1.ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗ ΞΕΝΙΤΙΑ

300 41 3
                                    


1. ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗ ΞΕΝΙΤΙΑ.


(Αυτή η ιστορία διαδραματίζεται το 1998…)




Πήρα το αυτοκίνητο και άρχισα να τρέχω σαν χαμένη στους δρόμους. Οδηγούσα ώρες, μέρες, δίχως προορισμό. Διωγμένη από τη ζωή μου, φορτωμένη απογοητεύσεις και ηλίθιες ενοχές. Απλώς έφευγα. Έφευγα μακριά. Μακριά απ’ όλους και από όλα. Γιατί ήμουν αδύναμη να κάνω οτιδήποτε άλλο.
Κάποιες φορές, όταν νύχτωνε, προσπαθούσα να μένω ξάγρυπνη στα πίσω καθίσματα, ώστε να κοιτώ τα άστρα, που έβγαιναν ανάμεσα απ’ τα σύννεφα. Το φως τους με έκανε να νιώθω λιγότερο μόνη, για κάποιο λόγο, που τα πεζά μου μάτια, αγνοούσαν. Προσπαθούσα να μην σκέφτομαι το παλιό μου σπίτι και τα τραύματα, που μου προκάλεσαν οι άνθρωποι, που ζούσαν μέσα σε αυτό. Ωστόσο ο πόνος είχε μείνει. Είχε μείνει, για να μου υπενθυμίζει, πως όλα όσα βίωσα, δεν ήταν απλώς ένα κακό όνειρο.
Ο πόνος σε ξυπνά, σε αφυπνίζει, σε κάνει να μαθαίνεις. Κάπου μέσα μου το ήξερα, όσο και αν τον μισούσα.
Πέρασα καιρό στο δρόμο, δίχως σκοπό, ώσπου μετά από ένα μήνα, ασταμάτητου ταξιδιού, βρέθηκα μπροστά σε μια καταπράσινη επαρχεία. Άγνωστη και απόμακρη.
Δεν ήξερα που ακριβώς βρισκόμουν, για αυτό και τράβηξα το παλιό, σκονισμένο χάρτη, από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Έψαξα με το δάχτυλό μου και είδα μια πράσινη μικρή κουκκίδα, που ανέγραφε πάνω το όνομα “Ξενιτιά”.
Κοίταξα από το παράθυρο. Το τοπίο με μάγεψε, όπως μοιραία με μάγεψε και η ονομασία του. Ήταν σαν να μίλησε στη ψυχή μου. Εγώ, η ξενιτεμένη, συναντούσα για πρώτη φορά το τόπο μου.
Συνέχισα να οδηγώ αργά.
Άλογα βοσκούσαν ελεύθερα στα λιβάδια, πάνω από την ομίχλη, που ορθώνονταν τα βουνά με τις χιονισμένες κορυφές και τούφες αγριολούλουδα φύτρωναν στην άκρη του δρόμου. Προχωρούσα σιγά, θαυμάζοντας τη θέα και άνοιξα τα παράθυρα, μυρίζοντας το φρέσκο χορτάρι και τον καθαρό αέρα.
Τα σπιτάκια ήταν συμπαθητικά και κάποιοι αγρότες περνούσαν με τις λασπωμένες μπότες τους, κρατώντας ψωμί. Αναρωτήθηκα από που ερχόντουσαν. Όταν είδα τα κτήματα στο βάθος και τα αγροτικά μηχανήματα, κατάλαβα πως ήταν η ώρα, που η δουλειά σταματούσε και ερχόταν η ώρα του κολατσιού. Μου άρεσε η απλότητα και η αγνή ομορφιά, που έβλεπα μπροστά μου. Ίσως να ήταν και η πρώτη φορά, μέσα σε ένα μήνα, που ήρθα αντιμέτωπη με ένα τέτοιο μέρος. Μου θύμιζε το Hobbiton, στα βιβλία του Tolkien. Όλα είχαν μια καθαρή και άγρια ομορφιά, ακριβώς όπως στα βιβλία και στις μαγευτικές διηγήσεις των περισσότερων παραμυθιών.
Άλλαξα ταχύτητα και επιτάχυνα, γιατί δεν ήθελα να προξενήσω ανησυχία στους ανθρώπους. Πήρα έναν δρόμο ανάμεσα από τα μαγαζιά. Υπήρχαν πολλά. Κυρίως φούρνοι, μπακάλικα και καφενεία, που ήταν γεμάτα με παππούδες και μικρά παιδιά, που με τα κόκκινα μαγουλάκια τους, έγλειφαν από ένα ξυλάκι παγωτό.
Λίγο πιο πέρα, συνάντησα μια βρύση, που έτρεχε μέσα από ένα υπέροχο σκαλιστό τοίχο, γεμάτο αρχαία σύμβολα. Θα έπρεπε να βρισκόταν εκεί από πολύ παλιά και το ότι είχε μείνει άθικτο, μου έδωσε πολύ καλή εντύπωση για τους ντόπιους.
Σταμάτησα το αυτοκίνητο και σκέφτηκα πως δεν θα ενοχλούσα κανέναν, αν έπαιρνα λίγο νερό για το δρόμο. Το μπουκάλι μου είχε αδειάσει, έτσι κι αλλιώς και με τίποτα δεν σύγκρινα το εμφιαλωμένο, με το τρεχούμενο, δροσερό νερό.
Κατέβηκα κάτω και έσκυψα στη βρύση, τινάζοντας πίσω τα μαλλιά μου. Έβρεξα πρώτα τα χέρια μου, που είχαν μουδιάσει απ’ το τιμόνι και ύστερα το ζεστό μου μέτωπο. Η παγωνιά με έκανε αμέσως να ξυπνήσω από το λήθαργο του ταξιδιού. Ήταν σχεδόν σαν ένα μαγικό ξύπνημα, σαν μια αφύπνιση... ή κάτι τέτοιο.
«Έι, κοπελιά!» μια τρεμάμενη φωνή, ήχησε πίσω μου ξαφνικά.
Γύρισα απότομα, αντικρίζοντας μια γριούλα, με κοκκινωπή μαντίλα γύρω απ’ το πρόσωπο της. Τα μάτια της κρύβονταν από τα πεσμένα της ματόκλαδα, αλλά μπορούσα να ξεχωρίσω δυο πράσινες χάντρες να με κοιτούν.
«Γεια σας.» αποκρίθηκα χαμογελώντας.
Με πλησίασε αργά, κοιτάζοντάς με παράξενα. Φαντάστηκα πως τα ρούχα μου, θα της φαίνονταν πολύ ανάρμοστα, έως και κακόγουστα. Εκείνη ήταν η επιτομή του παραδοσιακού.
«Σταμάτησες για νεράκι;» με ρώτησε.
Κούμπωσα το μπουκάλι μου, νιώθοντας κάποια συστολή.
«Επιτρέπεται;» ρώτησα.
«Βέβαια και επιτρέπεται, μη φοβάσαι.» είπε καλοσυνάτα και χαμογέλασε.
Κούνησα το κεφάλι μου ήρεμη και στάθηκα όρθια μπροστά της, κάτω από τη σκιά του τοίχου.
«Πολύ δροσερό νερό.» είπα για να το παινέψω, αν και δεν έλεγα ψέμματα.
«Ναι, έρχεται από το βουνό. Ήπιες καθόλου;» με ρώτησε.
«Όχι. Όχι ακόμη.» χαμογέλασα.
«Ξέρεις...υπάρχει ένας μύθος για αυτό το νερό. Για αυτή τη πηγή. Την Αθάνατη Πηγή, όπως οι ντόπιοι τη λένε.» είπε και πλησίασε τη βρύση, βάζοντας τα γέρικα χέρια της από κάτω.
Οι λευκές τις χούφτες γέμισαν νερό και εκείνα τα χέρια πλέον, δεν φαίνονταν τόσο γέρικα. Το νερό τα έκανε να μοιάζουν πιο όμορφα, πιο φρέσκα.
«Τι μύθος;» απόρησα με ενδιαφέρον.
Πάντα μου άρεσαν οι λαϊκοί μύθοι και οι ιστορίες, αν και σπανίως άκουγα πια στην ηλικία των είκοσι δύο.
«Ότι όποιος πιει από τούτο το νερό...θα βρει στη ζωή του κάτι, που θα κρατήσει για πάντα.» αποκρίθηκε και ήπιε μια γουλιά από τη χούφτα της.
Γέλασα σκύβοντας το κεφάλι μου. «Εσείς τι βρήκατε;» την ρώτησα χαριτολογώντας.
Σήκωσε τα μάτια της ψηλά, παίρνοντας μια έκφραση ευγνωμοσύνης. Μερικές σταγόνες έτρεξαν στο πιγούνι της, λες και έδιναν πνοή στο μύθο. «Τη μοναχοκόρη μου.» απάντησε ήρεμα. «Την είχα χάσει...και την βρήκα ύστερα από χρόνια.» αποκρίθηκε χαμογελώντας και έσπευσε να φύγει. «Ελπίζω και εσύ, κορίτσι μου, να βρεις κάτι σπουδαίο.» είπε προχωρώντας.
Την κοιτούσα να φεύγει κουρασμένη και σκυφτή με τα χέρια πίσω και ένιωσα πως αυτά τα λόγια, ήταν σαν μια ευχή που μου έδινε η γριούλα, δίχως κανένα απολύτως αντάλλαγμα. Και ήταν η πρώτη κάτοικος του χωριού, που είχα μιλήσει, οπότε αισθάνθηκα πως όλοι εκεί, ήταν τόσο καλοί όσο και εκείνη.
«Με συγχωρείτε!» της φώναξα και έτρεξα πίσω της.
Γύρισε με μια γαλήνη στο πρόσωπο, προσμένοντας να μιλήσω.
«Μήπως γνωρίζετε αν υπάρχει ξενοδοχείο ή ενοικιαζόμενα δωμάτια εδώ κοντά;» τη ρώτησα.
«Όχι. Μα υπάρχουν σπίτια ακατοίκητα, που μπορείς να νοικιάσεις.» αποκρίθηκε.
Η απάντηση της με αποθάρρυνε.
«Μμμ, όχι. Δεν έχω τόσα χρήματα για να φτιάξω ένα σπίτι.» μουρμούρισα, σαν να σκεφτόμουν δυνατά.
Δεν κρατούσα καμιά επιφύλαξη μπροστά της, ή κάποιο αίσθημα ντροπής πια.
«Υπάρχει ένα που είναι σε πολύ καλή κατάσταση, έως και έπιπλα έχει. Είναι λίγο εδώ πιο κάτω.» είπε και έδειξε με το χέρι της σε μια στροφή, που ορθώνονταν ένας μεγάλος πλάτανος. Τα φύλλα του οποίου, σκίαζαν όλη την άσφαλτο.
«Αλήθεια; Μπορείτε να έρθετε μαζί μου...» πήγα κοντά στο αμάξι μου. «Για να μου το δείξετε;» της πρότεινα.
«Βέβαια, κόρη μου. Δυο βήματα είναι.» αποκρίθηκε.
Της άνοιξα τη πόρτα του συνοδηγού και μπήκε μέσα με ένα βογκητό, καθώς έσφιξε γύρω από το κορμί της τη ζακέτα που φορούσε. Ύστερα, μπήκα και εγώ και ξεκινήσαμε.
«Πόσο καιρό μένεις στο αυτοκίνητο;» απόρησε με ένα...ξεκαρδιστικό ύφος.
Μάλλον είχε δει τη κουβέρτα πίσω και τα κουτιά της πίτσας κάτω από το κάθισμα, που έτσι κι αλλιώς δεν χρειαζόταν να τα δεις για να τα εντοπίσεις. Το τυρί και η πάπρικα, μύριζαν έντονα.
«Αρκετό.» γέλασα, γιατί μου φάνηκε αστείος ο τρόπος που με ρώτησε.
Ήταν σαν να μου έλεγε “τι τρέλα σε έπιασε;”
«Πώς σε λένε;» με ρώτησε, καθώς στρίβαμε.
«Μυρτώ» είπα, αλλάζοντας ταχύτητα. «Μυρτώ, Κρυστάλλη. Εσάς;»
«Καλλιρρόη Λαυρεντιανού, αλλά όλοι στο χωριό με φωνάζουν μάνα.» είπε και ύψωσε το βλέμμα της με μια μικρή υπερηφάνεια πάνω από το ταμπλό.
«Γιατί;» απόρησα.
«Γιατί στα νιάτα μου βοηθούσα όλες τις γυναίκες του χωριού να γεννήσουν και επειδή τα μωρά βλέπανε εμένα πρώτη, όταν μεγάλωναν με φώναζαν “μάνα”.» αποκρίθηκε χαμογελώντας.
«Α! Ήσασταν λοιπόν μαία.» είπα με θαυμασμό.
«Ναι. Σαν να λέμε μαμή.»
«Υπέροχο.» ψέλλισα. «Από εδώ, καλά πάω;» τη ρώτησα σε ένα σταυροδρόμι.
«Προχώρα ευθεία.» μου είπε κουνώντας το χέρι της.
«Πόσους κατοίκους έχει η Ξενιτιά;» ρώτησα, έτσι για να γνωρίζω πληροφοριακά.
«1.000 πάνω κάτω. Τα Καλοκαίρια έρχονται οι ξενιτεμένοι, φορτωμένοι με τη κάπνα της πόλης. Ζητούν να ξαποστάσουν τη ψυχή τους σε τούτο το χωριό.» αποκρίθηκε, με ύφος διήγησης, πολύ όμορφο.
Θα μπορούσα να την ακούω για ώρες…
«Μοιάζει πανέμορφο το χωριό σας.» συμφώνησα, το δίχως άλλο.
«Θα ‘σαι μόνη σου εδώ;» απόρησε έπειτα. «Συγχώρα με βέβαια, αν σε φέρνω σε δύσκολη θέση...»
Είδα στα μάτια της την απορία, που έκρυβε ανησυχία για εμένα.
«Ναι, κυρία Καλλιρρόη. Μόνη.» απάντησα σκεπτόμενη τα δικά μου.
Πώς να ήξερε εκείνη, ότι κόπιασα τόσο για να απομακρυνθώ απ’ όλους και από όλα; Κανείς που με συναντούσε, δεν θα μάντευε τι είχα περάσει.
«Μη φοβάσαι. Εδώ στο χωριό κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει. Όλοι είμαστε οικογενειάρχες, μεροκαματιάρηδες. Τον πονάμε τον συνάνθρωπο. Δεν του κάνουμε κακό.» εξήγησε με απλότητα.
Κούνησα το κεφάλι μου χαμογελώντας, δίχως να πω λέξη. Ήξερα πως τα χειρότερα είχαν μείνει πίσω μου για πάντα. Και δεν γνώριζα, γιατί στ’ αλήθεια ζήτησα να μείνω εκεί. Έγινε αυθόρμητα, σχεδόν δίχως σκέψη και προεργασία. Λες και η ψυχή μου βιάστηκε να πάρει την απόφαση για λογαριασμό μου. Ήμουν χαρούμενη όμως, που το έκανα. Έμοιαζε σαν να με περίμενε μια νέα ζωή. Ίσως να κρατούσε για λίγο, ίσως για πολύ...ίσως και για πάντα. Ποιος να ‘ξερε…
Όταν η γριούλα μου είπε να σταματήσω, είδα στα δεξιά μου ένα σπιτάκι με μπαλκόνι, στην άκρη μιας ωραίας κατηφορικής πεδιάδας.
Κατεβήκαμε αμέσως και από τη περιέργειά μου, σχεδόν έτρεξα προς τη κατηφόρα, ξεχνώντας την πίσω. Με πρόφτασε όμως, λίγο πριν πλησιάσω.
Ήταν λευκό και είχε ξύλινα παράθυρα, ξύλινη πόρτα, υπόστεγο γεμάτο κρεμαστά και γλάστρες με φροντισμένα λουλούδια τριγύρω. Στα πλακάκια του μπαλκονιού είχαν πέσει πολλά από τα ξεραμένα φύλλα και ένα μπουκάλι πορτοκαλάδα με μασουλημένο καλαμάκι, ήταν ακουμπισμένο στο σκαλί.
«Έρχονται παιδιά καμιά φορά και κάθονται εδώ.» άκουσα τη φωνή της να λέει και μια σφιχτή καμπύλη, στόλισε το δεξί μέρος του στόματός της, σαν να δικαιολογούταν.
«Μ’ αρέσει πολύ.» πήρα μια βαθιά εισπνοή, σαν να ήθελα να ρουφήξω την ενέργειά του σπιτιού.
«Μικρό είναι.» μου τόνιζε, βάζοντας τα χέρια της στη μέση.
«Σας είπα...μόνη θα είμαι.» της υπενθύμισα με ένα ειλικρινές κοίταγμα και ανέβηκα στο μπαλκόνι.
Τα ξύλινα κρεμαστά βρίσκονταν σε όλο το ταβάνι του υπόστεγου. Ο ωραίος ήχος των μικρών ξύλων, ακουγόταν πάνω από το κεφάλι μου, καθώς ταλαντεύονταν στον αέρα. Θύμιζε με μουσική ενός παλιού ξυλόφωνου. Ήταν ήρεμη και νοσταλγική. Και αυτό ήταν, που έδινε ζωή στο σπίτι, ακόμη και αν, όπως μου είπε πει, είχε χρόνια να κατοικηθεί.
«Σε ποιον ανήκει το σπίτι; Θέλω να το δω και από μέσα.» είπα στη γριούλα, που στεκόταν παρά πέρα, κρατώντας στα χέρια της το μπουκάλι, που είχε μαζέψει βιαστικά.
«Είναι της κόρης μου. Μην ανησυχείς, το κλειδί είναι κάτω απ’ το χαλάκι. Μπορείς να μπεις και να το δεις.» είπε και μου έδειξε κάτω απ’ τη πόρτα.
«Α, μάλιστα...» μουρμούρισα και έσκυψα στο χαλί.
Με βόλευε πολύ που το σπίτι είχε κάποια σχέση με τη κυρία Καλλιρρόη. Πού να έτρεχα τότε, να γνωρίζω τον ιδιοκτήτη και να ξοδεύω χρόνο στις συστάσεις…
Τράβηξα το σκονισμένο κλειδί και το έβαλα μέσα στη κλειδαριά, στρίβοντας το δυο φορές. Η πόρτα ήταν ξύλινη και ο ήχος, που έκανε στο ξεκλείδωμα ήταν εκκωφαντικός, σαν να άνοιγα σεντούκι.
«Σπρώξε, κορίτσι μου.» μου πρότεινε, προφανώς γνωρίζοντας πως είχε φρακάρει.
Με τον ώμο μου, έβαλα λίγη δύναμη και η πόρτα άνοιξε. Μια μυρωδιά σκόνης και τριαντάφυλλου με συνεπήρε. Κάτι εκεί μέσα μύριζε παλιό άρωμα, αν και δεν έβλεπα τίποτα. Αχνό φως έμπαινε μέσα από τις κλειστές κουρτίνες των παραθύρων, που ίσα-ίσα φώτιζε τους τοίχους και κάποια αόριστα ψηλά σχήματα, μάλλον έπιπλα. Ένιωσα τόσο παράξενα καθώς εισχώρησα μες στο σκοτάδι του σπιτιού. Τα πόδια μου λύγιζαν, μα η καρδιά μου χτυπούσε σταθερά, ίσια, σαν να είχε μπει σε κάποιο πρόγραμμα. Μα μια κούραση και μια χαρά απλώθηκε ξαφνικά επάνω μου και για κάποιον λόγο, ο χτύπος της καρδιάς μου άλλαξε και με έπιασε ταχυκαρδία.
«Ο διακόπτης είναι εδώ.» η φωνή της γριούλας με ξάφνιασε πίσω μου.
Ένα φως άναψε στην οροφή και όλο το σπίτι φανερώθηκε. Το πάτωμα ήταν ξύλινο, όπως και τα έπιπλα. Ήταν ενιαία, καθιστικό και κουζίνα. Τίποτα δεν έλειπε εκεί μέσα για να ζήσω σαν άνθρωπος. Υπήρχε ακόμη και πιάνο στην άκρη του δωματίου, αλλά και πέτρινο τζάκι. Παρατηρούσα το χώρο και θαύμαζα. Ήταν ζεστό και οικείο. Εύκολα το θεωρούσες δικό σου.
«Είναι πανέμορφο, κυρία Καλλιρρόη.» είπα αγγίζοντας το ύφασμα του καναπέ, που ήταν ένα κόκκινο βελουδένιο κουβερλί.
Άκουσα τον αέρα να βγαίνει μέσα από τα δόντια της, σαν να μου χαμογέλασε.
«Εδώ είναι το υπνοδωμάτιο και το μπάνιο.» είπε και βιάστηκε να ανοίξει δυο πόρτες.
Έριξα μονάχα μια ματιά, δίχως να δώσω μεγάλη σημασία. Ήταν δυο χαριτωμένα δωματιάκια, με όμορφα υφάσματα.
«Πόσα θέλετε για το σπίτι;» τη ρώτησα, περνώντας στα πρακτικά θέματα.
Με κοίταξε απορημένη. «Τίποτα. Δεν θέλουμε τίποτα. Πλήρωνε μονάχα το ρεύμα και το νερό. Σύμφωνοι;» μου αποκρίθηκε.
«Ίσως η κόρη σας να έχει άλλη γνώμη. Δεν θέλω να δημιουργηθούν εντάσεις, εξαιτίας μου.» της είπα ανήσυχα.
«Της Τερέζας της αρκεί, που θα μείνει κάποιος εδώ. Ξέρω τι σου λέω. Μην φοβάσαι.» με καθησύχασε.
Το σκέφτηκα για λίγο. Ήξερα πως στις επαρχίες ίσχυαν άλλοι νόμοι σε αυτά τα θέματα, οπότε υπέθεσα πως δεν θα υπάρχει πρόβλημα. Το να πληρώνω μόνο ρεύμα και νερό, φυσικά με βόλευε και εμένα. Έτσι λοιπόν, δεν έφερα αντίρρηση και δώσαμε τα χέρια.
«Θα κανονίσουμε εμείς να σε ενημερώνουμε για τους λογαριασμούς.» μου είπε αργότερα.
«Δεν θα βγείτε ζημιωμένοι από αυτό;» τη ρώτησα.
«Όχι. Το σπίτι είναι πολύ παλιό. Το μόνο που χρειάζεται είναι συντήρηση. Και πίστεψέ με, κόρη μου, το να το συντηρείς, είναι εξίσου δαπανηρό.» αποκρίθηκε με τη σίγουρη πείρα μιας ηλικιωμένης, που έχει δει και έχει ακούσει πολλά.
«Εντάξει τότε.» συμφώνησα.
Όταν η κυρία Καλλιρρόη έφυγε, πάρκαρα το αυτοκίνητό μου δίπλα στο σπίτι, βγάζοντας από το πορτμπαγκάζ το σάκο με τα ρούχα μου. Ύστερα μπήκα μέσα και βάλθηκα να ανοίξω όλα τα παράθυρα για να φύγει η σκόνη και να ανανεωθεί ο αέρας. Ένας ζεστός ήλιος τρύπωσε στα δωμάτια και τα σωματίδια σκόνης, χόρευαν στη στήλη φωτός του μικρού καθιστικού. Άρχισα να ξεσκονίζω και να καθαρίζω. Ένιωθα παρά πάνω από όμορφα, κάνοντας αυτές τις δουλειές. Ήτανε κρίμα για την ομορφιά του, που έμενε τόσα χρόνια κλειστό. Είχε μια αύρα ανεκτίμητη...υπέροχη.
Για μία ολόκληρη ημέρα, δίχως διακοπή ασχολούμουν με το σπίτι. Πήγα και στα μαγαζιά, αγόρασα καθαριστικά και μερικά τρόφιμα. Καθάρισα κάθε γωνίτσα του και επειδή ήταν αρκετά μικρό, τελείωσα σχετικά νωρίς.
Όταν νύχτωσε, κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα έδειχνε δέκα και τέταρτο και έμοιαζαν όλα γύρω μου να ήταν έτοιμα, αν εξαιρούσες τα ξέστρωτα έπιπλα. Είχα βρει σχοινί στο μπαλκόνι και μπόρεσα να απλώσω εκεί τα υφάσματα. Τα έβλεπα να ανεμίζουν από το παράθυρο και αισθανόμουν πως όλα είχαν μπει σε μια τάξη.
Κάθισα στο καναπέ εξουθενωμένη. Η σβηστή τηλεόραση απέναντί μου, γυάλιζε από καθαριότητα. Την άνοιξα για να χαζέψω λίγο, αν και χρειαζόμουν ένα ζεστό μπάνιο. Αλλά ήμουν τόσο κουρασμένη που δεν μπορούσα να σηκωθώ. Ίσως είχα τακτοποιήσει το σπίτι με αρκετά γρήγορους ρυθμούς. Έπρεπε όμως. Ήθελα το ξημέρωμα να με βρει να βάζω τις τελευταίες πινελιές.
Η τηλεόραση δεν είχε πολλά κανάλια. Αρκετά από αυτά ήταν τοπικά και νέες εικόνες εμφανίστηκαν μπροστά στα μάτια μου. Παρακολουθούσα με μισόκλειστα μάτια, καθώς ένας ύπνος με έπαιρνε αργά και με βύθιζε σε όνειρα. Μέσα στη ζάλη μου και στο μουρμουρητό μιας ξανθιάς τηλεπαρουσιάστριας, ένιωσα στον ώμο μου να με αγγίζει κάτι...κάτι σαν δάχτυλα. Πετάχτηκα επάνω κοιτάζοντας γύρω μου. Τα φώτα ήταν ανοιχτά και η πόρτα κλειδωμένη. Δεν υπήρχε κανείς. Σκέφτηκα λοιπόν πως το φαντάστηκα και ξανά κουλουριάστηκα στο καναπέ, κοιτάζοντας τηλεόραση. Ο ύπνος άλλαζε πολλές μορφές και ειδικά στη δική μου περίπτωση, που η ζωή μου, δεν ήταν και η πιο εύκολη. Καθώς ξαγρύπνησα λιγάκι, ένιωσα μια δίψα να καίει τον ουρανίσκο μου. Αναλογίστηκα πόσες ώρες είχα να πιω κάτι. Πολλές. Πολλές ώρες. Το καθάρισμα με είχε απορροφήσει.
Σηκώθηκα επάνω και σέρνοντας τα πόδια μου, έφτασα στο τραπέζι της κουζίνας, που είχα αφήσει το μπουκάλι με το νερό, που είχα γεμίσει από την ωραία εκείνη βρύση. Ξαφνικά το γεγονός εκείνο, φάνταζε τόσο μακρινό στο μυαλό μου, ενώ ήταν μόλις λίγες ώρες πριν. Γέλασα με αυτή τη σκέψη. Πώς παίζει παιχνίδια ο χρόνος μέσα στο μυαλό…
Έβαλα το στόμιο στα χείλη μου και ήπια μερικές γουλιές. Η δροσιά του δεν είχε αλλοιωθεί. Το ένιωθα παγωμένο να κυλά στο λαιμό μου και ύστερα να γεμίζει το στομάχι μου, με μια αίσθηση πληρότητας. Όταν κατέβασα το μπουκάλι, κοίταξα το νερό από το γυαλί και παρατήρησα μια δυσχρωμία. Κάτι είχε βάψει το νερό και δεν ήξερα τι ήταν. Έβαλα βιαστικά τα δάχτυλά μου μέσα στα χείλη μου, ψηλαφίζοντας το κάθε εκατοστό του στόματός μου. Ίσως κάπου να είχα χτυπήσει και να μην το είχα καταλάβει. Ωστόσο δεν βρήκα τίποτα. Θεώρησα λοιπόν πως ήταν κάτι ασήμαντο. Ένα μικρό σχίσιμο στα χείλη, ένα δάγκωμα στο μάγουλό μου, που συνέβη στον ύπνο μου, χωρίς να το καταλάβω... Έτσι επέστρεψα στο καναπέ και αποκοιμήθηκα βαθιά.
Τότε ήταν η πρώτη φορά που τον ονειρεύτηκα.
Ήρθε στον ύπνο μου σαν ένας λησμονημένος επισκέπτης και στάθηκε μπροστά μου, σαν άγαλμα με ολοζώντανα μάτια...ανάμεσα στις σκιές...μέσα στο σκοτάδι. Ήταν ψηλός, έτσι όπως τον έβλεπα, πλάι στο τοίχο. Τα μαλλιά του μακριά, σκούρα μέχρι τους ώμους, μα το πρόσωπο του, ήταν εκείνο που παρέλυε κάθε μου κύτταρο. Ξεθώριαζε κάθε τι όμορφο, που είχα δει πιο πριν. Ήταν σαν πρόσωπο αγγέλου, κουρασμένο από την ουράνια περιπλάνηση. Η μορφή του, μια διάφανη τελειότητα!
Απλώς με κοιτούσε σιωπηλός και εγώ έστεκα ανήμπορη να αντιδράσω. Κάποια συζήτηση όμως, ήταν λες και είχε δημιουργηθεί με τη σιωπή μας. Κάποιο παράπονο μου έλεγε, κάποια ευχή. Πώς η σιωπή μιλούσε τόσο δυνατά; Απορούσα, καθώς ξεκούραζα το βλέμμα μου επάνω του. Τα σκοτεινά του μάτια, έπλεκαν τις δικές τους λέξεις και έτσι μπορούσα να νιώσω τη παρουσία του, τόσο αληθινή, όσο και τη δική μου, κουρασμένη μορφή, κουλουριασμένη στο καναπέ. Και ένα ερώτημα, που μου έκαιγε τα σωθικά, γεννήθηκε εκείνη τη παράξενη νύχτα: ποιος ήταν εκείνος ο άγνωστος; Από που είχε έρθει; Πάλεψα να βρω τις κατάλληλες λέξεις και ανοιγόκλεισα τα μάτια μου μπροστά του.

Τα βλέφαρά μου τυφλώθηκαν από το φως ενός νέου ήλιου. Το τζάμι του παραθύρου ήταν θολωμένο και καθώς έψαχνα να τον βρω, κατάλαβα πως δεν ήταν πια εκεί. Είχε φύγει...όπως έφυγε και η νύχτα. Το όνειρο μου όμως, έμοιαζε τόσο αληθινό για να αποσπαστεί από τη σκέψη μου.
Παγωμένη από τη πραγματικότητα, σηκώθηκα επάνω και πήγα σαν νεκροζώντανη στη κουζίνα για να φτιάξω καφέ. Η ώρα ήταν οκτώ, η δροσιά του απόβραδου χανόταν. Ο ήλιος όμως ήταν πανέμορφος στο δωμάτιο, ζέσταινε τα χέρια μου σαν μια απαλή καλοκαιριά. Το σπίτι μου έμοιαζε πιο όμορφο τότε, καθώς ανακάτευα το καφέ, ατενίζοντας τα έπιπλα. Κάπου στη περιπλάνησή μου, αναγνώρισα το σημείο, όπου στεκόταν εκείνος. Ένα ρίγος με διαπέρασε και ένιωσα ένα πόνο στο στομάχι, σαν να με κάρφωνε ένα καυτό σίδερο. Ήταν σαν να τον έβλεπα ακόμη. Με τα ίδια μου τα ξύπνια μάτια. Όμως δεν ήταν αλήθεια και αυτό, κάπου μέσα μου με έκανε να νιώθω πληγωμένη.
Έβαλα το καφέ στη κούπα μου και καθώς ξεκλείδωσα, βγήκα έξω.

📌Γειά σουυ! 🖤
Αυτή την ιστορία ξεκίνησα να τη γράφω πριν μερικούς μήνες. Και όσο συνέχιζα, άλλο τόσο εκείνη έπαιρνε σάρκα και οστά.
Έχω βάλει πολύ μεράκι και εύχομαι ολόψυχα να σου αρέσει, να σε ταξιδέψει και να σου κρατήσει μια ζεστή συντροφιά.

P.s: Μην ξεχάσεις να πατήσεις το αστεράκι ⭐
Ria 🖤

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin