The Uncle [Ο Θείος]

14 1 0
                                    

Ο θείος μου, τι δουλειά έχει εδώ βραδιάτικα, είχε να έρθει στο σπίτι χρόνια, είχε τσακωθεί με τον πατέρα μου βλέπετε, για κάτι που ποτέ κανείς δεν έμαθε, εκτός από εκείνους τους δυό, τα αδέλφια βλέπεις το κρατάγαν μανιάτικο, αν και κρυφό, που από την μια έκαναν σωστά, ενώ από την άλλη λάθος, γιατί καιρό με τον καιρό τους έτρωγε όλο και ποιό βαθιά.
Όλα αυτά σκεφτόμουν ενώ άνοιγα την πόρτα και με μια ευγενική αλλα ρητορική χροιά ρώτησα "πως και από εδω και μάλιστα τόσο αργά την νύχτα" Λες και δεν ήξερα, είδη την απάντηση και καθώς του έγνεψα με το κεφάλι να περάσει μέσα, εκείνος είπε "Ήμουν στο νοσοκομείο, οι γονείς σου, δυστυχώς έφυγαν από την ζωή" καθώς ένα και μοναδικό δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο του,έφτασε στα μάγουλά του,καθώς εκείνος απτόητος προχωρούσε,προς τα μέσα, όλα αυτά που σκεφτόμουν πριν ως ένα κακό μακρινό όνειρο, τα είδα να παίρνουν σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια μου, έσφιξα με όλη μου την δύναμη, τα δόντια μου, προσπαθώντας να μην δείχνω ευαίσθητος μπροστά του και με μια φωνή τόσο ζόρικη, όσο και η θηλία που ένοιωθα, σαν να μου έδεναν στον λαιμό ρώτησα, "Με εμένα τι θα γίνει, εννοώ δεν έχω κάποιον άλλον να μείνω μαζί του" καθώς είχα αρχίσει, να ανατριχιάζω και να τρελαίνομαι στην ιδέα, του να περάσω την υπόλοιπη ανήλικη ζωή μου, μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός από αυτά, πριν προλάβω να ολοκληρώσω τον παραλογισμό των σκέψεων μου είπε, "Βάλε όσα ρούχα χρειάζεσαι μέσα σε μια βαλίτσα, θα μείνεις μαζί μου" συνάμα χάρηκα, μα παράλληλα αγχώθηκα ακόμα και αν μαζί του ένοιωθα ασφαλής, μην τα πολυλογώ πήγα στο δωμάτιο μου, εκείνη πλέον δεν κοιμόταν καθόταν στο κρεβάτι και κοίταζε τις κινήσεις που έκανα προσπαθώντας, να ερευνήσει τι γινόταν, της έδωσα ένα τελευταίο φιλί για εκείνο το βράδυ και της εξήγησα, ότι θα μένω με τον θείο μου στην άλλη άκρη της πόλης, συμπλήρωντας με ένα "Σε αγαπώ" που ακούστηκε τόσο μεγαλοπρεπές όσο και έπρεπε, καθώς παράλληλα πέταγα τα ρούχα μου μέσα στην τσάντα, εκείνη σηκώθηκε από το κρεβάτι και με πήρε αγκαλιά, Ψυθηρίζοντας μου στο αυτί, ένα "και εγώ" που ακούστηκε ποιο γλυκό από όσο έπρεπε, μα ομολογώ με γέμισε σιγουριά και ηρεμία, παρά το αδικαιολόγητα παρατραβηγμένο άγχος που είχα.
Βγήκα στο σαλόνι ο θείος μου κοιτούσε, έξω από το παράθυρο, τους άδεια δρόμους και τα πεζοδρόμια, που φωτίζονταν από τις λιγοστές λάμπες που υπήρχαν στο πεζοδρόμιο, καθώς και από το φεγγαρόφωτο, που πρόσθετε μια ποιο μαγευτική νότα στον άδειο καμβά αυτής της πόλης, καθώς με ακούσε να βγαίνω στο σαλόνι δικαιολογείσαι, με μια ποιό ήρεμη φωνή "Λατρεύω την θέα από αυτό το παράθυρο" καθώς άρχισε να γελάει.

TheDarkParadise[Ο Σκοτεινός Παράδεισος]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα