The Travel (part II)[Το ταξίδι (μέρος ΙΙ)]

9 0 0
                                    

Έξω είχε ένα δροσερό αεράκι, που σε σκέπαζε ολόκληρο, μα το σημαντικό είναι ότι δεν σε παγώνε, περπατούσε δίπλα μου, εκείνη και  ο θείος μου ακριβώς πίσω μου, βαριά οπλισμένος, σαν τον στρατιώτη που πάει στον πόλεμο, δίχως σκέψει και δίχως οίκτο για όσα θα ακολουθήσουν, με βλέμμα σοβαρό, αεκίνητο, δίχως έκφραση ουτε μιας απειροελάχιστης ρητήδας σε ολόκληρο του το πρόσωπο, μπήκαμε στο αυτοκίνητο ,άνοιξα την πόρτα και κάθισα πίσω, πες το ένστικτο πες το όπως θες, απλά ένιωθα ένα αίσθημα ότι έπρεπε να μπω εκεί, εκείνη ήρθε καθισε δίπλα μου, με το σώμα της ολόκληρο μέσα στην αγκαλιά μου, τα φτερά της ήταν μαλάκα και πίσω από το κεφάλι μου, ήταν το ιδανικό μαξιλάρι για να ηρεμήσεις και να χαλαρώσεις, τα ένιωθα να μου χαϊδεύουν το κεφάλι, με απαλές, απειροελάχιστες κινήσεις τους, εκείνη με κοίταγε μέσα στα μάτια, χάζευε κάθε καμπύλη και κάθε μορφασμό που έκανα καθώς παρακολούθουσα τα φώτα της πόλης και τις βιτρίνες των μαγαζίων να κινούνται ολοένα και ποιο γρήγορα, σε αντίθετη φορά με εμάς. Δεν ξέρω που πηγαίναμε, αλλά και οι δυο τους δίναν το αντίθετο συναίσθημα, βλέπεις ήμουν καινούριος σε αυτόν τον κόσμο, ή τουλάχιστον έτσι ένιωθα, καθώς ζούσα συνέχεια σκηνές που κάπως κάποτε ένιωθα ότι είχα ξανά ζήσει, οδηγούσαμε για αρκετή ώρα, έτσι ώστε με την απαλή μουσική που έπαιζε από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, και το λιγοστό αέρα που έβγαζε το ερκοντίσιον να έχει αρχίσει να με παίρνει γλυκά γλυκά ο ύπνος στην αγκαλιά του, γύρισα να δω αν ήταν καλά ο θείος μου ή μήπως χρειάζοταν κάτι, ήταν εκεί ακίνητος ξύπνιος, προσήλομενος στην πορεία που χαράζε, του είπα τότε μισόκυμησμενος "θείε χρειάζεσαι κάτι? " πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να έχει δώσει καμία απολύτως απάντηση και κανένα σημάδι ότι με άκουσε. Ανασηκώθηκα ελάχιστα από την αγκαλιά της και κούνησα ευγενικά τον θείο μου στον ώμο, για να του τράβηξω την προσοχή, κάνοντας την ίδια ερώτηση με πρίν,μην τυχόν και τον είχε πάρει ο υπνος, γύρισε απότομα μηχανικά και με κοίταξε, τα μάτια του ήταν κενά κατάμαυρα με αίμα να τρέχει από αυτά, και τα χείλη του ραμμένα σαν να τα είχε ράψει κάποιος με κλωστή,ήταν σχεδόν ίδιος με τον άλλον, ίδια αλλόκοτη μορφή,με αυτόν που εδώ και μέρες στοιχείωνει την ηρεμία μου,από την ταραχή μου άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου, κατέληξα να κάνω κύκλους γύρω από τον εαυτό μου, αγκαλιά με το οδόστρωμα, ώσπου ξαφνικά ξυπνήσα, ήμουν στην ίδια θέση με πρίν, να με έχει αγκαλιά καθώς εκείνη κοιμόταν ,με μόναδικη διαφορά ότι αυτήν την φορά ο θείος μου τραγουδούσε και σφυρίζε,αν και οχι τόσο κεφάτος,μάλλον το έκανε απο αντίδραση, προσπαθούσε άσκοπα να ξεχαστεί, πράγμα τουλάχιστον για εμενα αδύνατον, καθώς δεν έβρισκα ησυχία πλέον ούτε στα όνειρα μου, κοίταξα το παράθυρο, χαζεύοντας τους αγρούς που ήταν παντού τριγύρω μας, όσο δηλαδή από αυτό φωτίζοταν επαρκώς από το φως του φεγγάριου, κάνοντας το να ξεχωρίζει μέσα στην συνολική μαυρίλα, μια λεπτομέρεια σε ένα κατάμαυρο πίνακα, που ποτε δεν εκτιμήθηκε σωστά η αξία του.

TheDarkParadise[Ο Σκοτεινός Παράδεισος]Where stories live. Discover now