The King and The True (part I)

18 0 0
                                    

Ανέβαιναμε τον ανήφορο σιγά σιγά, βήμα κάθε φορά χαλαρό, δίχως ταραχές, δίχως το παραμικρό λάθος στην σχετικά ευθεία πορεία μας προς την κορυφή, με μια σιγή εκοφαντική που χτυπούσε στα αυτιά και έκανε την καρδιά να χτυπά σαν τρελή, να ακούγεται μόνο εκείνη και το θνητό μου αίμα να κυλάει μέσα της, ξαφνικά η σιγή κόπηκε απότομα και η βαριά του φωνή ακούστηκε να λέει "γιατί τόσο σιωπηλός, λένε πως αυτοί που  κρατάνε την σιωπή, έχουν να πουν περισσότερα από αυτους που μιλάνε" σκεφτόμουν  τα λόγια του αυτά και αναρωτιόμουν πως γίνεται ένα πλάσμα, με τέτοια θηριώδης εμφάνιση να είναι συνάμα τόσο σοφό, καθώς τα λόγια κατρακύλουσαν από τα χείλη μου σαν νερό, και ειπώθηκαν στον αέρα με τόνο ανύσηχο "Δεν ξέρω καν ποιος είσαι, μα σε σέβομαι εκ των προτέρων, από ψυχή και όχι από φόβο, έχω τόσες απορίες για όσα έχεις πει, μα δεν ξέρω από που να αρχίσω" εκείνος με κοίταξε και χαμογέλασε, λέγοντας με ένα βλέμμα από αυτά που ήρεμουν κάθε φουρτούνα μέσα σου "Ρωτάμε ότι θες δεν θα αρνηθώ απάντηση, σε όσα ξέρω θα απαντήσω μα και στα αλλά θα σου βρω λύσεις ώστε να σε βοηθήσω να προχωρήσεις" χωρίς δεύτερη σκέψη τον ρώτησα "Πως γίνεται να έχεις να με δεις από μωρό" εκείνος αναστέναξε μα σύντομα απάντησε, με την Σοφία και τον σεβασμό που τον διακατέχει πάντα "Η μάνα σου ήταν και αυτή από εδώ, ήταν πάντα τόσο καλή και θετική αν και δαίμονας, ένιωθε ότι δεν  ήταν για εδώ, όπως και η σύντροφος σου, έφυγε κάποια στιγμή όταν ήταν μικρό παιδί και πήγε να μείνει στον κόσμο των θνητών, έκοψε τα φτερά της και άλλαξε τα λογικά της, έρχοταν συχνά εδώ, της έλειπε ο τόπος της μα δεν ξέχασε ποτέ τις αρχές της, έτσι μια φορά όταν ήσουν πολύ μικρός είχε έρθει με εσένα στην αγκαλιά της" έμεινα με το στόμα ανοιχτό με αυτήν του την απάντηση μα το κλείσα με δύναμη αφήνοντας μερικές λέξεις να φύγουν πφος την ελευθερία τους και να τονίσουν την παρουσία τους "Ώστε έτσι ήξερε ο θείος μου πως να έρθει εδώ κάτω" εκείνος έγνεψε καταφατικά και συμπλήρωσε "Λες λίγα μα με αυτά καταλαβαίνεις ακόμα ποιο πολλά, είναι στην φύση του ανθρώπου να μιλά, μα στου δαίμονα τα χέρια να σκέφτεται πριν μιλήσει πραγματικά" λέξη με την λέξη είχαμε φτάσει στο δωμάτιο στην κορυφή του δέντρου, μέσα ήταν άδειο, μόνο με έναν θρόνο, ολοκλήρο στολίδι, στολισμένο με γαλάζια πετράδια, φτιαγμένο από ασημί και χαραγμένο με χιλιάδες συμβόλα επάνω, στους τοίχους μπροστά υπήρχαν κάτι τεράστια αγάλματα, ένα από αυτά ήταν η μητέρα μου, έτρεξα κοντά του και άρχισα να ψιλάφύζω με το χέρι μου το άγαλμα καθώς εκείνος είχε καθίσει στον θρόνο και φώναξε "Όσα αγάλματα βλέπεις είναι των δαιμόνων που μας έμαθαν πολλά, άλλοι  βασιλιάδες άλλοι στρατηγοί, μα η μόνη χωρίς αξίωμα μα με άγαλμα είναι η μητέρα σου, εκείνη μας έμαθε πολλά ακόμα και να μην ήταν εδώ πάντα"την κοιτούσα με νοσταλγία καθώς τον ρώτησα " τι σας δίδαξε? " Την "λογική" απάντησε χωρίς δεύτερη κουβέντα, απλά κοφτά καθώς και ο ίδιος είχε χαθεί να κοιτάει το άγαλμα και να σκέφτεται όσα είχαν ζήσει μαζί, λίγα μέτρα ποιο πάνω από το δωμάτιο έστεκε για οροφή η γη μας, όμορφη και μεγαλεπίβολη καθώς νυχτώνε και τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος είχαν γεμίσει ολάκερο το δωμάτιο, σε όλους μας  αρέσει να βλέπουμε να ήλιο να πέφτει, μα δεν μπορείς να το πεις αυτό αμα δεν τον δεις ποτέ από τόσο κάτω, αν δεν φτάσεις στον πυθμένα του κόσμου, ποτέ δεν θα αναλογιστείς την κορυφή με τον τρόπο που της αξίζει

TheDarkParadise[Ο Σκοτεινός Παράδεισος]Where stories live. Discover now