Το Ενδιάμεσο [The Between]

16 1 0
                                    

Άνοιξα τα μάτια μου, και όπως πρωτοείπα και νωρίτερα ο θείος μου ήταν εκεί και με κοιτουσε, σήκωσα το σώμα μου απο τον καναπέ, που με το ζόρι πάλεψε αυτήν την κίνηση, ήταν βαρύ από την κούραση καθώς είχε ταλαιπωρηθεί πολύ τον τελευταίο καιρό, μια πιατέλα με μερικές φρυγανιές και έναν ζεστό καφέ, που καπνοί βγαίνανε ακόμα από τον καφέ με ξυπνήσε για  τα καλά,καθώς είχα κέντρισει το βλέμμα μου επάνω τους ακούστηκε, η γνωστή θορυβώδεις φωνή του θείου μου "Δεν είναι κάτι σπουδαίο φίλε το ξερω, αλλά σου υπόσχομαι, αργότερα θα πάμε να αγοράσουμε ότι θέλεις από το σουπερμάρκετ"
Κάθισα ξανά στον καναπέ,ανέμελος λες και το μυαλό μου είχε ξέχασει όσα είχαν γίνει και άρχισα να πίνω τον καφέ, το μυαλό μου το ένιωσα να κολλάει εκείνη την ώρα, τα μάτια μου έκλεισαν ερμητικά και το σώμα μου έπεσε στον καναπέ βαρυ σαν πέτρα μέσα στην θάλασσα,ένιωθα την ανάσα μου βαριά, ως που ένιωθα ότι δεν αναπνέα, στο εντωμεταξύ είχε πέσει ο καφές πάνω μου καίγοντας με, δεν θυμάμαι κάψιμο, μονάχα ένα οξύ τσούξιμο, μετά έχασα τις αισθήσεις μου και ήταν εκεί, οι γονείς μου,σε ένα μαύρο διάδρομο, με ένα κατά λευκό φως στο τέλος του τουνελ, ένιωθα λες και με τραβούσαν προς τα εκεί, γελώντας και προκαλώντας με να τρέξω πίσω τους,να τους πάρω αγκαλιά που μου έλειπε τόσο πολύ, το σκέφτηκα λιγάκι και άρχισα να τρέχω ξωπίσω τους, μα την τελευταία στιγμή ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει, να με τραβάει από πίσω μου, ήταν ένας τοίχος μαύρος πίσω μου, που φαινόταν λες και μέσα από αυτό ξεπροβάλλαν ανθρώπινα χέρια και κεφάλια και ένα από αυτά με τραβούσε, πάλεψα να τους ακολουθήσω καθώς το χέρι είχε κλειδώσει γύρω απο  το δικό μου, και με τραβούσε μέσα στον τοίχο, είχε υπερβολική σωματική δύναμη, όμοια με αυτήν του Θεού, μα ήξερα πως ουτε ο θεος δεν θα μπορούσε να με βοηθήσει εδώ που ήμουν, καθώς το σώμα μου το ένιωθα να έχει αρχίσει να περνάει μέσα από τον τοίχο, και ώρα με την ώρα να πονάει όλο και περισσότερο, καθώς είχε μείνει μόνο το κεφάλι μου έξω από τον τοίχο, που και αυτό μεταβείας πάλευε με τα χέρια να μην κολλήσει, έβγαλα μια τελευταία κραυγή από μέσα μου, μα δεν ακούστηκε καθώς, βγαίνοντας από το στόμα μου λίγα μέτρα ποιό πέρα ξεψυχήσε,αφήνοντας ένα "αχ" Να ξεπήδησει από τα χείλια μου και να αποτυπωθεί στους κατάμαυρους τοίχους,το κεφάλι αρνιόταν να μπει μέσα στον τοίχο, όσο και να προσπαθούσαν τα χέρια αυτό δεν άλλαζε στάση ουτε υποχωρούσε,τότε εκείνοι  γύρισαν καί με κοίταξαν επίμονα,η φιγούρα που θεωρούσα πως ήταν της μητέρας μου,έτρεξε προς το μέρος μου, με ταχυτήτα όμοια με αυτήν του άνεμου, που λόγο της ελλείψεις από φως, μετά βίας μου επέτρεπε να ξεχωρίζω την σκιά της, έτρεξε και με το χέρι της, στο κέντρο του προσώπου,με έσπρωξε να περάσω μέσα από τον τοίχο, θυμάμαι την μορφή τής, μια γυναίκα με κάτασπρα μαλλιά, και κατάμαυρα ρούχα και το δέρμα της, σε οποίο σημείο το άφηναν τα ρούχα να φανεί καμμένο, γεμάτο πληγίες και μελανιές, συνήλθα με τον θείο μου από πάνω μου να με κοιτάει καθώς δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπο του παρακαλώντας τον Θεό να ξυπνήσω

TheDarkParadise[Ο Σκοτεινός Παράδεισος]Where stories live. Discover now