(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Το...

By blackhorizon7

24K 2.8K 145

•Boco2k20 winner in Mystery Η Αμαλία Χάλαρη ειναι μια φυσιολογική δεκαεφταχρονη που μετά από ένα τρομερό τροχ... More

Μέρος 1
Μέρος 2
Μέρος 3
Μέρος 4
Μέρος 5
Μέρος 6
Μέρος 7
Μέρος 8
Μέρος 10
Μέρος 11
Μέρος 12
Μέρος 13
Μέρος 14
Μέρος 15
Μέρος 16
Μέρος 17
Μέρος 18
Μέρος 19
Μέρος 20
Μέρος 21
Μέρος 22
Μέρος 23
Μέρος 24 Α
Μέρος 24 Β
Μέρος 24 Γ
Μέρος 25
Μέρος 26(!)
Μέρος 27(!)
Μέρος 28
Μέρος 29
Μέρος 30
Μέρος 31
Μέρος 32
Μέρος 33 (!)
Μέρος 34
Μέρος 35
Μέρος 36
Μέρος 37
Μέρος 38
Μέρος 39
Μέρος 40
Μέρος 41
Μέρος 42
Μέρος 43
Μέρος 44
Μέρος 45
Μέρος 46(!!)
Μέρος 47
Μέρος 48
Μέρος 49
Μέρος 50
Μέρος 51
Μέρος 52
Μέρος 53
Μέρος 54 √
Μέρος 55
Μέρος 56
Μέρος 57
Μέρος 58
Μέρος 59
Μέρος 60
Μέρος 61
Μέρος 62
Μέρος 63
Μέρος 64
Μέρος 65
Μέρος 66
Μέρος 67
Μέρος 68
Μέρος 69✓
Μέρος 70
Μέρος 71✓
Μερος 72✓
Μερος 73 ✓
Μερος 74✓
Μερος 75✓
Μερος 76√
Μερος 77
Μερος 78
Μερος 79
Μερος 80
Μερος 81√
Μερος 82
Μερος 83
Μερος 84
Μερος 85
Μερος 86
Μερος 87
Μερος 88
Μερος 89: Για ενα δεύτερο Τέλος
Μερος 90
Μέρος 91
Μερος 92
Μερος 93

Μέρος 9

334 43 3
By blackhorizon7

Δεν άγγιξα το τεινόμενο το χέρι του και σηκώθηκα μόνη μου τρεκλίζοντας από τον πόνο. Το σώμα μου πονούσε ακόμα από την πτώση μου στο χαμηλό τραπέζι. Δοκίμασα ελαφρώς το βάρος μου με τα πόδια μου και βεβαιώθηκα πως δεν είχα σπάσει τίποτα. Πονούσε όμως, σαν χιλιάδες καρφιά.

«Σύμφωνοι.» μουρμούρισα πιεσμένα, χωρίς θέληση.

Εκείνος χαμογέλασε μυστήρια.

«Και να μην ξεχάσω.» είπε και στάθηκε εντελώς όρθιος. «Αυτό ειναι κάτι μεταξύ μας. Δεν μπορείς να εμπλέξεις κανέναν αλλο. Ούτε αστυνομία, ούτε φίλο, κανένα. Προφανές, για την έξυπνη Αμαλία, ε...;»

Ένιωσα ένα τσίμπημα στο στομάχι μου καθώς αυτή ακριβώς ήταν η πρόθεσή μου. Η παράλογη σκέψη ότι μόλις είχε διαβάσει το μυαλό μου τρύπωσε, όμως την απώθησα. Πήρα μια κοφτή ανάσα και καθησύχασα ξανά το μέσα μου. Ήταν προφανές ότι δεν ήθελε κάτι τέτοιο.

Δεν μπορεί να διαβάσει σκέψεις, Αμαλία. Ήρεμα. Παίξε το ρόλο σου λίγο ακόμα και θα φύγει. Μόλις φύγει, θα τον δώσεις. Θα φύγει...θα φύγει, το μυαλό μου έτρεχε φρενιασμενα σαν παλιά, σκουριασμένη, ετοιμόρροπη μηχανή που τραβούσε ολόκληρο τρένο, προσπαθώντας να ηρεμήσει τα νεύρα μου.

Ο άντρας διάβαζε προσεκτικά την κάθε μου απαντηση και έκφραση. Μια λάθος κίνηση ή μορφασμό και ήμουν χαμένη.

«Αν το κάνω;» ρώτησα, φοβούμενη την απάντηση, αλλά δεν είχα ιδέα για το τί πραγματικά με περίμενε.

«Τότε...» είπε σιγανά ανταποδίδοντας το βλέμμα χαιρεκακα και ξεκίνησε ένα άκρως παράλογο παραλήρημα:

«Μαίρη Παππά. Ηλικία, δεκαεφτα. Κατάσταση, μαθήτρια, τόπος διαμονής, Πειραιάς, οδός Μεραρχίας 4, τέταρτος όροφος. Άννα Χάλαρη. Ηλικία, πενήντα οκτώ.Κατάσταση, Χήρα. Τόπος διαμονής-»

«Σταμάτα!» φώναξα τρομοκρατημένη στο άκουσμα των γνωστών προσώπων στην παρανοϊκή του λίστα.

Η πρώτη ήταν η καλύτερη μου φίλη. Η δεύτερη ήταν η θεία Άννα, η αδερφή του πατέρα μου και ένας θεός ήξερε ποια άλλα ονόματα θα ακολουθούσαν.

Τα ήξερε όλα.

Όλα.

Διευθυνσεις, ονόματα μέχρι και ηλικίες.

Πώς ήταν δυνατόν;

«Μα δεν σου είπα το καλύτερο ακόμα...» συνέχισε ο απαίσιος ξένος και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από το λαιμό του φούτερ του.

Τράβηξε το χέρι του και αποκάλυψε μια μικροσκοπική, μαύρη συσκευή που ήταν δεμένη σε ένα κορδόνι, περασμένο απ'το λαιμό του. Η συσκευή κάθε πέντε δεύτερα αναβοσβηνε με ένα κόκκινο φωτάκι. Το χαμόγελο του ξένου πλάτυνε και παραμορφώθηκε σε μια παρανοϊκή μάσκα.

«Επειδή δεν ξέρω κατά πόσο θα το πάρεις στα σοβαρά όλο αυτό...» είπε αργά. «...είπα να κάνω τη μικρή σου αναζήτηση λίγο πιο διασκεδαστική. Υπάρχει κάποιος που παρακολουθεί αυτή τη στιγμή τη θεία και θα την παρακολουθεί μέχρι να τελειώσεις το παιχνίδι.»

Ανατρίχιασα στο άκουσμα.

«Μην τολμήσεις...» έκανα ξεπνοα.


«Από σένα εξαρτάται, γλύκα. Καθε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ειδοποιώ το συνεργό μου με αυτή την συσκευή. Ένα κουμπί, ένα λαμπάκι για τον συνεργό και όλα καλά. Ένα φωτακι για τη θεία.» είπε και έπαιξε με τη συσκευή στα δάχτυλά του. «Αν όμως δεν πατήσω το κουμπί επειδή έκανες κάποια ανοησία, ή αν πατήσω το κουμπί εκτός χρονικού διαστήματος...μάλλον, θα δεις. Ας μην χαλάσω την έκπληξη. Έτσι κι αλλιώς, σε λίγο τελειώνει το πρώτο χρονικό διάστημα και θα πρέπει να το πατήσω, για να ειδοποιήσω τον συνεργό μου να μην πετσοκοψει τη γυναίκα. Προκάλεσέ με και δες τί θα γίνει αν ξεχάσω να πατήσω το κουμπί. Εχεις πέντε δευτερόλεπτα να μου πεις. Να το πατήσω ή όχι...;»

Η καρδιά μου σταμάτησε.

«Περίμενε, τί—»

«Πέντε, Αμαλία...»

Τί στο καλό εννοούσε;

Τέσσερα...

Δεν είναι σοβαρός έτσι;

Τρία...

«Πάτησέ το! Χριστέ μου, πάτησέ το!» του φώναξα τρέμοντας.

Δύο...

Χριστέ μου...

«Ένα, γλύκα.» είπε ο απαίσιος ξένος και επιτέλους πάτησε το καταραμένο κουμπί της συσκευής, κοιτώντας με με το πιο φριχτό χαμόγελο που είχα δει.

Ένιωσα τη μαύρη άβυσσο της απελπισίας να με καταπίνει, καθώς η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται ακόμα πιο βαριά. Ήμουν παγιδευμένη.

Ποιός ειναι αυτός ο άνθρωπος; Γιατί το κάνει αυτό;

Τί στο καλό συμβαίνει...;

«Άρα ειμαι σαφής... μακριά η αστυνομία.» είπε αυτός με νόημα, κρύβοντας τη συσκευή στο φούτερ του. «Καμιά άλλη ερώτηση;»

Όλο μου το σχέδιο καταστράφηκε σαν λόφος από στάχτη στον δυνατό άνεμο. Ήξερε...με κάποιο τρόπο ήξερε ότι θα επιχειρούσα να κάνω κάτι για να τον σταματήσω.

Όχι...ήταν λογικό να το σκεφτεί. Ήταν λογικό να υποψιαστεί.

Αν αντιλαμβανόταν ότι πράγματι είχα καλέσει βοήθεια τότε θα τους έβρισκε. Δεν ήξερα τι άλλο γνώριζε. Τα είχε σχεδιάσει όλα με μεθοδικότητα έτσι ώστε να μην αρνηθώ,να μην έχω περιθώρια άρνησης. Με εκβίαζε με το χειρότερο τρόπο, άμεσα, με βλέμμα αδιάφορο.

Πώς ξέρει για τη Μαίρη; Πώς ξέρει για την Άννα;! Πώς;!

«Πως...ξέρεις το όνομά μου; Πώς ξέρεις για την Άννα και τη Μαίρη;!»

«Δεν ειναι δύσκολο να τα μάθει κανείς...»

Μου κόπηκε η ανάσα καθώς άλλη μια ύπουλη σκέψη πέρασε από το μυαλό μου σαν μυτερό βέλος.Δεν ήταν δυνατόν. Δεν ήταν.

«Πόσο...π-ποσο...»ένα ρίγος με διέκοψε όσο η σκέψη μεταμορφωνόταν σε μοιραίες λέξεις. «Π-πόσο καιρό με παρακολουθείς;!»

«Χμμ...» έκανε με προσποιητή προσπάθεια να θυμηθεί. Έπαιζε το μικρό του θέατρο σαν να μην έφταναν όλα τα υπόλοιπα. «Αρκετό καιρό...»

«Πόσο!» έκανα σχεδόν υστερικά.

«Ένα χρόνο;»

Ζαλιστηκα απ'την ταραχή στο άκουσμα της απάντησής του.

Ένας χρόνος.

Ένα χρόνο τώρα κάποιος με παρακολουθούσε και έβλεπε τις κινήσεις μου,έψαχνε την ταυτότητα μου και τη ζωή μου. Πώς ήταν δυνατόν να μην υποψιαστώ; Πώς δεν είχα καταλάβει απολύτως τίποτα;

Πώς είναι δυνατόν να είμαι τόσο ανόητη, τόσο απρόσεκτη...;

«Ένα χρόνο...» ψελλισα συντετριμμένη.

Ο εφιάλτης ήταν αληθινός. Η απειλή, το παιχνίδι, όλα ήταν πραγματικότητα.

«Σιγά, δεν είναι και τίποτα.» είπε και κοίταξε το παράθυρο αδιάφορα. Το φως του φεγγαριού έπεσε πάνω στο μπλε των ματιών του.

"Τίποτα;!" ρώτησα έντονα, τρέμοντας από την ταραχή.

"Τιποτα είναι να σε παρακολουθεί ένας μανιακός χωρίς να υποψιαστείς το παραμικρό;Τίποτα είναι;!"


"Ειναι η τέχνη του επαγγέλματος.Δεν ειχες καμία ελπίδα να υποψιαστείς."

Ώστε το θεωρεί επάγγελμα.Ενα επάγγελμα που αφαιρεί ζωές.

"Γιατι...το κάνεις αυτό σε αθώους ανθρώπους;"


Δεν απάντησε,μόνο γυρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου αργά.

Και πλέον δεν χρειαζόμουν απάντηση.Το ύφος του προδιδε πως δεν χρειαζόταν κίνητρο ή λόγο για τις φρικαλεοτητες που είχε διαπράξει και δεν έκανε τον κόπο να το καλύψει.Στο ύφος του διακρινόταν ολοζώντανη και αστείρευτη η επιθυμία για παραπάνω.Παραπανω αίμα.Πιο πολλά ματωμένα χαμόγελα και κενά στις κόγχες μάτια, περισσότερος πόνος και απελπισία.

Και να που βρίσκομαι ήδη εκεί,να αντανακλώ στα παράθυρα της σκοτεινής ψυχής του -αν ήταν πράγματι ψυχή αυτό που έλαμπε εκεί- με βλέμμα φοβισμένο.


Η καρδιά μου σφιχτηκε.Ήταν πραγματικά...τρελός.Μονο αυτή η σκέψη περνούσε γύρω γύρω από το ίδιο σημείο του μυαλού σαν να είχε χαθεί σε σκοτεινό δάσος.



"Γιατι...εγω;"έκανα πνιγμένη,ένας κόμπος με πίεζε στο λαιμό.


"Αμαλία."είπε κοιτάζοντας με, χαμογελώντας μικρά, διακόπτοντάς με.

"Δεν νομίζεις οτι αντί για ερωτήσεις περί της ασφάλειάς σου και του διαταραγμενου μου ψυχισμού, θα έπρεπε να μου κάνεις ερωτήσεις που θα σε οδηγήσουν στον σκοπό σου;"


Το αίμα στις φλέβες μου πάγωσε.Συνειδητοποίησα πως το παιχνίδι ειχε ήδη αρχίσει για εκείνο το τέρας που στεκόταν μπροστά μου.

Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα να μισώ κάποιον που στεκόταν ξένος μπροστά μου.Ηταν ένα μίσος πρωτόγνωρο, καλυμμένο από ένα λεπτό ομιχλώδες πέπλο που δεν το άφηνε να ξεσπάσει, κάτι που ξεκίνησε μικρό από τα σκοτεινά δάση του μυαλού, σύρθηκε γρήγορα προς τα κάτω και είχε καταφέρει να δηλητηριάσει όλα τα υπόλοιπα όργανα.Ενα μίσος βαθύ,που ανέβλυζε από μέσα σαν οργισμένος πίδακας που θα διαβρωνε τα πάντα στο πέρασμά του.

Έμοιαζε λίγο με το ίδιο συναίσθημα που είχα νιώσει όταν πέθαναν οι γονείς μου.

Κατω από ένα λεπτό, ομιχλώδες πέπλο,το συναίσθημα του μίσους παλλόταν και χτυπιοταν σαν φίδι, μα δεν έπρεπε ποτέ να βγει έξω.Ποτε, δεν έπρεπε να βγει έξω.



"Κατάλαβες έτσι;"ρώτησε εκείνος κοιτώντας με ψυχωτικα, διακόπτοντας τις σκέψεις μου.


Το χρώμα είχε φύγει από το πρόσωπο μου και η οργή του μίσους που ένιωθα για αυτόν το ξένο που ήρθε ξαφνικά στη ζωή μου από το πουθενά, ξεφουσκωσε λίγο μπροστά στην απελπισία.Μόλις είχα χαραμισει τις δύο ερωτήσεις της πρώτης μέρας της εβδομάδας ζωής μου.



"Με έκλεψες..."είπα με φωνή που ίσα ακουγόταν.Χαραμισα τις δύο πολύτιμες ερωτήσεις που θα με βοηθούσαν στην ανακάλυψη του ονόματος.



"Όχι, γλύκα.
Εσύ, παρεξηγησες.Θυμήσου:σωστές ερωτήσεις, σωστές απαντήσεις αρα και η αλήθεια."



"Ωραία λοιπόν."είπα χαμογελώντας φοβισμένα, σχεδόν παράλογα.

"Ποιός εισαι;"

"Αμαλία."είπε ο άγνωστος και η φωνή του ακούστηκε τρομαχτική και απειλητική.

"Δεν θες να χτυπήσεις έτσι;Μην με προκαλείς.Καταλαβαίνεις οτι δεν εισαι σε θέση να ειρωνεύεσαι, σωστά;"



Ένιωσα να τρέμω.Η απειλή ήταν πέρα για πέρα ξεκάθαρη.

Το τελευταίο πράγμα που θέλω αυτή τη στιγμή είναι να τον εκνευρισω, ήχησε αυστηρή και ρεαλιστική η σκέψη μου.

Ο εκνευρισμός του όμως έγινε καπνός σε ένα δευτερόλεπτο,πράγμα ανατριχιαστικό.



Χριστέ μου, θα τρελαθώ.Αν συνεχίσει αυτή η τρέλα, θα τα χάσω, σκέφτηκα ταραγμένη.

"Νομίζω ότι πρέπει να ξεκουραστείς."είπε και έβγαλε από την τσέπη του τα κλειδιά των δωματίων και τα κράτησε ψηλά, επίτηδες σε σημείο που δεν μπορούσα να φτάσω εύκολα.

"Έξαλλου...μόλις έχασες την πρώτη σου μέρα."χαμογέλασε πλατιά.

Αν δεν ήμουν συντετριμμένη από την όλη κατάσταση, θα ήμουν πολύ θυμωμένη,θα είχα αντιδράσει περισσότερο.Ισως έτρεχα,ίσως φώναζα άλλη μια φορά,θα είχα επιχειρήσει κάτι επιτόπου ώστε να ξεφύγω από το παράλογο παιχνίδι που περίμενε να αρχίσει.Ομως δεν το έκανα.Χλωμη σαν νεκρή, πήρα τα κλειδιά από το χέρι του, μηχανικά,λες και η ζωή είχε στραγγίξει από μέσα μου, αφήνοντας μόνο ένα κούφιο σώμα.Η λογική αρνιόταν να επιστρέψει σε μένα.

Φυσικά και δεν είναι δίκαιο.Το παιχνίδι ήταν φτιαγμένο με τους δικούς του ξεκάθαρα όρους.

Φυσικά και συμβαίνει όλο αυτό.Ειναι αληθινό.

Δες το.Μην γυρνάς το κεφάλι.Δες το.

"Τώρα τι γινεται..."μίλησα σαν υπνωτισμενη, περισσότερο στον εαυτό μου παρά στον ξένο.Εκεινος ομως με άκουσε.

"Αύριο θα αρχίσεις την αναζήτηση σου.Θα ξανάρθω για εσένα."είπε χαμογελώντας και πλησίασε το παράθυρο.Ανέβηκε στο περβάζι και ετοιμάστηκε να κατέβει από αυτό,έξω πλέον από το σπίτι.

Οι ερωτήσεις μου υπήρχαν ακόμα διάσπαρτες σαν σταγόνες απαλής βροχής.Ηταν αδύνατον να ελέγξω τον χείμαρρο καθώς και να διαχειριστώ το ποιες από όλες αυτές τις ερωτήσεις ήταν ουσιώδεις.

"Και πως θα σε φωνάζω αν οχι το πραγματικό σου όνομα...;"

Τι σημασία έχει αυτό...;


Εκείνος έκανε λίγο να σκεφτεί παρόλη τη γελοία ερώτησή μου.Περιμενε, θα απαντούσε...;

"Φωναζε με Τομπάιας."είπε ο απαίσιος επισκέπτης και χάθηκε στο σκοτάδι της ανελέητης νύχτας, τα λόγια του έμειναν λίγο στον αέρα σαν ξόρκι.

Παρόλο τον πόνο που είχε κυριεύσει το κορμί μου, όρμησα ξαφνικά και εκλεισα γρήγορα το παράθυρο,τραβωντας την κουρτίνα.

Έφυγε.

Έφυγε.

Άφησα τον εαυτό μου να κάτσει στο πάτωμα.Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα,δεν ήξερα αν θα μπορούσα να την ηρεμισω.Η αναπνοή ακανόνιστη.Τι ήταν αυτό;Τι ήταν αυτό το διαολεμενο πράγμα που συνέβη και έφυγε μόλις;

Έμοιαζε με καταιγίδα,μια μαύρη θύελλα που σάρωσε τα πάντα στον κόσμο μου, μια θύελλα που σκόρπισε παντού αγωνία και φόβο.Νόμιζα πως θα παθαινα κρίση, όλα γύρω μου ήταν παράξενες, θολές σκιές.Χιλιαδες ερωτήσεις χωρίς λογική εξήγηση.


Τα είχε σχεδιάσει όλα.Για ποιο λόγο; Γιατί επέλεξε εμένα;Γιατί;


"Ήρεμα... ήρεμα... έφυγε..."επανέλαβα καθησυχαστικα στον εαυτό μου.

Όποιος κι αν ήταν αυτός με είχε στριμώξει σε μια γωνιά σαν αβοήθητο ζώο...


Το σπίτι ξαφνικά φαινόταν υπερβολικά άδειο,σαν μαύρη τρύπα που δεν γέμιζε ποτέ όσο νερό και να της έριχνες.Σηκώθηκα αναστατωμενη όταν θυμήθηκα πως δεν είχα δει την Γκρέι καθ'όλη τη διάρκεια της συνάντησης.Ξεκλειδωσα γρήγορα όλα τα δωμάτια με τη βιασύνη του πνιγμένου ναυαγού φωνάζοντας την.


Προς μεγάλη μου ανακούφιση ήταν στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου, κρυμμένη σε μια γωνιά,με μάτια διεσταλμενα.

"Γκρέι..."έκανα σαν παιδι έτοιμο να κλάψει.

"Χριστέ μου, έλα δω.Ελα δω, γατάκι..."

Εκείνη έτρεξε στην αγκαλιά μου μόλις κατάλαβε ότι ήμουν εγώ,παρόλο που η φύση της τη νύχτα δεν της επέτρεπε τρυφερότητες.Την έσφιξα απαλά πάνω μου και άφησα όλα τα δάκρυα της απελπισίας μου και της ταραχής μου να κυλήσουν.


Το σύννεφο της επιβιωση είχε επιτέλους διαλυθεί.Η πραγματικότητα,η φρικτή πραγματικότητα που ακόμα έμοιαζε με απαίσιο,μη πιστευτό παραμύθι με χτύπησε αλύπητα και ανελέητα.Η ανάσα μου έβγαινε κοφτή σαν ξέφρενος λόξυγκας, η όρασή μου ετσουζε και θόλωνε, το σώμα μου πονούσε από την πτώση.

"Είδα ένα τέρας...είδα...τι θα κάνω;Τι θα κάνω;"ρωτούσα τον εαυτό μου κλαίγοντας απαρηγόρητα.Λυγισα ξανά στο έδαφος με το ζωάκι στην αγκαλιά μου ανασαίνοντας βαριά.




Ένιωσα τη Γκρέι να ανατριχιάζει και να βγάζει ήχους αποκοσμους σαν κάτι να την είχε προκαλέσει.Όλα γύρω μου άρχισαν ξαφνικά να γυρίζουν.


Και όλα μαυρισαν.

Continue Reading

You'll Also Like

182K 8.9K 48
«Αν εσύ δεν είσαι το κόκκινο, εγώ δεν είμαι το μαύρο.» (Ι) ΜΕΡΟΣ : UMBRA «Υπάρχει κάτι για το οποίο θα ρίσκαρες την ζωή σου;» Ανασήκωσε το σώμα του...
592 73 25
Η Άννα και ο Δημήτρης είναι παντρεμένοι, ο Δημήτρης είναι αρχηγός της Μαφίας (αλλά είναι καλός σαν τον Γεράσιμο) και ο παραφορος έρωτας τους.
108K 6.7K 47
«Φοβάσαι;» Την ρώτησε με την βαριά αλλά ταυτόχρονα τόσο γοητευτική φωνή του. «Όχι» απάντησε εκείνη μονολεκτικά χωρις να σκεφτεί καλά την απάντηση που...
Beyond Words By nkfox_i

Mystery / Thriller

207 34 17
❌NOT COPY❌ ___ Περιγραφή- Εισαγωγή στο πρώτο κεφάλαιο..