατέρας...


Με τρόμο συνειδητοποίησε πως κάποιος στεκόταν πίσω απ'την πόρτα της ντουλάπας.

Η πόρτα άνοιξε.

Continue Reading

You'll Also Like

534 67 23
Τι γίνεται όταν ο έρωτας σε τρελάνει;
152K 16.8K 51
|Book 1| Στεκόταν μπροστά μου και με κοίταζε κρατώντας το ματωμένο μαχαίρι του. Το αιμα έσταζε και έπεφτε στο λευκό χιόνι. Με πλησίασε και έσκυψε. Ήμ...
18K 2.2K 21
|Book 2| Διέσχισα αργά τον διάδρομο. Ο ήχος από το σύρσιμο του τσεκουριού ακουγόταν σε όλο το δωμάτιο και στο πέρασμα του άφηνε φρέσκο κόκκινο αίμα...
592 73 25
Η Άννα και ο Δημήτρης είναι παντρεμένοι, ο Δημήτρης είναι αρχηγός της Μαφίας (αλλά είναι καλός σαν τον Γεράσιμο) και ο παραφορος έρωτας τους.