Chapter 19
Skylar
«Είσαι μια χαρά. Δεν χρειαζόταν να σε φέρουν στο νοσοκομείο. Μπορείς να πάρεις εξιτήριο από σήμερα, έτσι είπαν.»
Είπε νευρικά ο θείος μου, ο οποίος έδειχνε αγχωμένος.
«Η κ. Riley επέμενε.»
Ψέλλισα.
«Αν σε ρωτήσει ο γιατρός για να εγκαύματα, ξέρεις τι πρέπει να πεις.»
Έγνεψα καταφατικά. Ήταν η πρώτη φορά που αναφερόταν στις πληγές που μου είχε δημιουργήσει.
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε. Μετά από μια σύντομη συζήτηση με τον θείο μου, ο γιατρός με πλησίασε και ζήτησε από τον θείο μου να βγει έξω.
«Εσύ πρέπει να είσαι η Skylar Bretton.»
Είπε καθαρίζοντας τον λαιμό του. Κρατούσε έναν φάκελο με τα στοιχεία μου.
«Λιποθύμησες εξαιτίας της έλλειψης τροφής. Θα σου χορηγηθούν βιταμίνες. Όσο για τα εγκαύματα σου, θα χρησιμοποιείς ειδικές κρέμες που θα σου δώσουμε.»
Δεν είχα συνειδητοποιήσει οτι είχε αποχωρήσει ήδη από το δωμάτιο μου, αφήνοντας με να παρατηρώ τον ορό στο χέρι μου.
Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου, όταν μια νεαρή νοσοκόμα μου τον αφαίρεσε και μου έδωσε τα φάρμακα μου.
Ήμουν εξαντλημένη. Είχε νυχτώσει ήδη και δεν μπόρεσα να κοιμηθώ αρκετή ώρα εδώ μέσα. Ο χώρος είναι μικρός και τρομακτικός.
Μου θυμίζει την ημέρα του τραγικού δυστυχήματος. Τις φλόγες, τον πόνο, τον φόβο και περισσότερο από όλα τα παραπάνω, τους γονείς μου.
[...]
«Είσαι σίγουρη οτι θέλεις να πας στο σχολείο;»
Ρώτησε ο θείος μου, ο οποίος είχε στηρίξει το σώμα του επάνω στην πόρτα μου.
«Ναι θείε. Χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα.»
Εκτός από αυτό, φοβάμαι να μείνω μαζί του. Συνήθως μετά από τα διαστήματα που μου συμπεριφέρεται φιλικά, επιστρέφει πιο θυμωμένος από ποτέ.
Μάζεψα την τσάντα μου και τον κοίταξα.
«Μπορείς να φύγεις;»
Ρώτησα διστακτικά και απομακρύνθηκε από την έξοδο του δωματίου μου. Γνέφοντας καταφατικά, βγήκε από τον χώρο και κατέβηκε τις σκάλες.
Πλησίασα τον καθρέφτη και εφάρμοσα στο πρόσωπο μου την αλοιφή για να μην μείνει κάποιο σημάδι.
Ο γιατρός είπε πως θα περάσει, αλλά δεν ξέρω πότε θα γίνει αυτό. Πήρα τις βιταμίνες μου και τις έριξα μέσα στην τσάντα μου, αν και ξέρω οτι ένα συμπλήρωμα δεν αρκεί εφόσον δεν τρέφομαι σωστά.
Κατεβαίνοντας στον κάτω όροφο, μπήκα σιγά σιγά στην κουζίνα, στην προσπάθεια μου να βρω κάποια χρήματα, έστω για ένα μπουκάλι καθαρό νερό.
Πρέπει να τρώω και δυστυχώς το ψυγείο μας είναι άδειο. Ότι έχει μείνει μέσα είναι ληγμένο.
«Τι στον διάολο κάνεις εκεί;»
Άκουσα την φωνή του και άφησα τον κουμπαρά μας κάτω.
Πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Έψαχνα χρήματα.»
Άρπαξε τον κουμπαρά από τα χέρια μου και τον τοποθέτησε με δύναμη πίσω στον πάγκο, με αποτέλεσμα να σπάσει σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομμάτια.
«Δεν θα ξοδεύω τα λεφτά μου για να τρως εσύ.»
Γρύλισε και έσφιξα την άκρη της μπλούζας μου.
«Πρέπει να τρώω. Μόλις βγήκα από το νοσοκομείο.»
Ψιθύρισα και το πρώτο χαστούκι δεν άργησε να έρθει. Έκλεισα τα μάτια μου.
«Αυτά τα λεφτά είναι δικά μου. Δεν έχεις κάνει τίποτα για να τα αξίζεις.»
Φώναξε και το δυνατό του χέρι ήρθε ξανά σε επαφή με το ευαίσθητο μάγουλο μου. Δεν έκανα κάτι, απλά συνέχιζα να τον ακούω να ωρύεται. Δεν πρέπει να του πηγαίνω κόντρα όταν ξεσπάει.
Έγνεψα καταφατικά και βγήκα από την κουζίνα. Θέλω να φύγω.
Κλαίγοντας πλέον, βγήκα από το σπίτι μου νωρίτερα και πήρα τον πιο μεγάλο δρόμο για το σχολείο, κάνοντας τον κύκλο της γειτονιάς μου.
Περπατούσα δίχως να σκέφτομαι. Γρήγορα και αποφασιστικά, για να μην αφήσω το μυαλό μου να θυμηθεί τι έγινε προηγουμένως. Έκανα ένα μικρό διάλειμμα σε ένα παγκάκι. Δεν πρέπει να κουράζομαι.
Κατάπια ένα από τα συμπληρώματα διατροφής μου και τα φάρμακα που μου έδωσαν με λίγο νερό που κατάφερα να κλέψω από την κουζίνα.
Κατάντησα να κλέβω πράγματα από το ίδιο μου το σπίτι.
Καθώς έπαιρνα βαθιές και σταθερές ανάσες, μπορούσα να ακούσω τους λυγμούς ενός μικρού παιδιού. Το βλέμμα μου ακολούθησε τον δυσάρεστο ήχο και συνάντησε ένα γλυκύτατο κορίτσι, γύρω στην ηλικία των εφτά, που καθόταν μόνο του στο διπλανό παγκάκι.
Συνειδητοποίησε οτι την κοιτούσα και με πλησίασε, αφήνοντας με έκπληκτη.
«Θέλω την μαμά μου πίσω.»
Είπε προσπαθώντας να σταθεροποιήσει την αναπνοή της. Δίχως να γνωρίζω τι να κάνω, χάιδεψα απαλά την πλάτη της.
«Μου λείπει.»
Τα χέρια μου τυλίχτηκαν γύρω από την μέση του άγνωστου κοριτσιού που με κοιτούσε λες και με γνώριζε χρόνια.
«Είναι βλάκας.»
Χαμογέλασα εξαιτίας της δυσκολίας της να προφέρει σωστά το συγκεκριμένο γράμμα.
«Τι έχεις;»
Ρώτησα και απομακρύνθηκε από την αγκαλιά μου.
«Μάλωσα με τον αδερφό μου και με άφησε μόνη μου.»
Είπε με έναν παραπονεμένο τόνο στην φωνή της.
«Θέλεις να σε πάω κάπου;»
Δεν γνώριζα τι έπρεπε να κάνω. Δεν είχα ποτέ αδέρφια, ούτε είχα ασχοληθεί ποτέ με μικρότερα παιδιά.
«Σχολείο.»
Χαμογέλασε αδύναμα. Ένιωσα ένα γλυκό φτερούγισμα στην καρδιά μου από το συναίσθημα της χαράς που με κατέκλυσε.
Ένα μικρό κοριτσάκι μόλις μου μετέφερε την θετική του ενέργεια, μόνο με ένα αθώο χαμόγελο. Πρέπει να ήταν το μοναδικό παιδί της ηλικίας της που δεν με ρώτησε για τα σημάδια στο πρόσωπο μου.
Σηκωθήκαμε από το παγκάκι και έπιασε σφιχτά το χέρι μου.