(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Το...

By blackhorizon7

23.9K 2.8K 145

•Boco2k20 winner in Mystery Η Αμαλία Χάλαρη ειναι μια φυσιολογική δεκαεφταχρονη που μετά από ένα τρομερό τροχ... More

Μέρος 1
Μέρος 2
Μέρος 3
Μέρος 4
Μέρος 5
Μέρος 6
Μέρος 7
Μέρος 8
Μέρος 9
Μέρος 10
Μέρος 11
Μέρος 12
Μέρος 13
Μέρος 14
Μέρος 15
Μέρος 16
Μέρος 18
Μέρος 19
Μέρος 20
Μέρος 21
Μέρος 22
Μέρος 23
Μέρος 24 Α
Μέρος 24 Β
Μέρος 24 Γ
Μέρος 25
Μέρος 26(!)
Μέρος 27(!)
Μέρος 28
Μέρος 29
Μέρος 30
Μέρος 31
Μέρος 32
Μέρος 33 (!)
Μέρος 34
Μέρος 35
Μέρος 36
Μέρος 37
Μέρος 38
Μέρος 39
Μέρος 40
Μέρος 41
Μέρος 42
Μέρος 43
Μέρος 44
Μέρος 45
Μέρος 46(!!)
Μέρος 47
Μέρος 48
Μέρος 49
Μέρος 50
Μέρος 51
Μέρος 52
Μέρος 53
Μέρος 54 √
Μέρος 55
Μέρος 56
Μέρος 57
Μέρος 58
Μέρος 59
Μέρος 60
Μέρος 61
Μέρος 62
Μέρος 63
Μέρος 64
Μέρος 65
Μέρος 66
Μέρος 67
Μέρος 68
Μέρος 69✓
Μέρος 70
Μέρος 71✓
Μερος 72✓
Μερος 73 ✓
Μερος 74✓
Μερος 75✓
Μερος 76√
Μερος 77
Μερος 78
Μερος 79
Μερος 80
Μερος 81√
Μερος 82
Μερος 83
Μερος 84
Μερος 85
Μερος 86
Μερος 87
Μερος 88
Μερος 89: Για ενα δεύτερο Τέλος
Μερος 90
Μέρος 91
Μερος 92
Μερος 93

Μέρος 17

259 35 0
By blackhorizon7

Τα πράγματα έπεσαν στα πόδια μου και χύθηκαν έξω απ'τις σακούλες, όσο ο κόμπος στο λαιμό μου έσφιγγε.

Ο σκοτεινός άντρας στεκόταν στη μέση του σαλονιού με δύο κενές κόγχες για βλέμμα, καρφωμένες στο λούτρινο αντικείμενο που κρατούσε. Χρειάστηκε ένα ατελείωτο δευτερόλεπτο για να συνειδητοποιήσω το νευρικό τίναγμα της ουράς, τα ματωμένα νύχια, τα μάτια σχισμές και το αγριεμένο σφύριγμα που καθιστούσαν κάθε άψυχο αντικείμενο σε ζωντανό.

«Ήρθες πάνω στην ωρα για το σόου, γλύκα.»

Η σαδιστική φωνή ήρθε από κάπου πολύ μακριά αλλά ήταν αυτό που με τίναξε απ'την ακινησία στην μηχανική ενέργεια, σαν σε όνειρο.

«Άφησε τη κάτω, αμέσως!» ούρλιαξα και το όνειρο με εκτόξευσε πάνω του. Άρπαξα με δύναμη το χέρι που εγκλώβιζε τη δύστυχη γάτα απ'το λαιμό, τον έσπρωξα βίαια φωνάζοντας ξανά κι εκείνος την άφησε.

Η Γκρέι με ένα τελευταίο ανίσχυρο σφύριγμα, προσγειώθηκε στα πόδια της και έτρεξε στο δωμάτιό μου, στην πιο σκοτεινή γωνιά κάτω απ'το κρεβάτι. Ζωντανή.

...όμως η μέγγενη γύρισε σε μένα, ξαφνική και μοιραία σαν φίδι. Ο Τομπάιας έσφιξε το χέρι μου σαν να ήθελε να το συνθλίψει κι όταν προσπάθησα να ελευθερωθώ, αισθάνθηκα τα νύχια του στο δέρμα σαν δόντια• κάπου στο χαμένο λογικό μου, το σαδιστικό του χαμόγελο έμοιαζε με αυτό ενός πεινασμένου καρχαρία.

Έχανα τη ψυχραιμία μου, μπορεί και το μυαλό μου. Ούρλιαξα ξανά προσπαθώντας να τον κλοτσήσω στο γόνατο, να τον σπάσω, να τον ακούσω να σφαδάζει όσο θα έτρεχα μακριά. Μόνο τα δικά μου πόδια λύθηκαν.

«Τι νομίζεις οτι κάνεις;! Τι σου έφταιξε;!» ούρλιαξα πέφτοντας στο πάτωμα μπρος του.

«Μην φωνάζεις, δεν θες να μας ακούσει κανείς.» είπε σιγά, χαμογελώντας πλατιά. «Όσο για το βρωμόζωο, εγώ ήθελα απλά να παίξουμε και κοίτα τί έγινε

Μου έκανε νόημα να κοιτάξω το χέρι που με έσφιγγε. Λεπτές, διάσπαρτες γραμμές από αίμα απλώνονταν από τη βάση του αντίχειρα μέχρι τον αγκώνα του, θυμίζοντας στον καθένα ότι παρά την τερατώδη φύση του, ήταν τρωτός. Οι γρατζουνιές της Γκρέι ήταν πολλές και κάποιες αρκετά βαθιές.

«Άσε με. Το παιχνιδάκι σου ήταν μάχη για επιβίωση! Δεν της αρέσει. Καθόλου και φαίνεται!» γρυλισα τραβώντας άλλη μια φορά το χέρι μου. «Και τί στο καλό θέλεις εδώ; Φ-φύγε! Άφησέ με!»

Εκείνος μισοκλεισε τα μάτια μπροστά στο μικρό μου μονόλογο.

«Θεώρησα ότι θα νιώθεις μοναξιά. Αποφάσισα να επισκέπτομαι πιο συχνά.» είπε σκοτεινά.

«Να μου λείπει.» είπα απότομα. Ποιός σου είπε οτι μπορείς; Ποιός σου είπε ότι μπορείς να κάνεις το οτιδήποτε;!»

«Αμαλία.» είπε χαμογελώντας με νόημα. «Δεν εχει σημασία πια τι θέλεις. Η μοίρα σου ειναι καθορισμένη.»


Το σύννεφο του φόβου θόλωσε το βλέμμα μου,μα παρόλαυτα η φωνή μου βγήκε οργισμένη.

"Δεν εχει τελειώσει ακόμη, μπασταρδε."



Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά,λες και μπορούσε να δει ολοκάθαρα το φόβο πίσω από την οργισμένη φωνή,σαν ανοιχτό βιβλίο.




Και ενιωθα πως πράγματι μπορούσε με αυτό το σκοτεινό, διαπεραστικό βλέμμα που ούτε η μέρα δεν μπορούσε να φωτίσει...



"Η ζωή ειναι σκύλα μερικές φορές, Αμαλία."μίλησε σιγά,αργά, απολαμβάνοντας την κάθε λέξη.

"Το αστείο ειναι οτι απλά συνεχίζεις να την ακολουθείς, όσο και να προσπαθείς, όσο και να παραπονιέσαι,όσο και να ουρλιάζεις, όσο και να κλαίς..."


«Τα έχεις βάλει με τη ζωή;» γρυλισα με ύφος που έκαιγε. «Αυτός είναι ο λόγος που σκοτώνεις αθώους ανθρώπους;»

Η φωτογραφία της Βασιλειας άστραψε στο μυαλό μου σαν ασπρόμαυρη ανάμνηση.

«Σωστά, Αμαλία.» το ύφος του έλαμπε με σκοτεινή τρέλα. «Σβήνω ζωές, άρα και πηγαίνω αντίθετα στη θέλησή της. Αλλάζω τη ροή των πραγμάτων, τους νόμους της φύσης.»



...Ένας Άγγελος θανάτου.

«Σταματα! Δεν θέλω ν’ακούσω! Άφησέ με, για το Θεό...»

«Ότι πεις, γλύκα.» είπε χωρίς να αφήνει το χέρι μου. «Να ξέρεις μόνο οτι ισχύει η τακτική επίσκεψη, μιας που έμαθα τα κατατόπια. Δεν είναι ωραία; Σκέψου ότι θα 'σαι πιο κοντά στη ζωή της θείας σου. Έτσι κι αλλιώς, πάντοτε υπάρχει μια έκπληξη όταν έρχομαι. Ορίστε, σήμερα ήρθα και με καλωσόρισε η γάτα σου. Είδες πως κατέληξε.»

«Μ-μην τολμήσεις ν-να την αγγίξεις ξανά.»

«Χμμ, δεν μπορώ να το υποσχεθώ αυτό.» είπε χαμογελώντας ψυχωτικα. «Βλέπεις Αμαλία...θα ήταν πραγματικα ενδιαφέρον και πρωτότυπο για τις εμπειρίες μου να χαραξω ένα χαμόγελο σε μια γάτα...»





Μέσα μου φούσκωσε ο θυμός και ο φόβος.Ήταν...τρελός.Χωρίς καμία αμφιβολία,ένα τέρας με μορφή ανθρώπινη.Ένας δολοφόνος χωρίς όρια και διακρίσεις.Ενας...αγγελος θανάτου που είχε ορκιστεί να εξαλείψει ότι καλό, ακόμα και το μικρότερο φως σε αυτόν τον κόσμο.

Τίναξα απότομα το χέρι μου, απελευθερώνοντάς το επιτέλους από τη λαβή του.Τον απέφυγα χωρίς άλλες κουβέντες,έτρεξα στο δωμάτιό μου και πήρα το κλουβί της Γκρέι.

Κατάφερα να τραβήξω το αγριεμενο ζώο έξω από τη σκοτεινή γωνία και με τα πολλά,μετά από λίγα λεπτά ήρεμου καλέσματος,την έβαλα στο κλουβί,με τον Τομπάιας να παρακολουθει πίσω από την πλάτη μου.

Ασφαλισα το κλουβί και σηκώθηκα χωρίς να πω λέξη.Τρέχοντας σχεδόν, πέρασα δίπλα από τον απαίσιο, πήρα τα κλειδιά, το κινητό μου,κλοτσησα με δύναμη τα ψώνια από την είσοδο μέσα στο σπίτι και βγήκα στο δρόμο.

Έπρεπε να φύγω.Να φύγω από κει.Μακριά του, μακριά από την τρέλα.Ο δρόμος, ο κόσμος ολος θόλωσε από τα δάκρυα δεν έκανα καμία προσπάθεια να τα συγκρατήσω.Κυλούσαν σαν μικρά λεπτά ρυάκια, καθώς έτρεχα χαμένη μέσα σε αυτόν το σκοτεινό, άδικο κόσμο που εντελώς ξαφνικά μια μέρα αποφάσισε να τα βάλει μαζί μου.

Στην αγκαλιά μου κρατούσα το κλουβί με τη Γκρέι και έτρεχα, χωρίς να με νοιάζουν τα περίεργα, απορημενα βλέμματα.Εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζε τίποτα.Μόνο να φύγω μακριά

Επιβραδυνα λίγο το ρυθμό μου μετά από αρκετή ώρα, η ανάσα μου κόπηκε από το τρέξιμο.Για μια στιγμή δεν ήξερα που ήμουν.Ρώτησα κάποιους περαστικούς και βρήκα το δρόμο μου.Επιβιβαστηκα σε ένα λεωφορείο και πήγα στην Αθήνα.

Η ζωή στην πόλη κυλούσε φυσιολογικά.Ο δρόμος είχε κίνηση,μέσα στο θολό μου μυαλό είχε μετατραπεί σε μια θάλασσα ακανονιστων χρωμάτων.Άνθρωποι βιαστικοί υπήρχαν διάσπαρτοι σε αυτή τη θάλασσα, μια βιασύνη που ποτέ δεν κατάλαβα.

Πάμε, Αμαλία...Αυτοκίνητα παντού, λεωφορεία, άνθρωποι οργισμένοι που δεν μπορούσαν να τηρήσουν αυτη την ψεύτικη βιασύνη,που είχε προκύψει σαν κοσμική συνωμοσία.Γιατι πρέπει να βιάζεσαι τόσο και να προσπαθείς να ζήσεις ταυτοχρονα;Τα παιδιά καμία φορά βιάζονται να μεγαλώσουν,οι έφηβοι βιάζονται να αποκτήσουν εμπειρίες και οι ενήλικες βιάζονται πιο πολύ απ'ολους,να προλάβουν τη δουλειά,να προλάβουν να παντρευτούν,να προλάβουν να πληρώσουν, χωρίς να προλαβαίνουν να ζήσουν καμία φορά και έτσι η ζωή κάποια στιγμή φαίνεται να βιάζεται να σε αφήσει.

Μια παρέα μαθητών που επέστρεφαν σπίτια τους επιβιβάστηκε στο βιαστικό λεωφορείο, γεμίζοντάς το με τα περαστικά γέλια τους και συζητήσεις.Μια κοπέλα παρατήρησε το ζωάκι που κρατούσα εγκλωβισμένο και πέρασε απαλά το δάχτυλό της στα σιδερένια δίχτυα και άγγιξε τη μύτη της.Με ρώτησε το όνομά της και στην επόμενη στάση κατέβηκε με την παρέα της.



Κι εγώ εκεί, ανάμεσά τους σαν παράταιρη.


Άθελά μου, το μυαλό μου πήγαινε ξανά και ξανά στα τελευταία του λόγια.


Η ζωή ειναι μια σκύλα που την ακολουθείς οτι και να κάνεις...αν σβήνεις ζωές, αλλάζεις τη ροή των πραγμάτων...






Πόση τρέλα χωρούσε μέσα σε ένα ανθρώπινο μυαλό;Ποιός νόμιζε οτι ήταν, πως ήταν ικανός να...αλλάζει τη ροή των πραγμάτων,να εναντιώνεται στους κανόνες μιας ειρηνικής κοινωνίας και συνύπαρξης;Τι στο καλό σήμαινε όλο αυτο,που οδηγούσε αυτός ο τρόπος σκέψης...;



Κατέβηκα στην δέκατη στάση με πόδια μουδιασμενα.Εδω ο κόσμος ήταν λίγο περισσότερος,ήταν το κέντρο εξάλλου,μια πλατεία που το όνομά της μου διέφευγε.Ενα μικρό, περαστικό αγόρι κοίταξε προς το μέρος μου και εστίαζε με μάτια περίεργα στο περιεχόμενο του κλουβιού κι όταν είδε μια γκρίζα ουρά να ξεπροβάλλει ανάμεσα από τα σιδερένια δίχτυα, γύρισε τρέχοντας, έκπληκτο να το αναφέρει στη μητέρα του.Ετσι ήταν τα μικρά παιδιά, σκέφτηκα αφηρημένα, μικρά στρατιωτάκια και προσκοπακια που ανακάλυπταν σιγά σιγά το περιβάλλον τους.








Στάθηκα για λίγα λεπτά έξω από το μεγάλο σπίτι με τα πράσινα παράθυρα.Είχα αρκετές μέρες να έρθω εδω,από τη Δευτέρα της προηγούμενης εβδομάδας.

Ανασανα βαθιά και ανέβηκα τα λίγα σκαλιά.Σκουπισα εντελώς δύο περαστικά δάκρυα και χτύπησα το κουδούνι με τρεμάμενο χέρι.Περίμενα για λίγο, ώσπου η πόρτα άνοιξε και μπροστά μου στάθηκε μια μεγάλη σε ηλικία γυναίκα.Τα μαλλιά της ένα σκούρο καστανό χρώμα και το πρόσωπό της σκληρό.Μάτια γεμάτα πειθαρχία μα και καλοσύνη.Με κοίταξε έκπληκτη,σαν να μην περίμενε να εμφανιζομουν ποτέ ξανά.



"Αμαλία;Πως κι από δω, μικρή δεσποινίς;"



Χαμογέλασα πιεσμένα.




"Γεια, θεία Άννα."

Continue Reading

You'll Also Like

18K 2.2K 21
|Book 2| Διέσχισα αργά τον διάδρομο. Ο ήχος από το σύρσιμο του τσεκουριού ακουγόταν σε όλο το δωμάτιο και στο πέρασμα του άφηνε φρέσκο κόκκινο αίμα...
592 73 25
Η Άννα και ο Δημήτρης είναι παντρεμένοι, ο Δημήτρης είναι αρχηγός της Μαφίας (αλλά είναι καλός σαν τον Γεράσιμο) και ο παραφορος έρωτας τους.
Άννα By krystallevis

Mystery / Thriller

4.4K 175 34
«Το όνομα μου είναι Άννα, είμαι δεκαεννέα χρονών» Έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου για να μην το ξεχάσω. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα που σύντομα...
174K 16.8K 41
"Όχι όμως όπως το θέλεις εσύ Μελίνα"