The Uncle (part II) [ Ο Θείος (νούμερο 2)]

13 0 0
                                    

Βγήκαμε απο το διαμέρισμα, καθώς εκείνος με μια κίνηση πήρε την βαλίτσα μέσα από τα χέρια μου, μπήκαμε στον ανελκυστήρα και κάπως έτσι βγήκαμε απο την πολυκατοικία,το παγωμένο αεράκι με διαπέρασε, καθώς κατέβαινα τα σκαλιά για το πεζοδρόμιο, ο θείος μου παρά ότι είχε αυτοκίνητο, προτιμούσε να περπατάει, ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί, μάλλον δεν του άρεσε η πολυτέλεια, πράγμα που τον έκανε αρκετά ιδιαίτερο. Έτσι όπως σχεδόν κάθε μέρα, έτσι και σήμερα είχε έρθει με τα πόδια, όχι ότι ηταν ιδιαίτερα μακριά, καθώς την πόλη μας δεν την φαντάζεσαι, αλλά ουτε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, από την μια άκρη ως την άλλη ήταν 20 λεπτά, μπορεί να ήταν και αυτός ο λόγος που προτιμούσε την απλή καθημερινή εκγύμναση, παρά την άνεση και την τεμπελιά ενός αυτοκίνητου, καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά είχαμε αρχίσει να περπατάμε, είχαμε κάνει είδη μια αρκετά μεγάλη απόσταση, καθώς είχα χαθεί για αρκετή ώρα στις σκέψεις μου, το παθαίνω συχνά το ξέρω, απλά αυτός είναι ο τρόπος μου, μου αρέσει να κλείνομαι στον μυστικό κόσμο των σκέψεων μου και να μην αποκαλύπτω, σχεδόν ποτέ τι σκέφτομαι, ο κάθε ανθρώπος είναι ιδιαίτερος, έτσι και η δικιά μου ιδιαιτερότητα ήταν αυτή.
Τότε έπεσε το βλέμμα μου στο πρόσωπο του θείου μου, που τόση ώρα ήταν απρόσωπο και παγωμένο, δίχως καμια έκφραση συναισθήματων, μήτε χαράς μήτε και λείπεις, το βλέμμα του κολλημένο στην ευθεία πορεία, που τόση ώρα διαπράταμε, δίχως να κοιτάει πουθενά αλλού, ξαφνικά κάτι στο πρόσωπο του άρχισε να αλλάζει, ο θείος μου είχε αρχίσει να κλαίει, αλλά αντί για δάκρυα από τα μάτια του είχε αρχίσει να τρέχει αίμα, εκείνος ατάραχος, δίχως βλέμμα πόνου στο βλέμμα, συνέχιζε την πορεία του αδιάκοπα και από δίπλα, σαν πιστό σκυλί ακολουθούσα εγώ, εκείνα τα δάκρυα κάτι μου θυμίζαν, απλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι, περνάγαμε μπροστά από ένα σκοτεινό σοκάκι,όταν μέσα στις σκιές και στο απύθμενο σκοτάδι, είδα μια φιγούρα ανάμεσα τους, μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινη φιγούρα, που οι λιγοστές ακτίνες που έστελνε το φεγγάρι στην επιφάνεια της γης, την έκαναν λιγάκι ποιο έντονη και εμφανίσιμη, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε εξαφάνιστει, γύρισα να κοιτάξω το πρόσωπο του θείου μου, μήπως είχε αλλάξει κάτι, μήπως είχε προστεθεί κάποιο συναίσθημα, αλλά αντίθετα είχαν χαθεί ακόμα και τα μάτια του, είχαν αντικαταστάθει από δυο μαύρα απύθμενα κενά, δίχως λογική όμοια με τα μάτια του άντρα της, άραγε ποιο να ήταν το όνομα του, αναρωτιόμουν καθώς δεν ήθελα να δείξω ότι είχα ταραχθεί, ότι τάχα δεν είχα καταλάβει, κοίταζα σιωπηλά όλο ευθεία, με το μόνο που είχε κολλήσει στο μυαλό μου, μια απεγνωσμένη επιθυμία να μάθω το όνομα του, ξαφνικά η ησυχία κόπηκε και εκείνος ο άντρας που ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν ο θείος μου, ήταν αρκετά ολοφάνερο πως δεν ήταν εκείνος, είπε "Σολομών", αναρωτήθηκα έντονα τι εννοούσε, επανέλαβε " Το όνομα μου, είναι σολομών " μας πως αναρωτήθηκα, πως ήξερε τι σκεφτόμουν, διαβάζει τις σκέψεις μου, αναρωτήθηκα τρομοκρατημένος, καθώς ένοιωσα το χέρι του να κολλάει στον λαιμό μου, καθώς με έσπρωχνε προς τα σκοτάδια, με έπιασε από τον λαιμό και με κόλλησε στον τοίχο, τα πόδια μου στάθηκαν αδύναμα, μπροστά στην υπεράνθρωπη δύναμη του, δεν είχα άλλη επιλογή παρά μόνο να αφέθω, έτσι έκανα καθώς έβλεπα την ζωή μου να περνάει μπροστά από τα μάτια μου, σαν ταινία, σαν εκείνες τις ταινίες που παίζανε στα παλιά σινεμά, καθώς ακόμα και τα πόδια μου ήταν αδύναμα να ακουμπήσουν το οδόστρωμα, δεν μπορούσα να αναπνεύσω άλλο και έτσι έχασα τις αισθήσεις μου, καθώς άρχισα να τα βλέπω όλα θολά, με τελευταίο ήχο που άκουσα, ένα αμάξι να σταματάει με ένα απότομο φρενάρισμα, λίγα μέτρα από εμάς και μια πόρτα να κλείνει με δύναμη.

TheDarkParadise[Ο Σκοτεινός Παράδεισος]Où les histoires vivent. Découvrez maintenant