26.Η ΑΘΑΝΑΤΗ ΠΗΓΗ

92 17 0
                                    

26.Η ΑΘΑΝΑΤΗ ΠΗΓΗ

Το επόμενο πρωί, ξύπνησα από το χτύπημα της πόρτας.
Η ώρα ήταν δώδεκα το μεσημέρι και εγώ είχα παρακοιμηθεί, με αποτέλεσμα να νιώθω μουδιασμένη και παραζαλισμένη.
Φόρεσα τις παντόφλες μου και έφτασα ως τη πόρτα, γεμίζοντας το στόμα μου με χασμουρητά.
«Ποιος είναι;» φώναξα και έστρωσα λίγο τις τρίχες, που πετούσαν αριστερά και δεξιά από το κεφάλι μου.
«Εγώ, η Τερέζα!» η λεπτή φωνή της, ήχησε πίσω από το ξύλο.
Άνοιξα αμέσως και εμφανίστηκε μπροστά μου, κρατώντας στα χέρια της ένα κουτί. Κατάλαβα πως είχε ξυπνήσει εδώ και ώρες, από την περίτεχνα μπλεγμένη της κοτσίδα και από το καθαρό της βλέμμα.
«Καλημέρα.» της είπα, προσπαθώντας να χαράξω ένα χαμόγελο, σε εκείνο το κουρασμένο πρόσωπο.
«Καλημέρα. Τώρα ξύπνησες;» με ρώτησε, παραξενεμένη, καθώς τρύπωσε μέσα.
Της έγνεψα καταφατικά.
«Έφτιαξα κέικ. Μήπως να φύγω;» απόρησε και μου έδωσε το κουτί στα χέρια.
«Όχι.» πετάχτηκα αμέσως. «Όχι. Ίσα – ίσα. Μου έκανες χάρη, που με ξύπνησες.» έσφιξα τα χείλη μου και της έκανα νόημα να καθίσει στο καναπέ. «Ή μάλλον όχι!» αναφώνησα. «Έλα στη κουζίνα. Έχεις πιει καφέ;» τη ρώτησα, ενώ αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς τα εκεί.
«Όχι. Αν και έχω ξυπνήσει από πολύ νωρίς.» παραδέχτηκε.
Το φως του παραθύρου στη κουζίνα, φεγγοβολούσε και μπορούσα να αισθανθώ, τη ζεστασιά στο τζάμι.
«Πώς ξυπνάτε τόσο πρωί, εσείς στα χωριά;» απόρησα, ενώ την έβλεπα να βολεύεται στη καρέκλα.
Χαμογέλασε. «Υποθέτω πως... επειδή η ζωή στα χωριά, ξεκινάει νωρίς.» γέλασε.
«Έχεις δίκιο.» ψέλλισα και άνοιξα το κουτί.
Ένα σοκολατένιο κέικ με μαύρη και λευκή σοκολάτα, έκανε τα μάτια μου να ανοίξουν στο λεπτό.
«Τερέζα!» μουρμούρισα και πήρα μια ανάσα.
Λάτρευα τη σοκολάτα. Τη γεύση και τη μυρωδιά της.
«Δεν δοκίμασα. Είπα να το φάμε μαζί.» είπε και τα χαριτωμένα της καφετί μάτια, ρυτίδιασαν από ένα χαμόγελο.
«Ελπίζω να το κάνεις επειδή, πραγματικά ευχαριστιέσαι τη παρέα μου και όχι γιατί...»
«Το πρώτο.» με διέκοψε. «Το πρώτο τώρα πια.» επανέλαβε και ένωσε τις παλάμες της πάνω στο τραπέζι.
Την κοίταξα με συμπάθεια και χάρηκα, που το άκουσα αυτό. «Και εγώ το ίδιο, Τερέζα. Και εγώ το ίδιο, να το ξέρεις.» είπα και γύρισα προς το νεροχύτη. «Θα μας φτιάξω καφέ. Πώς τον πίνεις;» τη ρώτησα, πλένοντας τα χέρια μου.
«Γλυκό, με λίγο γάλα αν έχεις.» μου αποκρίθηκε.
«Έχω.» χαμογέλασα, ευχαριστημένη, που δεν μου έλειπε τίποτα, παρόλα τα δεινά που είχα περάσει τις τελευταίες ημέρες.
«Άργησες να κοιμηθείς ή μου φαίνεται;» ρώτησε καθώς εγώ, ανακάτευα τα ντουλάπια.
«Δεν σου φαίνεται καθόλου.» είπα και γελάσαμε μαζί.
Ετοίμασα το νερό με το  καφέ και τη ζάχαρη και πήγα να βάλω φωτιά, για να ανάψω το μάτι υγραερίου. Κάπου στο φως της φλόγας χάθηκα. Το μυαλό μου στριφογύρισε από μια σκέψη, που δεν άντεχα. Και ύστερα γύρισα το βλέμμα μου, στα μαχαίρια, που εκείνος είχε μαζέψει στη γωνιά του πάγκου. Ένιωσα ένα κάψιμο στο λαιμό και ένα πόνο. Χριστέ μου!
«Πρέπει να πάω στο μπάνιο.» είπα, τακτοποιώντας το μπρίκι, πάνω στη φλόγα.
«Πήγαινε. Θα προσέχω εγώ εδώ.» αποκρίθηκε πρόθυμα και πετάχτηκε απ’ τη καρέκλα, σηκώνοντας τα μανίκια της.
Της χαμογέλασα, κουνώντας το κεφάλι μου και έτρεξα στο μπάνιο. Τα κρύα λευκά πλακάκια, που έντυναν όλο το χώρο, έκρυψαν την ανήσυχη καρδιά μου. Έριξα κρύο νερό στο πρόσωπό και στα χέρια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν φοβόμουν τόσο για εμένα. Φοβόμουν όμως για εκείνον. Φοβόμουν πολύ.
Πάντα τα πρωινά, ήμουν πιο ευάλωτη στα συναισθήματα και δυστυχώς, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για αυτό.
Προσπάθησα να σκεφτώ, πως όλα ήταν υπό τον έλεγχό μας και βγήκα έξω, φορώντας μια μάσκα. “Όλα θα πάνε καλά, όλα θα πάνε καλά” έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου.

Η Τερέζα, είχε ήδη σερβίρει τους καφέδες μας σε δυο μεγάλα φλιτζάνια και με περίμενε, δίχως να πιει. Μόλις σήκωσε όμως το βλέμμα της, διέκρινα ανησυχία.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε, αμήχανα.
«Ναι. Ναι, είμαι εντάξει.» έπιασα τα μαλλιά μου σε μια αλογοουρά, σφίγγοντας το λαστιχάκι. «Θα σου φέρω το γάλα.» είπα και έσκυψα αμέσως στο ψυγείο.
Της έριξα μέσα στο καφέ της λίγο και ύστερα το έβαλα πάλι πίσω, ευχόμενη να μην έχει παρατηρήσει τα μαχαίρια στο πάγκο.
Καθίσαμε η μία απέναντι στην άλλη, μπροστά από τα φλιτζάνια μας που άχνιζαν. Το δικό της, φαινόταν να βγάζει  πολύ ατμό, επειδή έκανε αντίθεση, μπροστά απ’ το κατάμαυρο πουκάμισό της.
«Ως πότε θα φοράς μαύρα;» τη ρώτησα.
«Επειδή ο Πέτρος, ήταν νέος, το έθιμο λέει να μαυροφορεθώ, για τέσσερα χρόνια...» είπε και ήπιε προσεκτικά μια γουλιά.
«Τέσσερα χρόνια;» απόρησα με το στόμα ανοιχτό.
Μου έγνεψε καταφατικά. «Εγώ θα κρατήσω ένα χρόνο με τα μαύρα. Επίσης το έθιμο λέει, να μην φτιάχνουμε γλυκά.» ανασήκωσε τα φρύδια της.
«Για ποιο λόγο;» ρώτησα, κοιτώντας παράξενα το κέικ στο κουτί.
«Έτσι γίνεται με το πένθος, βρε Μυρτώ.» χαμογέλασε αθώα. «Αλλά εγώ αρνήθηκα να το κάνω αυτό.» είπε και πήρε ένα κομμάτι, κρατώντας το μπροστά της. «Ο Πέτρος λάτρευε τα γλυκά μου και ξέρω πως δεν θα ήθελε να μην τα φτιάχνω.» συνέχισε και δάγκωσε ένα μικρό κομμάτι, σαν ποντικός.
«Δεν ξέρω πώς το έχετε εσείς εδώ στη Ξενιτιά, αλλά εμένα μου φαίνεται λογική η άποψή σου.» ανασήκωσα τους ώμους μου, πίνοντας λίγο καφέ.
«Με τη μητέρα σου...μίλησες;» την ρώτησα έπειτα.
Καθάρισε τα δόντια της από τη σοκολάτα και με κοίταξε κάτω από τα βλέφαρά της. «Προσπάθησα.» μουρμούρισε.
«Μου φαίνεται πως δεν προσπάθησες αρκετά.» της είπα, κάνοντας μια γκριμάτσα.
«Μυρτώ...» γράπωσε το μέτωπό της, βγάζοντας ένα μακρόσυρτο επιφώνημα. «Δεν με καταλαβαίνει.» παραπονέθηκε.
Μπροστά μου έβλεπα τον εαυτό μου, πριν μερικά χρόνια. «Ξέρω.» ψέλλισα, σφίγγοντας το ζεστό φλιτζάνι μέσα στις παλάμες μου. «Είχα και εγώ προβλήματά με τους γονείς μου και ξέρω ακριβώς πώς είναι.» παραδέχτηκα.
«Και τι έκανες;» στον τόνο της φωνής της, διέκρινα μια κραυγή βοήθειας.
«Έφυγα.» αναστέναξα, κοιτώντας γύρω μου, τους τοίχους, τα ντουλάπια, τα παράθυρα. «Απλώς έφυγα μια μέρα.» συνέχισα.
«Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό.» ζάρωσε.
«Το ξέρω.» συμφώνησα, με κατανόηση.
«Δεν σε κρατούσε τίποτα στην Αθήνα;» απόρησε, γέρνοντας με ύφος κουτσομπολιού προς το μέρος μου.
Γέλασα. «Το ξέρεις ότι ήμουν αρραβωνιασμένη;» τη ρώτησα.
«Τι πράγμα;» γούρλωσε τα μάτια της, σαν να είχε ακούσει κάτι τρομερό.
«Ναι. Ήμουν.» έκανα μια γκριμάτσα και πήρα ένα κομμάτι κέικ.
«Πώς τον έλεγαν, γιατί χωρίσατε;» βιάστηκε να ρωτήσει.
Της άρεσαν αυτές οι ιστορίες. Θυμόμουν πεντακάθαρα τι βιβλία, κοσμούσαν τη βιβλιοθήκη της.
«Τον έλεγαν Αλέξη και χωρίσαμε για τον πασίγνωστο λόγο, που μια γυναίκα αποφασίζει να χωρίσει έναν άντρα.» της είπα και δάγκωσα ένα κομμάτι, γεμάτο λευκή σοκολάτα.
«Σε απατούσε;» απόρησε, σφίγγοντας τα φρύδια της.
«Όποτε μπορούσε!» της διευκρίνισα μπουκωμένη.
Ακούμπησε τη πλάτη της πίσω στη καρέκλα, κάπως σοκαρισμένη. «Απίστευτο.» μουρμούρισε.
«Απίστευτο;» απόρησα. «Καθόλου απίστευτο, καλή μου γειτόνισσα.» συνέχισα, μασώντας αργά τη γλυκιά, σοκολάτα, που έλιωνε μέσα στο στόμα μου.
«Μα εσύ είσαι όμορφη, καλόκαρδη, νοιάζεσαι για τους άλλους...γιατί να το κάνει αυτό;» με ρώτησε.
«Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.» της χαμογέλασα. «Αλλά, μάλλον δεν του αρκούσαν αυτά τα χαρίσματα.» της εξήγησα.
Έμεινε λυπημένη και σκεπτική, τρώγοντας το κέικ με μικρές τσιμπηματιές. Και για λίγο δεν μιλούσαμε, απλώς απολαμβάναμε τη γεύση.
«Πιστεύεις στη μοίρα, Μυρτώ;» με ρώτησε ύστερα από λίγο.
Κατάπια και ήπια λίγο καφέ, για να καθαρίσω το λαιμό μου. «Νομίζω πως ναι. Πιστεύω πως υπάρχει ένας σκοπός και ένας λόγος για όλα όσα μας συμβαίνουν. Γιατί;» απόρησα.
«Λοιπόν...ακριβώς!» χαμογέλασε και με κοίταξε έξυπνα. «Πιστεύω πως ήταν μοιραίο να χωρίσεις με τον αρραβωνιαστικό σου και ο λόγος ήταν, για να βρεις εκείνον, που πραγματικά είναι ιδανικός για εσένα.» είπε με βεβαιότητα και τα μάτια της έλαμψαν.
«Ένα τέλος...για μία νέα αρχή;» μουρμούρισα, ψηλαφίζοντας τους ρόζους του τραπεζιού.
«Ναι. Πιστεύω πως κάποια μέρα, ίσως πολύ σύντομα, να γνωρίσεις...» έστρεψε το βλέμμα της ψηλά. «Τον έναν!» αναφώνησε με έμφαση.
Γέλασα, μόνο και μόνο για να κρύψω την έντονη συγκίνηση μέσα μου. Δεν ξέρω γιατί ένιωσα έτσι. Χαμήλωσα τα μάτια... Ίσως επειδή εκείνον τον ΕΝΑΝ, να τον είχα ήδη συναντήσει.
«Και πώς θα καταλάβω, αν είναι πράγματι...ο ιδανικός...ο ένας;» τη ρώτησα.
«Θα το καταλάβεις, από το πόσα θα είσαι πρόθυμη να κάνεις για εκείνον. Θα το νιώσεις, πριν ακόμη αρχίσεις να τον αγαπάς. Και ίσως να υπάρχουν δυσκολίες σε αυτό το δρόμο, μα εσύ δεν θα είσαι ικανή να τις αντιληφθείς, γιατί η αγάπη σου για εκείνον...θα είναι ανώτερη όλων και θα υπερνικά τα πάντα.» απάντησε.
Και καθώς μιλούσε, το μυαλό μου είχε μπει μέσα στις μνήμες, που είχα από τον Λέανδρο, όλα όσα έλεγε, όλα όσα έκανε. Μόνο εκείνον μου θύμιζαν τα λόγια της και κανέναν άλλον.

Χαμογέλασα, πιάνοντας το κεφάλι μου και κοιτάζοντάς την με τις άκρες των ματιών μου, φανερά επηρεασμένη.
«Και θα πρέπει να φτάσεις μέχρι το τέλος, για αυτόν που θα αγαπήσεις, Μυρτώ.» το πρόσωπό της σκλήρυνε.
«Ίσως να έχεις δίκιο.» ψέλλισα και αναστέναξα, ψάχνοντας τη μορφή του μέσα στο λαμπερό φως που έμπαινε στο δωμάτιο.
Ήταν παράξενο, αλλά με μερικές λέξεις, τα πάντα άρχισαν να γίνονται πιο ξεκάθαρα στο μυαλό μου. Ήξερα πως ο εαυτός μου, δεν υπήρξε ποτέ πιο δυνατός, πιο αληθινός, πιο ερωτευμένος, πριν τον γνωρίσω. Και σίγουρα αυτό που ζούσα εκείνη τη στιγμή, γνώριζα, πως δεν θα το ζούσα ποτέ ξανά.

Είχε πάει μία και μισή το μεσημέρι, όταν αποφασίσαμε να βγούμε έξω. Εκείνη χρειαζόταν κάποια ψώνια και εγώ είχα ανάγκη από μια βόλτα, έξω στο καθαρό αέρα, στον ήλιο.
Ντύθηκα και ξεκινήσαμε για την αγορά. Περπατούσαμε στο δρόμο η μία δίπλα στην άλλη, χαιρετώντας όσους γύριζαν να μας κοιτάξουν. Είχε ωραία μέρα. Άνοιξη. Οι αμυγδαλιές και οι μηλιές ήταν κάτασπρες από άνθη και ο ήλιος, ζέσταινε τη πλάτη μου. Αρκετά παιδιά, γυρνούσαν από το σχολείο εκείνη την ώρα και ένα καταπράσινο γήπεδο, λίγο πριν τη πλατεία, είχε γεμίσει με τις φωνές και τα γέλια τους. Όλα έμοιαζαν πως βρισκόντουσαν, στους κατάλληλους ρυθμούς.

Φτάνοντας στη πλατεία, η Τερέζα μπήκε στο μίνι μάρκετ, που είχε βγάλει απ’ έξω ένα ψυγείο με παγωτά και γρανίτες. Αρκετά πιτσιρίκια είχαν προλάβει να πάρουν τα πάνω - πάνω. Το Καλοκαίρι, ήταν στην αναμονή και η καρδιά μου, ήλπιζε και επιθυμούσε πολύ να το ζήσει.
Όσο η Τερέζα ψώνιζε, εγώ αποφάσισα να κάνω μια βόλτα, γύρω από τη πλατεία. Ο δρόμος ήταν άδειος και οι σκέψεις μου, με οδήγησαν ελεύθερα στη Πηγή.
Έριξα τα μάτια μου επάνω της, κοιτάζοντάς την με ανάμικτα συναισθήματα. Είχε σκιά και δροσιά εκεί. Ο ήλιος δεν τολμούσε να την αγγίξει. Έκανα μερικά βήματα κοντά της, πατώντας στις υγρές πλάκες. Ο ήχος του νερού, που έτρεχε ασταμάτητα, κυρίευσε κάθε μου σκέψη.
Ήταν τόσο καθαρό, τόσο διαυγές, τόσο ορμητικό.
Και το αστείο ήταν, πως αν δεν ήξερα το μυστήριο και την ιστορία, που έκρυβε πίσω της, θα πίστευα πως ήταν μια κοινή, συνηθισμένη πηγή, που ξεδιψούσε τους περαστικούς με το γάργαρο νερό της. Δεν υπήρχε τίποτα το ασυνήθιστο σε αυτή. Τίποτα το παράξενο. Τίποτα το αλλόκοτο. Εκτός φυσικά, από την ενέργεια. Η ενέργεια ήταν ένα άλλο θέμα. Σε ανατρίχιαζε, σαν να βρισκόσουν στο χείλος ενός άπατου γκρεμού. Μου τραβούσε το σώμα, σαν μαγνήτης. Και το τοίχος… Το τοίχος, από το οποίο έτρεχε, ήταν άξιο κάθε θαυμασμού. Ψηλό και αρχαίο, σκαλισμένο με προσοχή από ένα ζευγάρι χέρια, που γνώριζαν καλά τη τέχνη.
Πλησίασα κι άλλο. Τόσο, που μπορούσα να νιώσω στο πρόσωπό μου τις σταγόνες, που πεταγόντουσαν από την ορμή του νερού. Την κοιτούσα ώρα, νιώθοντας μαζί του, να χύνομαι και εγώ και κάπου μέσα στο μυαλό μου, θέριεψαν κάποιες φωνές. Στην αρχή, έφταναν θολές και ανακατεμένες, λες και βρισκόμουν μέσα σε συνωστισμό. Μα στη συνέχεια άρχισαν να ξεκαθαρίζουν και να μου μιλούν με λόγια, που φώναζαν.
Ενθάδε κείται, το αθάνατο ύδωρ! Το δώρο των Θεών, σε εμάς τους ανδρείους θνητούς, που αθάνατη έχουμε ψυχή. Να γνωρίζεις τούτο, εσύ ταξιδιώτη: κάθε ψυχή πρέπει να είναι σφυρηλατημένη, με αρετές και έργα αθάνατα, ώστε αθάνατο να γίνει και το σώμα, δίχως το σκότος να το φθείρει.”

Πρόλαβα και πήρα μια ανάσα, ενώ όλα γύρω μου θόλωσαν. Οι φωνές, που έμοιαζαν να έρχονται μέσα από το χάος, επανέλαβαν τα ίδια λόγια.
Δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου. Όλα είχαν χαθεί. Ακόμη και ο ήλιος, που έλαμπε κατακίτρινος πάνω από το κεφάλι μου. Τα πάντα σιώπησαν, ως και ο ήχος του νερού, ακόμη και ο χτύπος της καρδιάς μου και βρέθηκα να ακροβατώ, πάνω σε ένα ολοζώντανο όραμα.
Οι φωνές σιώπησαν απότομα και στα αυτιά μου ζωντάνεψαν ξαφνικά οι ήσυχοι ήχοι του χωριού, ανακατεμένοι με το κελάρυσμα του νερού. Τρόμαξα και έκανα πίσω ταραγμένη, με βήματα ασυγκέντρωτα. Και σωριάστηκα στο έδαφος, πάνω στις πλάκες, βρέχοντας τα ρούχα μου.
«Μυρτώ!» η φωνή της Τερέζας, ακούστηκε από πίσω μου.
Γύρισα και την είδα να τρέχει με τις σακούλες από τα ψώνια στα χέρια της. Μα δε μπορούσα να αντιδράσω. Οι μνήμες των φωνών, που είχα ακούσει νωρίτερα, με είχαν βυθίσει σε ένα ατελείωτο ταξίδι αφυπνισμού.
«Είσαι καλά;» κραύγασε και ένιωσα τα αδύνατα χέρια της να με σηκώνουν.
«Ναι.» ψέλλισα παραζαλισμένη. Στάθηκα στα πόδια μου. «Είμαι καλά.» απάντησα.
«Γλίστρησες;» με ρώτησε, ανακουφισμένη.
Κοίταξα το νερό και ύστερα κοίταξα εκείνη. «Ναι. Μάλλον.» αποκρίθηκα, τινάζοντας τα πόδια μου.
Χαμογέλασε. «Έλα, πάμε.» είπε και σήκωσε από το έδαφος τις σακούλες.
«Ναι. Πρώτα όμως...» ψέλλισα και έβγαλα από τη τσάντα μου, το πλαστικό μπουκάλι, που είχα πάντα εκεί μέσα. «Θέλω να το γεμίσω, με φρέσκο νερό.» είπα και άδειασα το παλιό νερό στο χώμα.
«Έχει πανσέληνο, Μυρτώ!» άκουσα να ψιθυρίζει, μα παρόλα αυτά, έσπευσα να το γεμίσω.
Ήρθε στο αυτί μου. «Ξέρω πως δεν πιστεύεις σε αυτά, αλλά θέλω να προσέχεις πολύ με αυτό το νερό.» μου είπε.
«Εντάξει.» της έγνεψα καταφατικά και αφού το νερό είχε φτάσει μέχρι τη μέση, βίδωσα το καπάκι. «Μην ανησυχείς.» συνέχισα και το έβαλα μέσα στη τσάντα μου ευλαβικά.
Ξεκινήσαμε να βαδίζουν προς τα σπίτια μας, ενώ εκείνη, νομίζω μου μιλούσε για θέματα μαγειρικής. Εγώ όμως, δεν ήμουν ικανή να τη παρακολουθήσω. Τα λόγια της χάνονταν στον αέρα, καθώς σκεφτόμουν ξανά - ξανά εκείνες τις φωνές, που απρόσμενα, ήρθαν στα αυτιά μου.
Εκείνο που βίωσα, δεν ήταν όνειρο, ούτε σκέψη. Ήταν σαν ένα όραμα. Ένα όραμα από το παρελθόν.

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now