9.ΜΙΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

130 22 0
                                    

9.ΜΙΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

Γύρισα απότομα για να τον αντικρίσω, να με κοιτά στα μάτια. Τα βλέφαρά του είχαν σκεπαστεί με μια αχνή κόκκινη απόχρωση του δειλινού, σαν να έκλαψε για ένα δευτερόλεπτο, δίχως να τον δω. Μα δεν θα μπορούσα να καταλάβω ποτέ το κλάμα του, αφού ήταν λουσμένος πάντοτε με δάκρυα.
«Δεν μετανιώνω, που το έκανα.» ανταποκρίθηκα. «Δεν θα μετάνιωνα ποτέ που σε "ξύπνησα".» διόρθωσα και τέντωσα μπροστά το σώμα μου.
Με κοίταξε για λίγο, δίχως λέξεις και ύστερα έσκυψε το πρόσωπο του και έγνεψε αρνητικά, σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του για κάτι.
«Θα ήθελα πολύ να σε βοηθήσω, Λέανδρε. Αλήθεια.» τόνισα τις λέξεις, έχοντας μέσα μου μια ελπίδα, πως αυτή η κατάσταση που ζούσε, ίσως και να μπορούσε να αλλάξει ή έστω να διορθωθεί.
Σήκωσε τα μάτια του αργά, για να με αντικρίσει συνοφρυωμένος.
«Γιατί να θες να σώσεις...εμένα;» απόρησε, με μια σιγανή φωνή.
Το ότι χρησιμοποίησε το ρήμα “σώζω” και όχι το ρήμα “βοηθώ”, για κάποιο λόγο με πονούσε, σαν αλάτι στη πληγή.
Χαμήλωσα τα μάτια μου στα χέρια του, που τότε κρεμόντουσαν αριστερά και δεξιά, σαν δυο κομμάτια λευκού μαρμάρου.
«Και εσύ με έσωσες. Θα μπορούσα να είχα χτυπήσει στο κεφάλι και να είχα σκοτωθεί.» εξήγησα με ευκολία. Ήταν η μοναδική, ανώδυνη και απλή εξήγηση. «Θέλω να σου το ανταποδώσω.» αποκρίθηκα και σήκωσα τα μάτια μου.
Δεν απάντησε. Μονάχα συνέχιζε να με κοιτά με εκείνο το σκληρό βλέμμα.
Επικράτησε για λίγο απόλυτη σιωπή ανάμεσά μας. Το μόνο που ακουγόταν, ήταν η αδύναμη πια ψιχάλα και κάπου κάπου, το βουητό από κάποια μηχανή στο δρόμο. Ήταν οι ήχοι που με επανέφεραν στη πραγματικότητα και μου υπενθύμιζαν, πως δεν βίωνα ένα όνειρο, που θα χανόταν το πρωί.
«Δεν έχω σώσει...» ξεκίνησε να λέει, καθώς ένας φόβος ξεπετάχτηκε μέσα μου, για το τι θα έλεγε στη συνέχεια. «Κανέναν άλλον.» είπε και έσφιξε τόσο τα δόντια του, που η γνάθος του διογκώθηκε σαν βουνό, κάτω απ’ το γυαλιστερό, χλωμό του δέρμα. «Μόνο εσένα.» κατέληξε, κοιτώντας τριγύρω, με ασυγκέντρωτο βλέμμα.
Αυτά τα τελευταία λόγια του, έκαναν τη καρδιά μου να μαλακώσει, μα η λογική μου, είχε σφίξει τα σχοινιά της, δένοντάς με προστατευτικά ενάντια του. Ίσως εκείνη η εξαίρεση, να είχε ένα σκοτεινό ξέσπασμα κάποια στιγμή. Το σκεφτόμουν, καθώς ήμουν χωρισμένη στα δυο, με το μεγαλύτερο κομμάτι μου, να νιώθει χαρά και όχι φόβο.
«Ίσως δεν είσαι τόσο κακός, όσο νομίζεις ότι είσαι.» του αποκρίθηκα, έχοντας την απόδειξη στα χέρια μου.
«Μπορώ να σκοτώσω, Μυρτώ.» ψέλλισε ψύχραιμα.
Οι φλέβες στο κορμί μου πάγωσαν, καθώς οι λέξεις του, με διαπέρασαν σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
«Μπορώ να σε σκοτώσω, αυτή ακριβώς τη στιγμή.» συνέχισε και το βλέμμα του, έγινε ίδιο με τη νύχτα.
Ξεροκατάπια, νιώθοντας το λαιμό μου να στεγνώνει. Το ύφος του με τρόμαζε, όχι όμως περισσότερο από τα λόγια του.
«Θα μπορούσα να απλώσω το χέρι μου και να σε σκοτώσω αυτή ακριβώς τη στιγμή.» τα μάτια του άνοιξαν απότομα, σαν να ένιωθε φόβο για τον ίδιο του τον εαυτό. «Κάποιες φορές όταν είμαι κοντά σου, κάτι με προστάζει να το κάνω.» συνέχισε, με ένα τρομακτικό ψίθυρο.
«Γιατί δεν το έχεις κάνει μέχρι τώρα;» απόρησα, βραχνιασμένη, χάνοντας τη φωνή μου.
Με κοίταξε ξέπνοος. «Δεν ξέρω.» σάστισε ηρεμώντας και χαμήλωσε το κεφάλι του, καθώς γύρισε τη πλάτη του.
Δεν θα μου έκανε κακό. Ήμουν σχεδόν σίγουρη για αυτό, τουλάχιστον όσο βρισκόταν σε αυτό το στάδιο της ζωής του.
«Είσαι πολύ σκληρός με τον εαυτό σου. Δεν μοιάζεις με εκείνους.» του αποκρίθηκα και έκανα μερικά βήματα προς το μέρος του. «ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΜΟΙΑΖΕΙΣ ΜΕ ΕΚΕΙΝΟΥΣ.» είπα τονίζοντας τη κάθε λέξη.
Το πίστευα. Πραγματικά πίστευα, πως όποια σκοτεινή δύναμη και αν κυλούσε μέσα του, η ψυχή του ήταν αρκετά γενναιόδωρη και δυνατή, για να νικήσει το κακό.
«Πρέπει να φύγω.» μουρμούρισε, δίχως να με κοιτά.
Αυτές οι λέξεις ποτέ δεν με ευχαριστούσαν, ίσα ίσα με απογοήτευαν.
«Όχι. Θέλω να μείνεις.» ικέτευσα. «Μείνε μαζί μου, μέχρι να ξημερώσει.» είπα, βλέποντας τον να γυρνά το κεφάλι του σε εμένα.
Όμορφα, επιφυλακτικά μάτια με σκέπασαν, σαν διαμάντια πεσμένα στη γη από τον ουρανό.
«Δεν με φοβάσαι, Μυρτώ;» με ρώτησε, σιγανά, σφίγγοντας τα πυκνά του φρύδια.
Η απάντηση σε εκείνη την ερώτηση, ήταν το πιο δύσκολο πράγμα για εμένα, εκείνη τη στιγμή. Ήμουν χωρισμένη στα δύο. Καρδιά και λογική, μάχονταν ενάντια του.
Φοβόμουν το σκοτάδι που είχε “αναστήσει” τη ψυχή του, μα λαχταρούσα όσο τίποτα στο κόσμο να βρίσκομαι κοντά του. Ήταν τόσο περίπλοκο και τόσο απλό, την ίδια στιγμή.
«Θέλω να μείνεις μαζί μου.» είπα, λίγο πριν τον δω να γυρνά και να στέκεται μπροστά μου, κοιτώντας με κατάματα. «Θα μου κάνεις τη χάρη;» ρώτησα.
Χαμήλωσε τα μάτια και τα χείλη του άνοιξαν μερικά χιλιοστά, μάλλον εκπνέοντας. Μου έγνεψε ελαφρώς, μελαγχολικά και δεν κατάφερα να συγκρατήσω τη χαρά της αποδοχής του και χάραξα ένα πλατύ χαμόγελο.
Είχε δεχτεί. Για πρώτη φορά, θα έμενε μαζί μου όσο εγώ ήθελα. Δεν θα έφευγε. Δεν θα με άφηνε μόνη. Η καρδιά μου συσπάστηκε μέσα στο στήθος μου, γεμάτη ευχαρίστηση και ευτυχία.
«Πήγαινε να ετοιμαστείς για ύπνο.» ψέλλισε και βάδισε νωχελικά προς τη πολυθρόνα. «Θα σε περιμένω εδώ.» συνέχισε και ακούμπησε το σώμα του στο μπράτσο της.
Του έγνεψα γρήγορα και βιάστηκα να χωθώ μέσα στο υπνοδωμάτιο για να φορέσω τις πιτζάμες μου. Ήταν σχεδόν απίστευτο, που θα με περίμενε στο καθιστικό, δίχως να εξαφανιστεί. Ήτανε τόσο απλό, αλλά και τόσο τέλειο την ίδια στιγμή. Ακόμη και τα πιο απλά πράγματα, μαζί του έπαιρναν μια ιδιαίτερη αξία.
Άρπαξα τις πιτζάμες μου και τις φόρεσα στο λεπτό, πετώντας στο στρώμα του κρεβατιού τα ρούχα μου. Ύστερα χτένισα στα τυφλά τα μαλλιά μου και έψαξα να βρω το άρωμα μου στο σάκο. Ανακάτεψα τα πράγματα μια – δυο φορές, μα ήμουν τόσο ταραγμένη, που δεν κατάφερα να το βρω. “Ξέχνα το” είπα στον εαυτό μου. Ίσως να μην μπορούσε καν να με μυρίσει. Τότε όμως δεν είχε και μεγάλη σημασία. Θα περνούσα μαζί του τη νύχτα και είχα σκοπό να μείνω ξύπνια, για όσο περισσότερο μπορούσα.
Βγήκα έξω και τον είδα ακόμη στη θέση, που τον είχα αφήσει νωρίτερα, να με περιμένει σιωπηλός και ακίνητος. Η ομορφιά εκείνου του θεϊκού πλάσματος, ήταν πέρα από τη φαντασία μου.
Το φως του καθιστικού σκίαζε την μορφή του, κάνοντάς την να μοιάζει περισσότερο με έργο τέχνης, ενός καλλιτέχνη, που είχε κάποια κρυφή εμμονή με την τελειότητα. Προσπάθησα σκληρά να αναπνεύσω, καθώς τα πόδια μου έχαναν την ισορροπία τους.
Μου έριξε ένα έντονο βλέμμα, καθώς με είδε μπροστά του και ύστερα τα χείλη του τεντώθηκαν, σαν από ένα αχνό χαμόγελο. Του χαμογέλασα και εγώ πλατιά, ενώ προχώρησα μουδιασμένη κοντά του, τραβώντας τη μπλούζα μου από πίσω. Μια ετικέτα με ενοχλούσε στα πλευρά και έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ήμουν σίγουρη πως έμοιαζα τελείως άκομψη, σχεδόν ατσούμπαλη με εκείνες τις φαρδιές πιτζάμες, που το μόνο θελκτικό που είχαν επάνω τους, ήταν το μικρό “V” στο λαιμό. Θα έπρεπε να είμαι πιο καλά προετοιμασμένη. Πάντα ζήλευα εκείνες τις κοπέλες, που φορούσαν αέρινα νυχτικά με ρομπίτσες που έδεναν στη μέση. Μα εγώ δεν ήμουν έτσι.
Έβαλα μια τούφα πίσω από το αυτί μου, καθώς πάλεψα να νιώσω καλά με τον εαυτό μου. Άλλωστε, δεν έμοιαζε να δυσαρεστείτε όταν με είδε. Αυτό ήταν καλό σημάδι. Ενθαρρυντικό θα έλεγε κανείς.
«Ελπίζω να μην περίμενες ώρα.» του είπα χαμογελώντας, δίχως να μπορώ να υπολογίσω τότε, πόσα λεπτά είχα αφήσει εκείνο το όμορφο πλάσμα να περιμένει, ποιον; Εμένα.
Μου έγνεψε αρνητικά. Η έκφρασή του ήταν γαλήνια και είχε στα μάτια μια γλυκιά όψη, σαν να έσταζε ζεστασιά. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Μου άρεσε να τον βλέπω τόσο ήρεμο και ζεστό.
Πήγα δειλά και κάθισα στο καναπέ, νομίζω κατακόκκινη από την έντονη επαφή των ματιών του, που με κάρφωναν αδιάκοπα. Σταύρωσα τα πόδια μου και τον κοίταξα ευχάριστα.
«Θα κάτσεις κοντά μου;» δεν ήξερα πώς βρήκα το θάρρος και το είπα αυτό, μα η ανταπόκριση του ήταν γρήγορη και θετική.
Σηκώθηκε αργά και, προς μεγάλη μου έκπληξη, κάθισε πολύ κοντά μου, τόσο που μας χώριζαν δύο παλάμες. Έβαλα τα χέρια μου πάνω στα γόνατά μου, προσπαθώντας ξανά να αναπνεύσω κανονικά. Η αίσθηση της παρουσίας του, ακριβώς δίπλα μου, έκανε το κυκλοφοριακό μου σύστημα να παγώνει. Αισθανόμουν ευάλωτη, αδύναμη, μα και τόσο δυνατή μέσα στην αδυναμία μου.
«Μυρίζεις τόσο ωραία.» άκουσα τη βαθιά φωνή του να λέει, λίγο πριν νιώσω τη ζεστή του ανάσα στο δεξί μου μάγουλο.
Κάτι μέσα μου αναδεύτηκε νωχελικά και καθώς σήκωσα το πρόσωπο μου στο δικό του, τα μάτια του με μάγεψαν με το κρυστάλλινο απόκοσμο χρώμα τους.
Λοιπόν, μπορούσε να με μυρίσει.
Του χαμογέλασα, άπνοη και σαστισμένη από ένα παράξενα δυνατό συναίσθημα, που δεν ήμουν ικανή να αναγνωρίσω. Με αφόπλιζε με μόλις λίγες λέξεις.
«Το δέρμα σου έχει...ένα υπέροχο άρωμα.» μου αποκρίθηκε σοβαρός.
Ανοιγόκλεισα για μια φορά τα βλέφαρά μου, αγνοώντας το πώς το αντιλαμβανόταν αυτό, αφού δεν είχα βάλει κάποια κολόνια, ούτε είχα πλυθεί με κάποιο αρωματικό αφρόλουτρο νωρίτερα.
Τον κοίταξα λίγο παραξενεμένη, προσπαθώντας να εκφράσω την απορία μου με τη σιωπή.
«Οι αισθήσεις μου είναι...πιο ανεπτυγμένες από τους κανονικούς ανθρώπους.» εξήγησε κοφτά, μιλώντας ήρεμα, αλλά μου έδινε την εντύπωση κάποιας ένοχης ευχαρίστησης.
«Όλες οι αισθήσεις;» τον ρώτησα, με μια περιέργεια που με σκάλιζε από μέσα.
Έγνεψε αργά.
Δεν μπορώ να αρνηθώ πως το θαύμασα αυτό. Οι ανεπτυγμένες αισθήσεις, θα του επέτρεπαν σίγουρα να αντιλαμβάνεται το κόσμο διαφορετικά, πιο έντονα. Και αυτό, απ’ όσο μπορούσα να φανταστώ, δεν ήταν και πολύ αρνητικό. Δεν ήθελα όμως να σκεφτώ το λόγο, που το νερό του χάρισε αυτές τις ιδιότητες.
«Θέλεις να δούμε τηλεόραση;» του πρότεινα.
Κοίταξε τη μαύρη οθόνη απέναντί μας για ένα δευτερόλεπτο. «Θα προτιμούσα να μιλήσουμε. Θέλω να μου πεις για τον εαυτό σου, να μάθω πράγματα για εσένα.» είπε, κοιτάζοντάς με.
«Πραγματικά, δεν υπάρχουν πολλά για να μάθεις.» ζάρωσα, σηκώνοντας τους ώμους μου.
Το ότι έδειχνε ενδιαφέρον όμως για εμένα, μου άρεσε πάρα πολύ. Ίσως να μην είχα ξανά ακούσει ποτέ από κάποιον τη συγκεκριμένη φράση: “θέλω να μάθω πράγματα για εσένα”.
«Θαρρώ πως κάνεις λάθος.» μου χαμογέλασε ελαφρώς.
«Τι θα σε ενδιέφερε να μάθεις;» τον ρώτησα.
Έμεινε για λίγο σιωπηλός, κοιτώντας τα μάτια μου. Το δροσερό χλωμό του δέρμα γυάλιζε κάτω από το φως, τα χείλη του έλαμπαν ροδαλά και ένιωθα πως ο χρόνος είχε παγώσει για κάποιο λόγο. «Τα πάντα.» αποκρίθηκε με μια σιγανή, γοητευτική φωνή.
Χαμογέλασα δυνατά, σκύβοντας το κεφάλι μου, με τη καρδιά μου να χτυπά δυνατότερα από πριν. Το ενδιαφέρον του με γοήτευε.
«Τα απλά καθημερινά πράγματα, ας πούμε;» ρώτησα.
«Ναι.» απάντησε αμέσως, σοβαρός. «Για παράδειγμα...ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα;» με ρώτησε.
Μου φάνηκε παράξενο που με ρώτησε κάτι τόσο απλό και κοινό. Χαμογέλασα.
«Εμ...» μουρμούρισα. «Νομίζω το κόκκινο. Ναι, το κόκκινο μου αρέσει πολύ.» απάντησα, κουνώντας το κεφάλι μου.
Έγνεψε και εκείνος, λιγάκι σκεπτικός, σαν να προσπαθούσε να απομνημονεύσει την απάντηση μου.
«Και...ποιο λουλούδι σου αρέσει περισσότερο;» γύρισε και με κοίταξε, συνοφρυωμένος ελαφρά.
Ανασήκωσα τα φρύδια μου, συγκρατώντας ένα χαμόγελο έκπληξης. Εντάξει. Ήθελε να μάθει τα πάντα. Το εννοούσε, οπότε θα έπαιζα εκείνο το παιχνίδι ερωτήσεων.
«Μου αρέσουν πολλά λουλούδια, αφού μεγάλωσα σε ένα σπίτι, που είχε κήπο και η μητέρα μου, είχε εμμονή με τη κηπουρική. Αλλά περισσότερο απ’ όλα, νομίζω μου αρέσουν τα κόκκινα τριαντάφυλλα, όπως στα περισσότερα κορίτσια άλλωστε, μα...» άρχισα να αραδιάζω τις σκέψεις μου αδιάκοπα, δίχως να με νοιάζει. «Εγώ προτιμώ τα μπουμπούκια.» αυτό το είπα με ένα γέλιο.
«Γιατί;» απόρησε, γέρνοντας το κεφάλι του.
Μου έκανε τρομερή εντύπωσε ότι με πρόσεχε τόσο πολύ, με τόσο ενδιαφέρον για κάθε μου λέξη.
«Μου δίνουν την εντύπωση πως είναι...νέα, ξέρεις...» ζάρωσα τη μύτη μου, κατακόκκινη από ντροπή, γιατί σε κανέναν άλλον δεν το είχε εκμυστηρευτεί αυτό. «Μοιάζουν να έχουν τόσο χρόνο μπροστά τους. Βρίσκονται στην εξέλιξη μιας μεταμόρφωσης, πριν ανοίξουν και αρχίσουν να χάνουν τα φύλλα τους.» αποκρίθηκα.
Με κοίταζε σκεπτικός, μάλλον προσηλωμένος στα λόγια μου. Δεν ανοιγόκλεινε ούτε τα βλέφαρά του και διέκρινα μια σύσπαση στην άκρη του δεξιού του ματιού.
«Ακούγεται χαζό;» ζάρωσα, κάνοντας μια γκριμάτσα.
Έτριψε τα χείλη του με τον αντίχειρά του, απομακρύνοντας μια σταγόνα, που ήταν έτοιμη να τρέξει  στο κάτω ζουμερό άκρο του χείλους του και χαμήλωσε το βλέμμα. «Όχι...καθόλου χαζό.» ψέλλισε.
Ανακουφίστηκα που δεν του φαινόταν ανόητη εκείνη η σκέψη. Οι περισσότεροι άντρες έτσι θα σκέφτονταν, ούτως ή άλλως. Εκείνος όμως όχι.
Λίγο πριν με ξανά κοιτάξει, σε εκείνη τη τέλεια σιωπή, ακούσαμε τη βροχή να δυναμώνει έξω, σε ένα γρήγορο φύσημα του ανέμου, που έκανε τα τζάμια να σφυρίξουν.
Ο Λέανδρος έριξε το βλέμμα του στο παράθυρο, πίσω από τη τηλεόραση και ένωσε με ένα δυνατό σφίξιμο τις παλάμες του. Καταλάβαινα πως η αλλαγή του καιρού, δεν τον άφηνε αδιάφορο. Κάτι του προκαλούσε. Κάτι δυσάρεστο. Ήθελα να τον ρωτήσω τι συνέβαινε, μα δεν πρόλαβα.
«Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;» με ρώτησε, βάζοντας φρένο στις σκέψεις μου.
Έκανα λίγο πίσω και ανέβασα τα πόδια μου στο καναπέ, διπλώνοντας τα, το ένα κάτω από το άλλο.
«Λοιπόν...» ψέλλισα, τρίβοντας το μπράτσο μου. «Ήταν ωραία. Το σπίτι που γεννήθηκα βρισκόταν στα προάστια, οπότε είχαμε μεγάλη αυλή, με κήπο όπως σου είπα και αυτό πάντα μου φαινόταν σαν ένα μεγάλο προτέρημα.» χαμογέλασα. «Θυμάμαι πως όταν άκουγα τα παιδιά στο σχολείο να κανονίζουν τις σαββατιάτικες συναντήσεις τους στα γήπεδα και στα πάρκα, πάντα ένιωθα πολύ τυχερή. Είχα ένα μεγάλο μέρος να παίζω, ολόδικο μου, δίχως να μπορούν οι γονείς μου να μου λένε να γυρίσω σπίτι όταν νύχτωνε. Αισθανόμουν πολύ τυχερή, για αυτό.» έσφιξα τα χείλη μου με νοσταλγία, καθώς θυμόμουν εκείνες τις περασμένες εποχές, που έμοιαζαν πια τόσο μακριά από εμένα.
«Και...ήσουν μαζί με τα αδέρφια σου;» με ρώτησε, χαμηλώνοντας προς το μέρος μου, λίγο μπερδεμένος.
«Όχι, όχι. Είμαι μοναχοπαίδι. Δεν έχω αδέρφια.» απάντησα αμέσως, θεωρώντας σημαντική εκείνη τη πληροφορία.
Φάνηκε λίγο σκοτεινιασμένος και ψέλλισε ένα “α” καθώς τεντώθηκε ξανά πίσω. «Δεν ένιωθες μόνη;» με ρώτησε με ενδιαφέρον, καθώς ακούμπησε τον αγκώνα του στη πλάτη του καναπέ.
«Ναι. Τα πρώτα χρόνια, ναι. Και το άσχημο με εκείνη τη πλευρά των προαστίων, ήταν πως δεν υπήρχαν πολλοί γείτονες. Αλλά όταν ήμουν έξι περίπου, ήρθε στο απέναντι σπίτι μια οικογένεια που είχε δυο παιδιά και παίζαμε. Αυτοί νομίζω ήταν οι καλύτεροί μου φίλοι, γιατί ήμουν αρκετά απόμακρη από τα παιδιά του σχολείου.» αποκρίθηκα.
«Γιατί;» με ρώτησε, γρήγορα.
«Δεν ξέρω. Μάλλον δεν ταίριαζα με κανέναν. Ο τρόπος ζωής των άλλων παιδιών, δεν συμβάδιζε με το δικό μου. Πάντα, όταν προσπαθούσα να ταιριάξω κάπου, συνεχώς έβρισκα ένα εμπόδιο. Έτσι αισθανόμουν παραγκωνισμένη και μάλλον αυτό με συντροφεύει ακόμη και σήμερα.» απάντησα δαγκώνοντας τα χείλη μου.
Τον είδα να χαμογελά στραβά, σκύβοντας το κεφάλι του, σαν κάτι οικείο να έβρισκε στα λόγια μου. «Γιατί πιστεύεις πως συμβαίνει αυτό;» τον άκουσα να λέει.
Αναστέναξα δυνατά, με μια συστολή, που με έκανε να ντρέπομαι, να φοβάμαι να απαντήσω, να, να, να…
«Νιώθεις άβολα;» με ρώτησε ξαφνικά, καθώς σήκωσε το πρόσωπο του και είδε τα, μάλλον, αναψοκοκκινισμένα μου μάγουλα.
«Όχι.» απάντησα γρήγορα, διατάζοντας τον εαυτό μου να αποκαλύψει κάτι, που ήταν κρυμμένο ακόμη και από τον ίδιο μου τον εαυτό. Πήρα μια βαθιά ανάσα και εξέπνευσα δυνατά και κοφτά. Η απάντηση στην προηγούμενη ερώτησή του, ήταν δύσκολο να γίνει αποδεχτεί ακόμη και από εμένα. «Ξέρεις, Λέανδρε.» ξεκίνησα, χτυπώντας μια φορά τη γλώσσα μου. Ήτανε εκεί, δίπλα μου και με άκουγε με προσοχή, με προσήλωση. «Η ζωή...είναι όμορφη, αλλά αισθάνομαι πως δεν είναι πια τόσο, όσο αξίζει να είναι. Πάντα κάτι με προβληματίζει, με τους ανθρώπους, το χρόνο, τις αξίες...με το τρόπο που έρχονται και φεύγουν οι στιγμές...όλα καταλήγουν στο αδιέξοδο κάποιου δρόμου. Και το τέλος δεν μου αρέσει. Επιθυμώ την συνέχεια.» προσπάθησα να πω, βγάζοντας νόημα μέσα από τις σκόρπιες μου σκέψεις. «Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις...» είπα και τον είδα να με κοιτά με εκείνα τα ασημογάλανα μάτια, που είχαν τότε μια αλλιώτικη ζεστασιά, που με έκαναν να νιώθω αποδεκτή και ήρεμη.  
«Νομίζω πως σε καταλαβαίνω απόλυτα.» απάντησε και οι λέξεις έτρεξαν τόσο ωραίες πάνω στα χείλη του, σαν ψιχάλα στην ξερή έρημο.
Προσπάθησα να ερμηνεύσω καλύτερα το βλέμμα του, παλεύοντας να καταλάβω αν του είχα δημιουργήσει κάποια αποστροφή για το πρόσωπο μου. Δεν ήθελα με τίποτα στο κόσμο να με θεωρήσει τρελή, καταθλιπτική ή αχάριστη. Το μόνο που έβλεπα όμως στην έκφρασή του, ήταν αποδοχή και κατανόηση.
«Αλλά..αφού λες πως δεν επιθυμείς το “τέλος”, γιατί τα έριξες όλα στο κενό και έφυγες, αφήνοντας τα πάντα πίσω σου;» με ρώτησε, πάντα με ενδιαφέρον και προθυμία να καταλάβει.
«Αυτό το τέλος έπρεπε να μπει.» ψέλλισα, κοιτώντας το πάτωμα. «Η ζωή μου στην Αθήνα, ήταν ήδη στο τέλος του δρόμου, απλώς εγώ έπρεπε να αποχωρίσω από το αδιέξοδο, για να μην χάσω τη ζωή μου, περιμένοντας.» απάντησα με ειλικρίνεια και γύρισα προς το μέρος του. «Κάτι με οδήγησε εδώ, Λέανδρε.» αποκρίθηκα.
Συναντώντας το ωραίο του πρόσωπο και τα γεμάτα κατανόηση μάτια του, ήταν πλέον ολοφάνερο. Όλη μου η ζωή, με προετοίμαζε για να τον συναντήσω.
«Η καρδιά μου δεν αντέχει να σου πει, κυρά μου, πως είμαι δυσαρεστημένος με αυτό.» είπε και το βλέμμα του κρύφτηκε πίσω από ένα μανδύα αδυναμίας, που τον έκανε να μοιάζει περισσότερο σε εκείνον τον στρατιώτη, που είχα αντικρίσει στην κιτρινισμένη φωτογραφία. «Θα ήμουν ψεύτης αν το έλεγα.» συνέχισε.
Οι σφυγμοί μου πίεσαν το λαιμό μου σαν να ήθελαν να με πνίξουν, μα αντί να νιώσω δυσφορία και την αίσθηση πως θέλω να ξεφύγω, το αίσθημα που μου χάριζαν ήταν τόσο ευχάριστο και επιθυμητό. Λες και μου χάριζαν ζωή, μέσα από τη προσπάθειά τους να με σκοτώσουν.
«Δ...δηλαδή...» τραύλισα. «Δεν έχεις αντίρρηση, που μένω εδώ...στο σπίτι σου;» τον ρώτησα.
Μου έγνεψε αρνητικά, φέρνοντας με, άλλο ένα χιλιοστό πιο κοντά του. «Ο πόνος που αισθάνομαι κοντά σου, πηγάζει από την ευτυχία, που μου προκαλεί η παρουσία σου.» αποκρίθηκε μαλακά.
Τον κοίταξα σαν υπνωτισμένη, θέλοντας τόσο πολύ να μάθω ποιο γρίφο έκρυβαν τα όμορφα λόγια του.
«Είναι αυτή η ελπίδα που μου δίνεις...αυτή η προσδοκία, που ενώ γαληνεύει την αγριεμένη μου ψυχή, συνάμα πνίγομαι στη θλίψη.» συνέχισε, προσηλωμένος στα μάτια μου.
«Γιατί κάτι τόσο όμορφο, να πρέπει να είναι τόσο θλιβερό;» ψέλλισα, σαν υπνωτισμένη.
Έγειρε το κεφάλι του αργά και μου φάνηκε πως τα, γεμάτα ελπίδα και απελπισία, μάτια του, κοιτούσαν μισόκλειστα τα ξέπνοα χείλη μου.
«Δεν ξέρω.» μουρμούρισε σιγά. «Όλα είναι τόσο μπερδεμένα.» συνέχισε και έστρεψε το κεφάλι του από την αντίθετη κατεύθυνση. «Μα, η καρδιά μου πλέον μου μιλάει καθαρά...» είπε και ακούμπησε τη παλάμη του, στο στήθος του. «Ποτέ ξανά, σε δυο ολόκληρες ζωές, δεν έχω νιώσει έτσι.» αποκρίθηκε και γύρισε για να με κοιτάξει αργά.
Θα ήμουν χαρούμενη για αυτά του λόγια, αν όποια ελπίδα και αν του έδινα, δεν κατέληγε στη θλίψη και στην απελπισία.
«Φαντάζομαι πως και η αδερφή σου...»
«Όχι.» με διέκοψε. «Ποτέ ξανά πριν δεν αισθάνθηκα, πως έστω και για λίγο, αγγίζω την ανθρωπιά.» ψέλλισε, τεντώνοντας τα φρύδια του λυπημένα.
«Δεν σημαίνει τίποτα αυτό, αν δεν μπορώ να σε βοηθήσω πραγματικά.» του αποκρίθηκα περίλυπη.
Τότε μου χαμογέλασε και αισθάνθηκα μια δροσιά να παραλύει τα δάχτυλά μου. «Με βοηθάς ήδη, Μυρτώ.» αποκρίθηκε τρυφερά.
Μόλις κοίταξα κάτω, είδα το μεγάλο, ωραίο του χέρι πάνω στο δικό μου και η καρδιά μου, βρόντηξε δυνατά μέσα στο στήθος μου.
Μισούσα τον εαυτό μου, που δεν μπορούσα νιώσω εκείνο το άγγιγμα. Εκτός από εκείνη τη φορά, που στον ύπνο μου είχα αισθανθεί τα δάχτυλά του να με πιάνουν από τον ώμο, ποτέ ξανά δεν κατάφερα να αντιληφθώ το χάδι του. Ήταν τόσο αποθαρρυντικό και μου υπενθύμιζε, αυτό που με τόσο πείσμα απέφευγα να δεχτώ: πως ο Λέανδρος, δεν ήταν παρά μια σκιά για αυτό το κόσμο.
«Δεν μπορείς να βγεις έξω;» τον ρώτησα. «Έξω από αυτό το σπίτι;»
μάζεψε το χέρι του, καθώς μου έγνεψε με άρνηση. «Όχι.» απάντησε σιγά.
«Είσαι στ’ αλήθεια φυλακισμένος...» μουρμούρισα, κοιτάζοντας γύρω μου τους τοίχους, που τότε έμοιαζαν σαν ψηλά παγωμένα εμπόδια, δίχως οίκτο για τη ψυχή του.
«Έτσι πρέπει.» μου αποκρίθηκε αυστηρά, ξυπνώντας με από την ήσυχη μελαγχολία μου.
«Πώς μπορείς και το λες αυτό;» απόρησα.
«Φαντάσου πώς θα ήταν να τριγυρνάω εκεί έξω...» είπε ψυχρά και έδειξε προς τη πόρτα. «Θα ήμουν ανίκανος να συγκρατήσω τον εαυτό μου, ώστε να μην κάνω κακό σε κάποιον.» αποκρίθηκε και αντανακλαστικά, το σώμα μου μετακινήθηκε προς τα πίσω.
Μου ήταν αδύνατον να σκεφτώ πως ο Λέανδρος θα μπορούσε να κάνει κακό σε κάποιον αθώο άνθρωπο. Εγώ το μόνο που είχα δει, ήταν η προσπάθειά του να με σώσει.
Εκείνη τη στιγμή στο μυαλό μου όμως, ήρθε μια νέα πληροφορία, που πίστευα πως θα με έκανε να διαψεύδω τα σκληρά του λόγια.
«Ο σύζυγος της Καπετάνισσας, είχε φυλακιστεί σε εκείνον το λόφο...» ξεκίνησα να λέω.
Με κοίταξε κατάματα και νομίζω κατάλαβε τι ήθελα να του πω. Ήταν έξυπνος. Γνώριζε τις προθέσεις μου από το τρόπο που εκφραζόμουν.
«Εκείνος, που ήταν έξω, δεν έκανε κακό σε κανέναν...σωστά;» είπα.
Έσκυψε τότε προς το μέρος μου και τα μάτια του σηκώθηκαν στα δικά μου, σκεπάζοντας με, με εκείνο το μυστήριο και παγωμένο χρώμα τους. «Δεν ξέρεις πόσοι πέθαναν μυστηριωδώς, πάνω σε εκείνο το λόφο.» ψέλλισε και μια ανατριχίλα, διαπέρασε τα μπράτσα μου. «Ακόμη και η γυναίκα του.» συμπλήρωσε και όρθωσε το σώμα του στο καναπέ, με μια ψύχραιμη θλίψη, που είχε ωριμάσει μέσα του.
«Η γυναίκα του, γιατί;» αναφώνησα.
«Ο θάνατος, είναι η ανάγκη μας. Η έμφυτη δίψα για τη ζωή, που δεν έχουμε πια.» απάντησε και το αίμα μου πάγωσε. «Ο καπετάνιος είχε δείξει, φυσικά, τις προθέσεις του από νωρίς στη γυναίκα του, μα εκείνη δεν άκουγε. Πέρασε τα όρια...και πέθανε.» συνέχισε και ύστερα έπεσε σε βαθιά σιωπή.
Έμεινα πλάι του, δίχως να μιλήσω και ούτε καν που τον κοιτούσα πια. Το βλέμμα μου είχε αφεθεί κάπου στο θολό τοίχο του καθιστικού. Μπορούσα όμως να αισθανθώ το βουβό του πόνο, καθώς με τις άκρες των ματιών μου, έβλεπα τη σκυμένη, βασανισμένη του μορφή. Ίσως φοβόταν τον εαυτό του, ή αυτό που θα μπορούσε να γίνει, εάν περνούσε στο επόμενο στάδιο. Μα αν πραγματικά, δεν τον βοηθούσε κάποιος να το κάνει αυτό, γιατί φοβόταν τόσο; Θα έμενε για πάντα σε εκείνο το σπίτι, φυλακισμένος, μα τουλάχιστον θα ήταν σίγουρος πως δεν θα μεταμορφωνόταν σε ένα τέρας. Γιατί ο Λέανδρος, έτσι όπως τότε ήταν, ήμουν σίγουρη πως δεν θα πείραζε ποτέ κανέναν.
«Πρέπει...» ψέλλισε ύστερα, τραβώντας με έξω από τις βαθιές μου σκέψεις. «Πρέπει να φύγεις από το σπίτι, Μυρτώ.» είπε και τα λόγια του, ήρθαν στα αυτιά μου με έναν ήχο απόμακρο και ξεθωριασμένο.
Γύρισα και τον κοίταξα με μάτια ορθάνοιχτα, δίχως να είμαι σίγουρη για το τι πραγματικά έλεγε ή εννοούσε.
«Τι είπες;» τον ρώτησα αργά.
Τα δάχτυλά του πλέχτηκαν μεταξύ τους, ανάμεσα στα γόνατά του και το πρόσωπο του σκλήρυνε, σαν λευκή παγωμένη πέτρα.
«Πρέπει να φύγεις από εδώ.» μου ξανά είπε, δίχως να με κοιτά, με μια φωνή επίπεδη και κρύα.
Αναδεύτηκα στη θέση μου, βάζοντας το χέρι μου στη πλάτη του καναπέ. «Είπες πως νιώθεις εντάξει με την διαμονή μου εδώ.» του υπενθύμισα, με έντονο τόνο και ένιωσα τα χέρια μου να μουδιάζουν.
«Δεν έχει σχέση με εμένα, αλλά με εσένα, Μυρτώ.» γύρισε και με κοίταξε με το χαμηλωμένο του πρόσωπο και είδα τα μάτια του υγρά, να λάμπουν μέσα από εκείνα τα άγρια μαλλιά. «Φύγε να γλιτώσεις.» τώρα πια τα λόγια του, έμοιαζαν με προσταγές. «Φύγε από τη Ξενιτιά και μην γυρίσεις ποτέ ξανά πίσω
Σαστισμένη τον κοιτούσα, με μισάνοιχτα χείλη, παλεύοντας να συνειδητοποιήσω τι μου έλεγε. Με διέταζε να φύγω. Να φύγω από το χωριό, να φύγω από το σπίτι...να φύγω ΜΑΚΡΙΑ ΤΟΥ; Όχι, δεν μπορούσε να μου λέει να κάνω κάτι τέτοιο. Ανακάθισα στο καναπέ, ύστερα από το κύμα λογικής, που πλημμύρισε το μυαλό μου. Χαμογέλασα άψυχα, δίχως να πάρω τα μάτια μου από τα δικά του.
«Δεν θέλω να φύγω από τη Ξενιτιά, πόσο μάλλον από αυτό εδώ το σπίτι.» του είπα σταθερά, κάπως εκνευρισμένη.
Η έκφρασή του άλλαξε στο λεπτό και τον είδα να αναστενάζει, μα δίχως να ακούσω τον αέρα να βγαίνει από τα χείλη του. Μπόρεσα όμως να αισθανθώ έντονα, την ζεστή του ανάσα επάνω στο πρόσωπο μου.
«ΦΟΒΑΜΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ.» είπε αργά, τονίζοντας τη κάθε συλλαβή, με τα μάτια του να με κοιτάνε ορθάνοιχτα.
Ένας σπασμός έκανε τα βλέφαρά μου να τρεμοπαίξουν. Αυτή η φράση με διαπέρασε σαν γλυκόπικρη λεπίδα.
«Είμαι ασφαλής στο σπίτι, Λέανδρε.» του αποκρίθηκα.
Χαμογέλασε στραβά, με απελπισία. «Δεν καταλαβαίνεις.» ψέλλισε και σηκώθηκε επάνω.
Σήκωσα το κεφάλι μου, ατενίζοντας τη ψηλή πια μορφή του, που τώρα στεκόταν μπροστά μου σαν άγαλμα, που έκρυβε τον ήλιο.
«Οι σκιές αυτού του κόσμου είναι απρόβλεπτες και κανένα φως δεν μπορεί να τις ελέγξει.» μουρμούρισε και ύστερα γύρισε προς το μέρος μου, με εξαγριωμένα μάτια. «Κινδυνεύεις.» μου είπε.
Αυτή η λέξη, ήχησε σαν τύμπανο στα αυτιά μου και παρόλο που έμφυτα κάτι μου έλεγε να τον υπακούσω, η καρδιά μου αντιστεκόταν με πείσμα.
«Από ποιον κινδυνεύω;» τον ρώτησα, με ψυχρή φωνή.
Το πρόσωπο του πέταξε από πάνω του κάθε ανθρώπινο σημάδι, κάθε ευάλωτη σκιά, κάθε τρυφερό ίχνος. Με κοίταξε σαν πέτρα, μα έβλεπα μέσα του πως φορούσε ένα προσωπείο.
«Νόμιζα πως μπορούσα.» μουρμούρισε στον εαυτό του, κοιτάζοντάς με, με ένα χαμένο βλέμμα. Ύστερα ανασήκωσε τους ώμους του, σαν να πήρε μια βαθιά ανάσα και παραμέρισε τα μαλλιά του με μια κίνηση, κοιτώντας ψηλά. Ο μαρμάρινος υγρός λαιμός του, φανερώθηκε λαμπερός κάτω από το κίτρινο φως του δωματίου. 
«Κινδυνεύεις από το πλάσμα που κυκλοφορεί στις ερημιές της Ξενιτιάς, κινδυνεύεις ακόμη και από εμένα.» είπε κλείνοντας για λίγο τα μάτια του, σαν να προσπάθησε πολύ να εκφράσει αυτές τις λέξεις.
«Όπως και όλοι οι κάτοικοι της Ξενιτιάς.» τον συμπλήρωσα. «Τι είναι αυτό που με κάνει τόσο πολύτιμη και άξια να σωθώ;» ρώτησα, φανερά εκνευρισμένη.
Τον άκουσα να μουρμουρίζει κάτι σαν “Κύριε, σώσε με.” και καθώς χαμήλωσε το κεφάλι του, άρχισε να βηματίζει αργά μες στο δωμάτιο, ατενίζοντας με απελπισία, το πάτωμα που έτριζε.
«Απλώς θέλεις να φύγω από το σπίτι σου, έτσι δεν είναι; Πες το.» του αποκρίθηκα.
Ήρθα αντιμέτωπη με τα απόκοσμα μάτια του, την ώρα που γύριζε προς το μέρος μου.
«Θέλεις να μείνεις μόνος.» συνέχισα με κατανόηση.
«Δεν ξέρεις τίποτα, γυναίκα. ΤΙΠΟΤΑ.» γρύλισε και ένας θανατερός βρυχηθμός, βγήκε από το στέρνο του.
Η καρδιά μου, άρχισε ξανά να χτυπά τρομαγμένη, ενώ εγώ πάλευα να αντισταθώ στο πρόσταγμα της να με κάνει να σωπάσω. Σηκώθηκα επάνω και περπάτησα μέχρι το σημείο που στεκόταν. Μια ορμή με έσπρωξε και σταμάτησα απέναντί του, λίγα μόλις χιλιοστά μακριά του. Φάνηκε να ξεροκαταπίνει και τα μάτια του πέταξαν κάθε άτρωτο συναίσθημα.
«Πες μου πως δεν με θέλεις στο σπίτι σου και θα φύγω.» του είπα.
«Δεν είναι πια δικό μου.» μουρμούρισε με συστολή.
«Πες το μου.» τον πρόσταξα, κοιτάζοντας τον κατάματα.
Έσφιξε τα δόντια του και από το λιγοστό φως που έφτανε ως εκείνη τη γωνιά του δωματίου, κατάφερα να αντιληφθώ μια κίνηση στο στήθος του, πάνω από το πουκάμισό του, σαν ένα δυνατό καρδιοχτύπι, που όμως ήταν τόσο έντονο, που μπορούσα να το ξεχωρίσω με γυμνά μάτια.

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now